Την 5/6/2020 εκδόθηκε η απόφαση στην υπόθεση με αρ. 4420/10, η οποία αφορά αγωγή για δυσφήμιση και επιζήμια ψευδολογία. Ο Ενάγοντας είναι δικηγόρος με ενεργή δράση στο τομέα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ιδιαίτερα στο Διεθνή Σύνδεσμο για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Κύπρο, από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τον επίδικο χρόνο ήταν Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Διοικητικό Συμβούλιο της Οργάνωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θεμελιώδη δικαιώματα «FRA». Η αγωγή εγέρθηκε σε σχέση με κείμενο που συνέταξαν και κυκλοφόρησαν οι Εναγόμενοι, στο οποίο αποδίδεται στον Ενάγοντα κείμενο ή τουλάχιστον υποστήριξη κειμένου που εκτόξευε απειλές προς δημοσιογράφο, λόγω συνέντευξης που είχε λάβει από τον Ταγίπ Ερντογάν. Το κείμενο προχωρούσε και ανάφερε ότι «αυτή η εκπροσώπηση της Κύπρου συνιστά προσβολή για την Κυπριακή κοινωνία και για τα ανθρώπινα δικαιώματα! Είναι όνειδος και πρόκληση να έχεις στο Διοικητικό Συμβούλιο του FRA, Οργάνωση η οποία εντέλλεται δια την παρακολούθηση και προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση άτομα που στο παρελθόν εκπροσώπησαν την Κυπριακή Δημοκρατία στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ενάντια σε θύματα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είναι γνωστοί εθνικιστές και οι οποίοι μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων, διαχειρίζονται blogs στο διαδίκτυο τα οποία βασικά άμεσα ή έμμεσα υποκινούν το μίσος και παροτρύνουν την βία κατά προσώπων με διαφορετική άποψη από την δική τους!». Επίσης κατηγορείτο ο Ενάγοντας ότι υποστηρίζει εθνικιστικές ιδέες και πρακτικές. Τα εν λόγω κείμενα στάλησαν σε άγνωστο αριθμό μη κυβερνητικών οργανισμών και στο FRA και έγινε γνωστό στο ευρύ κοινό μέσω δημοσιευμάτων και εκδηλώσεων που κατήρτισαν και οργάνωσαν οι εναγόμενοι.
Το Δικαστήριο μετά από την αξιολόγηση της μαρτυρίας ανηύρε ότι το μόνο που θα μπορούσε να καταλογιστεί στον Ενάγοντα, από τους Εναγόμενους, ήταν ότι υπό την ιδιότητα του ως δικηγόρος υπερασπίστηκε τον πρώην ενάγοντα 2, διαχειριστή του ιστότοπου όπου είχε γίνει το σχόλιο (από τρίτο και όχι τον πρώην ενάγοντα 2) για το οποίο διαμαρτύρονταν με το επίδικο δημοσίευμα οι Εναγόμενοι. Αξίζει να αναφερθεί ότι όπως αποδέχτηκε το Δικαστήριο ο Ενάγοντας σε δημοσίευμα που κυκλοφόρησε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», την 07.05.2020, κατέκρινε δημόσια το εν λόγω σχόλιο. Όπως χαρακτηριστικά σχολίασε το Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας η εντύπωση που σχημάτισε από την μαρτυρία των Εναγόμενων 1 και 2 ήταν ότι το μεγαλύτερο «ατόπημα» του ενάγοντα ήταν ότι είχε διαφορετικές θέσεις από το δημοσιογράφο Μακάριο Δρουσιώτη και από τους ιδίους σε σχέση με την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.
Αφού ανάλυσε τις νομικές αρχές της υπόθεσης το Δικαστήριο προχώρησε στην υπαγωγή τους στα περιστατικά της υπόθεσης, ως ακολούθως: ο Ενάγοντας παρουσιάστηκε ως άτομο που διαχειρίζεται ιστότοπο που υποσκάπτει τις δημοκρατικές αξίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα και εξαπολύει απειλές εναντίον της ζωής του δημοσιογράφου. Επίσης αναφέρετο στο επίδικο δημοσίευμα ότι ο ενάγοντας παρουσιάζεται ως πρόσωπο που δημόσια υποστηρίζει ‘τις εξτρεμιστικές απόψεις και ενέργειες’ του πρώην ενάγοντα 2, διαχειριστή του ιστότοπου, ο οποίος πάντα σύμφωνα με τους εναγόμενους, υποκινεί σε πράξεις βίας και στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ακόμη και του δικαιώματος στη ζωή. Σε άλλη παράγραφο που ακολουθεί, αποδίδεται στον ενάγοντα ένας πολύ πιο ουσιαστικός ρόλος, ότι εκπροσώπησε την Κυπριακή Δημοκρατία εναντίον θυμάτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ότι από κοινού με τον πρώην ενάγοντα 2 διαχειρίζονται ιστότοπους στο διαδίκτυο που παρακινούν τους αναγνώστες ‘στο μίσος’ και ενθαρρύνουν την άσκηση βίας εναντίον των προσώπων που έχουν διαφορετικές απόψεις από τις δικές τους. Στη βάση των πιο πάνω έκρινε το δημοσίευμα ως να πλήττει την φήμη και υπόληψη του Ενάγοντα, ήτοι ως δυσφημιστικό.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο εξέτασε τις υπερασπίσεις του έντιμου σχολίου και του προνομίου, όπως είχαν εγερθεί από τους Εναγόμενους. Για την μεν πρώτη αποφάσισε ότι αν και το δημοσίευμα αφορούσε ζήτημα δημοσίου συμφέροντος αυτό αναφερόταν σε γεγονότα και όχι σχόλια άρα δεν μπορούσε να καρποφορήσει τέτοια υπεράσπιση. Επιπλέον το Δικαστήριο έκρινε ότι τα γεγονότα όπως που αναφέρονταν στο επίδικο κείμενο, επί των οποίων είχαν γίνει τα όποια σχόλια, ήταν αναληθή και αυτό αποτελούσε ακόμα ένα λόγο απόρριψης της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου. Ακόμα αποφασίστηκε ότι εφόσον παραλείπονταν βασικά γεγονότα το δημοσίευμα θεωρείται ότι δεν είναι έντιμο.
