Άκυρο ως αντισυνταγματικό έκρινε με απόφαση του που εκδόθηκε χθες (16.3.2020) το Διοικητικό Δικαστήριο το διορισμό του Εφόρου Φορολογίας Γ. Τσαγγάρη στα πλαίσια εκδίκασης των Συν. Υπ. 541/2016 κ.α. υπό Μαρίας Ποταμίτου κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου.
Ο Γ. Τσαγγάρης είχε αρχικά διοριστεί στη θέση του Εφόρου Φορολογίας με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου τον Φεβρουάριο του 2016 δυνάμει των προνοιών του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου του 2014 (Ν. 70 (Ι)/2014). Τον Απρίλιο του 2016 το Υπουργικού Συμβουλίου αποφάσισε να ανακαλέσει τον αρχικό διορισμό του Γ. Τσαγγάρη και παράλληλα να τον διορίσει εκ νέου αναδρομικά, με ισχύ από την αρχική ημερομηνία διορισμού του. Η ανάκληση προέκυψε ως αποτέλεσμα της τροποποίησης του ως άνω Νόμου ο οποίος προέβλεπε στην αρχική του μορφή ότι ο διορισμός προσώπων στις θέσεις του Εφόρου Φορολογίας και Βοηθού Εφόρου Φορολογίας θα διενεργούνταν από το Υπουργικό Συμβούλιο με τη γραπτή συγκατάθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού.
Η νομοθετική τροποποίηση είχε κριθεί επιβεβλημένη μετά από σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα και εκκρεμουσών σειράς προσφυγών ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, καθότι η εξάρτηση της επιλογής του προσώπου που θα διοριζόταν από τη σύμφωνη γνώμη του νομοθετικού σώματος, ερχόταν σε σύγκρουση με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Το Διοικητικό Δικαστήριο καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι πρόνοιες του – τροποποιηθέντος- Ν. 70 (Ι)/2014 σε ότι αφορά τη διαδικασία επιλογής και διορισμού προσώπου στη θέση του Εφόρου Φορολογίας έρχονταν σε σύγκρουση με τα άρθρα 122-125 του Συντάγματος τα οποία δίδουν αποκλειστική αρμοδιότητα πλήρωσης θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, απέρριψε την θέση που είχε προωθηθεί από την πλευρά της Δημοκρατίας ότι οι εν λόγω πρόνοιες του Συντάγματος έχουν καταστεί ανενεργές δυνάμει του δικαίου της ανάγκης και έχουν υποκατασταθεί στην εφαρμογή τους από τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο (ν. 1/1990) ο οποίος επιτρέπει, μέσω νέων νομοθετικών ρυθμίσεων τον καταμερισμό μέρους των αρμοδιοτήτων της ΕΔΥ σε άλλα διοικητικά όργανα.
Ειδικότερα, το Διοικητικό Δικαστήριο έκανε δεκτή της θέση της Δημοκρατίας ότι οι πρόνοιες του Συντάγματος σε ότι αφορά την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (άρθρα 122-125) δεν μπορούν πλέον στη βάση του δικαίου της ανάγκης να τύχουν εφαρμογής αφού η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας που λειτουργεί σήμερα είναι άλλη από αυτήν που προβλέπεται από το Σύνταγμα. Έκρινε όμως, καταλήγοντας σε εύρημα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 4 (1) του Ν. 70/ 2014 με αναφορά στη σχετική επί του θέματος νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (μεταξύ άλλων Μενελάου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 370) ότι “τούτο δεν καθιστά την λειτουργία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990, εκτός του συνταγματικού πλαισίου” για να τονίσει ότι ” οι πρόνοιες ως εκ τούτου του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) ερμηνευόμενες θα πρέπει να συνάδουν με το Σύνταγμα”:
” […] Για κάθε διορισμό σε θέση στη Δημόσια Υπηρεσία αρμόδια είναι η εκ του συνάδοντα με το Σύνταγμα Νόμου, (Ν. 1/190) η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
Λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω δεσμευτική νομολογία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς επίσης το γεγονός ότι η επίδικη θέση Εφόρου Φορολογίας είναι εντεταγμένη βάσει του επίδικου Νόμου στο Τμήμα Φορολογίας, Τμήμα του Υπουργείου Οικονομικών της Δημόσιας Υπηρεσίας […] η θέση βρίσκεται πρώτη στην ιεραρχία ως η θέση του Προϊσταμένου του Τμήματος, κάτω από την διοικητικά ανώτερη θέση του Υπουργείου που είναι η θέση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, και αυτή η θέση ανήκουσα στην δημόσια υπηρεσία, και έχουσα τα καθήκοντα που αναφέρονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που καταργήθηκε […] καταλήγω πως η θέση ανεξάρτητα από τα αρμόδια όργανα που είναι υπεύθυνα κατά το Νόμο, για την πλήρωση της, ανήκει στη Δημόσια Υπηρεσία.”
Διαβάστε ολόκληρη την απόφαση