Σύμφωνα με τον περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμο του 2021, Μέρος VII, καταχρηστικές ρήτρες είναι ρήτρες που υπάρχουν σε σύμβαση μεταξύ εμπορευόμενου και καταναλωτή οι οποίες δεν αφορούν το κύριο αντικείμενο της σύμβασης οι οποίες παρά την απαίτηση της καλής πίστης δημιουργούν σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση.
Με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το εθνικό Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως την καταχρηστικότητα ασχέτως εάν έχει προβληθεί από τον ενάγοντα καταναλωτή, ο ενδεχομένως καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας. Η περίπτωση κατά την οποία το εθνικό Δικαστήριο εξετάζει την καταχρηστικότητα είναι όπου αυτό έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία εκτός εάν ο καταναλωτής δεν συναινέσει στην εξέταση (βλ σχετικά την Dzibak v Raiffeisen Bank International AGC-260/18)
Στην C-153/15, C-307/15 και C-308/15 Naranjo v Cajasur αποφασίστηκε από το ΔΕΕ ότι
«Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 [Άρθρο 51 του περί Προστασίας Καταναλωτή Νόμου] ορίζει ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεως μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές.»
Η διάταξη αυτή πρέπει να νοηθεί ως ισοδύναμη προς τους εθνικούς κανόνες που αποτελούν, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξεως, κανόνες δημοσίας τάξεως»
Με βάση την πιο πάνω απόφαση, ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της καταχρηστικότητας μπορεί να γίνει μόνο εάν θέματα δημοσίας τάξης εξετάζονται αυτεπάγγελτα από το Εθνικό Δικαστήριο – αυτό διότι η καταχρηστικότητα ρητρών σε σύμβαση αποτελεί θέμα δημοσίας τάξης. Σύμφωνα με τη νομολογία μας, θέματα δημοσίας τάξης ελέγχονται αυτεπάγγελτα από τα Κυπριακά Δικαστήρια. Συγκεκριμένα στην απόφαση Φειδίας Στεφανίδης ν Δήμος Έγκωμης (1994) 3 ΑΑΔ 49 ο Δικαστής Πικής Δ ανέφερε τα ακόλουθα:
«Αν λόγοι που αναφέρονται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να επιληφθεί του θέματος που τίθεται προς διερεύνηση, ανάγονται στη δημόσια τάξη και μπορεί να εξεταστούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και κατά την έφεση»
Δεν είναι όμως όλες οι ρήτρες που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως για καταχρηστικότητα. Στην υπόθεση C-511/17 – Lintner v Unicredit,αποφασίστηκε ότι μόνο οι συμβατικές ρήτρες οι οποίες… συνδέονται με το αντικείμενο της διαφοράς όπως αυτό καθορίστηκε από τους διαδίκους λαμβανομένων υπόψη των αιτημάτων και των ισχυρισμών τους, εμπίπτουν στην υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξετάσεως. Μάλιστα, το γεγονός ότι ο καταναλωτής εκπροσωπείται από δικηγόρο δεν επηρεάζει το κατά πόσο θα διεξαχθεί αυτεπάγγελτη εξέταση (βλ παρά. 40 της C-511/17).
Ποια διαδικασία ακολουθείται από το Δικαστήριο για την αυτεπάγγελτη εξέταση;
Το ΔΕΕ στην υπόθεση C-511/17 έδωσε κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο της αυτεπάγγελτης εξέτασης της καταχρηστικότητας. Αυτές είναι οι ακόλουθες:
- Το εθνικό δικαστήριο, αφού βεβαιωθεί κατόπιν αυτεπάγγελτης εξέτασης του, ότι μια ρήτρα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, και ότι αυτή η ρήτρα είναι καταχρηστική
- Το εθνικό δικαστήριο ενημερώνει τους διαδίκους και τους καλεί να συζητήσουν επ’ αυτής κατ’ αντιμωλίαν, σύμφωνα με τους τύπους που προβλέπει συναφώς το εθνικό δικονομικό δίκαιο