Σε σχέση με την υπεράσπιση του προνομιούχου δημοσιεύματος, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι, έχοντας υπόψη ότι τόσο το FRA όσο και ο εναγόμενος 3 ιδρύθηκαν με σκοπό την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ότι ο ενάγοντας εκπροσωπούσε την Κύπρο στο FRA, το δημοσίευμα που στάλθηκε στο FRA θα μπορούσε να εμπίπτει σε μια από τις κατηγορίες του άρθρου 21 και συγκεκριμένα στις παραγράφους (α), (β) και (γ) και να θεωρείται προνομιούχο, νοουμένου βέβαια ότι έγινε καλή τη πίστει. Προχώρησε όμως και έκρινε ότι στην παρούσα υπόθεση τα γεγονότα, όπως αυτά περιέχονται στο επίδικο δημοσίευμα ήταν αναληθή και σκοπό είχαν να υποσκάψουν τον Ενάγοντα, άρα δεν μπορούσε να πετύχει η εν λόγω υπεράσπιση.
Στην συνέχεια το Δικαστήριο προχώρησε στην επιδίκαση αποζημιώσεων ύψους 10 000 Ευρώ λαμβάνοντας υπόψη την υπόληψη, τη φήμη και τη θέση του ενάγοντα στην κοινωνία το περιεχόμενο και τις συνθήκες που έγινε το επίδικο δημοσίευμα, το πλήγμα που δημιούργησε η δυσφήμιση στην υπόληψη του ενάγοντα, το βαθμό της δημοσίευσης, ενώ το επίδικο δημοσίευμα είχε αποσταλεί σε άγνωστο αριθμό μη κυβερνητικών οργανισμών και στο FRA και έγινε γνωστό στο ευρύ κοινό μέσω δημοσιευμάτων και εκδηλώσεων που κατήρτισαν και οργάνωσαν οι εναγόμενοι. Επιπλέον λήφθηκε υπόψη ότι ο ενάγοντας ζήτησε επανειλημμένα από τους εναγόμενους να προβούν σε απολογία, γεγονός που θα μετρίαζε το ύψος των αποζημιώσεων, αυτοί όμως αρνήθηκαν να το πράξουν.
Με την εν λόγω υπόθεση και την ανάλυση σχετικά με τις υπερασπίσεις του έντιμου σχολίου και του προνομίου, τίθεται για ακόμα μια φορά το ζήτημα του διαχωρισμού του σχολίου από τα γεγονότα. Σχετική ανάλυση αυτής της πτυχής των υπερασπίσεων στην δυσφήμιση έγινε και στην πολύ πρόσφατη απόφαση Εκδοτικού Οίκου Δια ΛΤΔ ν. Γεωργιάδη, Πολιτική Έφεση αρ. 339/2008, 24/3/2020. Προεξάρχον όμως στοιχείο της παρούσας υπόθεσης ήταν ότι τα όσα γεγονότα αναφέρονταν στο επίδικο δημοσίευμα είχαν κριθεί αναληθή και επιλεκτικά. Με αυτό τον τρόπο καμία από τις δύο υπερασπίσεις δεν θα μπορούσε να επιτύχει αφού, στο μεν έντιμο σχόλιο απαιτείται «τα γεγονότα για τα οποία έγινε το σχόλιο να είναι ουσιωδώς αληθή», ενώ για να θεωρηθεί προνομιούχα μια δημοσίευση θα πρέπει να έχει γίνει με καλή πίστη και στη βάση του άρθρου 21 (2) τέτοια καλή πίστη δεν μπορεί να κριθεί ότι υφίσταται εφόσον το Δικαστήριο έκρινε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα σκοπό είχαν να υποσκάψουν τον Ενάγοντα. Άξιο αναφοράς είναι επίσης το γεγονός ότι δόθηκε μεγάλη βαρύτητα κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, στην μη απολογία των Εναγόμενων ενώ το είχε ζητήσει ο Ενάγοντας επανειλημμένως, μέχρι και την παραμονή της δίκης.
Συμπερασματικά, αν ένα δυσφημιστικό δημοσίευμα κριθεί εσκεμμένως αναληθές, αποκλείεται η επιτυχία των υπερασπίσεων του εντίμου σχολίου ή του προνομίου. Μεγάλη, δε, σημασία ως προς τούτο διαδραματίζει η τεκμηρίωση της έλλειψης καλής πίστης από τον Ενάγοντα. Στην παρούσα υπόθεση υπήρξαν σαφής αναφορές που καταδείκνυαν την εσκεμμένη αναλήθεια και την επιλεκτική αναφορά των εναγομένων σε γεγονότα, τόσο από τα τεκμήρια που κατατέθηκαν όσο και από την αξιολόγηση της δια ζώσης μαρτυρίας στο δικαστήριο. Είναι με αυτή καθ’ εαυτήν την απόδειξη της εσκεμμένης αναλήθειας ως προμετωπίδα που το Δικαστήριο κατέληξε σε απόρριψη των δύο υπερασπίσεων και την επιτυχία της αγωγής.