Η Στέλλα Σουλιώτη, η πρώτη Κύπρια Υπουργός, αποχώρησε το 1970 από το Υπουργείο Δικαιοσύνης μετά από μια δεκαετία. Πριν από την αποχώρησή της, η Σουλιώτη είχε εισηγηθεί την εισαγωγή του θεσμού του Επιτρόπου Νομοθεσίας κατά τρόπο αντίστοιχο όπως το αγγλικό Law Commission, με σκοπό την κωδικοποίηση της νομοθεσίας. Ο Τορναρίτης δεν συμφώνησε με την εισήγηση. Με επιστολή του προς την Σουλιώτη στις 16.3.1970 υπέδειξε πως μια αντίστοιχη μεταρρύθμιση ήταν αναγκαία στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου δεν υπήρχε κωδικοποίηση, αλλά στην Κύπρο η κατάσταση ήταν διαφορετική εφόσον υπήρχε σε μεγάλο βαθμό κωδικοποίηση. Περαιτέρω για κάθε νέο νομοθέτημα γινόταν συγκριτική μελέτη. Συνεπώς δεν υπήρχε ανάγκη στην Κύπρο για μόνιμη επιτροπή νομοθεσίας όπως στην Αγγλία. Ο Τορναρίτης πρόσθεσε πως αν υπήρχε ανάγκη αναμόρφωσης ορισμένων κλάδων του δικαίου θα μπορούσε να συσταθεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή κατά το πρότυπο της Ελλάδας. Σε συνεδρία του ΠΔΣ μάλιστα, ο Τορναρίτης κάλεσε την επιτροπή νομοθεσίας του ΠΔΣ να αναλάβει τις ευθύνες της και να εργαστεί προς την υποβολή εισηγήσεων για αναθεώρηση της νομοθεσίας.
Τελικά, πάντως ο Μακάριος αποφάσισε να δημιουργήσει τον θεσμό της Επιτρόπου Νομοθεσίας, και η Σουλιώτη διορίστηκε ως πρώτη Επίτροπος. Σε μερική αποδοχή των σχολίων του Τορναρίτη, το γραφείο της ονομάστηκε ως «Υπηρεσία Αναθεώρησης και Ενοποίησης της Νομοθεσίας» και κατέστη αρμόδιο να υποβάλλει και προτάσεις για αναθεώρηση της νομοθεσίας. Η νέα Επίτροπος έδωσε πάντως προτεραιότητα στο δύσκολο έργο της ανεπίσημης μετάφρασης της κυπριακής νομοθεσίας στην ελληνική γλώσσα, έργο που υλοποιήθηκε επιτυχώς αν και συνάντησε αρκετές δυσκολίες ως προς την επιλογή της ορολογίας.
Η Σουλιώτη παρέμεινε Επίτροπος μέχρι τον διορισμό της ως Γενικός Εισαγγελέας το 1984 σε αντικατάσταση του Τορναρίτη. Στο μεταξύ ήδη από το 1982 είχε διοριστεί και ως δεύτερος επίτροπος ο πρώην Δικαστής και Υπουργός Γεώργιος Σταυρινάκης σε μια προσπάθεια αναβάθμισης του θεσμού. Υπήρξε μια πρώτη σοβαρή προσπάθεια για υποβολή εισηγήσεων για αναθεώρηση της νομοθεσίας με την έκδοση για την αναθεώρηση της κυπριακής νομοθεσίας που εκδόθηκε το 1992 και περιλάμβανε μελέτες που αναλήφθηκαν προς τον σκοπό αυτό. Δεν υπήρξε όμως συνέχεια.
Πρόσφατα ο θεσμός της Επιτρόπου Νομοθεσίας συμπλήρωσε 50 χρόνια λειτουργίας. Οι αρμοδιότητες, ως αναφέρονται στην πράξη διορισμού, φαίνονται αρκετά ευρείες. Εντούτοις, θεωρώ ότι δεν έχουν μέχρι στιγμής δοθεί από την πολιτεία τα επαρκή εφόδια σε χρηματοδότηση και προσωπικό για πραγματική άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών. Υπάρχει εξάλλου συχνά σύγχυση αρμοδιοτήτων μεταξύ της Νομικής Υπηρεσίας και του γραφείου της Επιτρόπου Νομοθεσίας. Ο νομοτεχνικός έλεγχος που γίνεται από τη Νομική Υπηρεσία διαφέρει αναλόγως του/της υπεύθυνου/ης λειτουργού, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται συχνές αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, με νομοσχέδια να εκκρεμούν για πολλά χρόνια χωρίς να προωθούνται.
Η πιο σημαντική έλλειψη όμως δεν είναι ο νομοτεχνικός έλεγχος, αλλά η νομοπαρασκευαστική διαδικασία. Επί Τορναρίτη είναι γεγονός ότι ο ίδιος, ειδικά την πρώτη δεκαετία, αναλάμβανε προσωπικά τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία. Αυτό δεν μπορεί βέβαια πλέον να γίνει λόγω της πληθώρας των νομοθετημάτων και της εξειδίκευσης που απαιτείται. Στην Ελλάδα γίνονται νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Στην Αγγλία το Law Commission δημοσιεύει πολυσέλιδες επιστημονικές αναλύσεις για την συνεχή μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης. Σκοπός του θεσμού της Επιτρόπου Νομοθεσίας ήταν ακριβώς να καλύψει την ανάγκη αυτή. Πιστεύω επομένως ότι μια σημαντική αναβάθμιση του θεσμού της Επιτρόπου Νομοθεσίας ώστε να μπορεί να εκπληρώσει τον ρόλο του μέσα από την αξιοποίηση εμπειρογνωμοσύνης και την ετοιμασία ολοκληρωμένων νομοπαρασκευαστικών μελετών είναι αναγκαία με σκοπό την βελτίωση της ποιότητας του νομοθετικού έργου και την ευρύτερη αλλαγή κουλτούρας στη νομοθετική πολιτική.