Με δεδομένο ότι ο περιορισμός της ελευθερίας και των συνταγματικών δικαιωμάτων του ανθρώπου πρέπει να προβλέπεται με εξειδικευμένες νομοθετικές διατάξεις, το νομοσχέδιο που κατατέθηκε πριν λίγες μέρες επιδιώκει να εκσυγχρονίσει το πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να ασκούνται εξουσίες του Υπουργικού Συμβουλίου/Υπουργού Υγείας ώστε να ανταποκρίνονται στην πρακτική που έχει σημειωθεί το τελευταίο ενάμιση έτος. Αυτό είναι θετικό, εφόσον θα καθορίσει ρητά ένα πλαίσιο εντός του οποίου θα μπορεί να δρα η κυβέρνηση, η οποία θα πρέπει πάντοτε να ενεργεί με νομοθετική εξουσιοδότηση. Είναι επίσης θετικό ότι το νομοσχέδιο αναγνωρίζει το αυτονόητο, πως οποιαδήποτε μέτρα υπόκεινται στις συνταγματικές διατάξεις, αλλά και πως η Δημοκρατία φέρει την αποκλειστική ευθύνη για οποιαδήποτε ζημιά προκαλείται από την εφαρμογή του Νόμου και διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει αυτού. Το τελευταίο είναι εξαιρετικής σημασίας, εφόσον συνιστά μια σαφή ανάληψη ευθύνης, και δη αποκλειστικής, από το κράτος, ως προς τις συνέπειες περιορισμών που είναι υποχρεωμένο να επιβάλει λόγω μιας πανδημίας ή άλλης επικίνδυνης μολυσματικής ασθένειας. Οπωσδήποτε οι εξουσίες της κυβέρνησης και με το νομοσχέδιο θα είναι εξαιρετικά ευρείες ως προς τον καθορισμό της μολυσματικής ασθένειας και ως προς τον καθορισμό των επιβαλλόμενων μέτρων, και η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας που καθορίζεται στο Σύνταγμα είναι αναγκαίο.
Κατά την γνώμη μου απουσιάζει από το νομοσχέδιο μια ρητή διάταξη που να προβλέπει την υποχρέωση της κυβέρνησης για συνεχή διενέργεια έρευνας αντικτύπου των μέτρων που λαμβάνει και για παροχή επαρκούς διαφάνειας ως προς τα στοιχεία που δικαιολογούν τα μέτρα. Περαιτέρω, θα ήταν αναγκαία η υποχρέωση δημοσιοποίησης της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων μαζί με την έρευνα αντικτύπου ή των στοιχείων που δικαιολογούν τη λήψη των μέτρων, καθώς και η ύπαρξη ειδικής αιτιολόγησης από την κυβέρνηση σε περίπτωση που τα λαμβανόμενα μέτρα γίνονται κατ’ απόκλιση της σύστασης. Τα στοιχεία αυτά απουσιάζουν από το νομοσχέδιο και θα ήταν αναγκαίο να προστεθούν ή και να προστεθούν άλλες διασφαλίσεις που ήδη συναντώνται σε άλλες έννομες τάξεις, ώστε να διασφαλίζεται η αναλογικότητα, η διαφάνεια, και η εμπιστοσύνη του κοινού.