Τα τρία νομοσχέδια για τη μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης δεν θα επιλύσουν από μόνα τους το πρόβλημα με την εκδίκαση καθυστερημένων υποθέσεων και χρειάζονται επιπρόσθετα μέτρα, λέει η Επιτροπή της Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, που εισηγείται μεγαλύτερη χρήση εργαλείων πληροφορικής.
Σε γνωμοδότησή της για τα τρία νομοσχέδια – τον Περί τροποποίησης του Συντάγματος, τον Περί Δικαστηρίων και τον Περί απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμο – την οποία ζήτησε με επιστολή της στις 22 Σεπτεμβρίου 2021, η Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, Στέφη Δράκου, οι εισηγητές της γνωμοδότησης Michael Frendo, Martin Kuijer και Zlatko Knežević, σημειώνουν ότι για την εύρυθμη λειτουργία ενός δικαστικού σώματος σε μια σύγχρονη κοινωνία, είναι απαραίτητο να υιοθετηθεί ευρύτερα η χρήση των εργαλείων πληροφορικής και η Κύπρος να επενδύσει, μεταξύ άλλων, σε βοηθητικό προσωπικό και σε δικαστική κατάρτιση.
Η γνωμοδότηση, που δημοσιοποιήθηκε στις αρχές της εβδομάδας εκδόθηκε στη βάση των σχολίων των εισηγητών και επιτόπιας επίσκεψης στη Λευκωσία και υιοθετήθηκε από την ολομέλεια της Επιτροπής της Βενετίας, στις 10-11 Δεκεμβρίου.
Συγκεκριμένα, η Επιτροπή της Βενετίας συμφωνεί ότι απαιτούνται «επείγουσες και ολιστικές μεταρρυθμίσεις» του δικαστικού συστήματος, ενώ χαιρετίζει το γεγονός ότι καταρτίστηκε λεπτομερές σχέδιο δράσης για τη δικαστική μεταρρύθμιση τα τελευταία χρόνια σε διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους φορείς.
Μεταξύ άλλων, σημειώνει ότι τα νομοσχέδια περιέχουν μέτρα τα οποία επηρεάζουν τόσο το δικαστικό σύστημα, όσο και τη δικαστική πρακτική, κυρίως όσον αφορά την ψηφιοποίηση των δικαστηρίων.
«Η τελευταία κατηγορία μέτρων είναι απαραίτητη για την επιτυχία της δικαστικής μεταρρύθμισης, καθώς οι προαναφερθείσες θεσμικές πρωτοβουλίες δεν θα λύσουν από μόνες τους τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η κυπριακή δικαιοσύνη» σημειώνεται στη γνωμοδότηση.
Για την πρόταση για επανασύσταση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή της Βενετίας δεν βλέπει κανέναν λόγο να αντιταχθεί στην πρόταση, ωστόσο, συστήνει όπως γίνει αναφορά στο νομοθετικό κείμενο ότι ο Πρόεδρος θα καθορίζει, κατά κανόνα, την τελική κατανομή σύμφωνα με την επιθυμία του ενδιαφερόμενου δικαστή.
Όσον αφορά τη σύσταση του Συμβουλευτικού Δικαστικού Συμβουλίου, που θα πρέπει να λειτουργεί ως συμβουλευτικό όργανο του Προέδρου σχετικά με την καταλληλότητα των υποψηφίων για διορισμό δικαστών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η Επιτροπή δεν βλέπει κανένα λόγο να αντιταχθεί στην πρόταση. Ωστόσο, η Επιτροπή συνιστά την αντικατάσταση του Γενικού Εισαγγελέα στη σύνθεση του Συμβουλίου. Μεταξύ άλλων, εισηγείται επίσης να παρέχεται σύσταση από το Συμβούλιο προς τον Πρόεδρο, η οποία θα βοηθά στην αξιοπιστία και αντικειμενικότητα του διορισμού από τον Πρόεδρο, καθώς και να περιέχονται στο νομοσχέδιο προκαθορισμένα, ξεκάθαρα και διαφανή κριτήρια για τον διορισμό.
Όσον αφορά το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, η Επιτροπή της Βενετίας χαιρετίζει σε γενικές γραμμές τη μεταρρυθμιστική ώθηση, ενώ συστήνει αντικατάσταση του Γενικού Εισαγγελέα στη σύνθεση του Συμβουλίου – εκτός εάν συμμετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου – και να εξεταστεί το ενδεχόμενο εκλογής των μελών από ομότιμους τους, αντί της επιλογής στη βάση της αρχαιότητας.
Οι εισηγητές καταλήγουν, λέγοντας πως δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα αυτής της γνωμοδότησης η αξιολόγηση της συνταγματικότητας της προτεινόμενης μεταρρύθμισης.
Πηγή: ΚΥΠΕ