Δεδομένο είναι ότι ο Πρόεδρος της Τουρκίας επιβεβαιώνει το ότι παραμένει είναι αδίστακτος, τόσο στις δηλώσεις του, όσο και στις πράξεις του. Η συνεχιζόμενη και συνεχόμενη προσπάθεια του κ. Ερντογάν να αναβαθμίσει τον ρόλο της Τουρκίας στα τεκταινόμενα στην ευρύτερη περιοχή μας δεν αποτελεί (μόνο) εσωτερικό χαρτί αλλά και επίδειξη του ευρύτερου του οράματος για την «Γαλάζια Πατρίδα.» Οι δηλώσεις του δεν αντανακλούν μόνο την αρνητική του στάση απέναντι στην Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά και απέναντι στις φίλια διακείμενες χώρες με την Ελλάδα και την Κύπρο, απειλώντας, για παράδειγμα, την Γαλλία και όλα εκείνα τα κράτη που συστρατεύονται στην προώθηση του διεθνούς δικαίου, του δικαίου της θάλασσας και των καλώς νοούμενων συμφερόντων των κρατών που βρίσκονται στην περιοχή, με ένα πολύ αδίστακτο τρόπο.
Η Ελλάδα διαμηνύει εδώ και αρκετό καιρό ότι είναι έτοιμη να μπει σε διάλογο, ακόμη και με την μεσολάβηση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Μισέλ και του Ύπατου Εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας κ. Μπορέλ, νοουμένου ότι η Τουρκία θα σταματήσει τις προκλήσεις της. Το ίδιο διαμηνύει και η Κυπριακή Δημοκρατία, ειδικά όσον αφορά το ζήτημα του ανοίγματος της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου, ενδεχόμενο το οποίο εάν επισυμβεί όπως το οραματίζεται η Τουρκία κατά παράβαση των σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, θα αποτελούσε και το τέλος της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Την ίδια στιγμή, όμως, η Τουρκία συνεχίζει τις παράνομες της δραστηριότητες στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας και ανανεώνει τις οδηγίες προς ναυτιλομένους για το Ορούτς Ρέις, το οποίο όμως – και αυτό πρέπει να γίνει πλήρως αντιληπτό προς πάσαν κατεύθυνση – πλέον κινείται πιο βόρεια από το αρχικό (παράνομο) πλαίσιο ερευνών του, πλησιάζοντας το Καστελόριζο και την Ρόδο με κάθε ανανέωση της NAVTEX που παράτυπα εκδίδει η Τουρκία για παράνομους σκοπούς. Το τελευταίο γεγονός είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό σε πολλά επίπεδα, ακόμη και για ένα ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου, το οποίο θα διαταράξει πλήρως τις σχέσεις της Τουρκίας τόσο με την Ελλάδα όσο και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων από το Συμβούλιο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα λάβει χώρα την 24η-25η Σεπτεμβρίου 2020 παραμένει ρεαλιστικό, αλλά το ζήτημα το οποίο προκύπτει είναι το είδος των κυρώσεων ή / και μέτρων που θα ληφθούν εναντίον της Τουρκίας στη βάση της μέχρι στιγμής συμπεριφοράς της στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό που απαιτείται είναι η επιβολή κυρώσεων που να έχει πραγματικό κόστος στην Τουρκία – οικονομικό, νομικό, εμπορικό, διπλωματικό και άλλως πως – ούτως ώστε αυτές οι κυρώσεις να έχουν αποτρεπτικό αλλά, και γιατί όχι, τιμωρητικό χαρακτήρα απέναντι στις πειρατικές ενέργειες της Τουρκίας που παραβιάζει ασύστολα αναφαίρετα κυριαρχικά δικαιώματα κρατών μελών της Ένωσης και φυσικά τους βασικότερους κανόνες του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας τους οποίους ερμηνεύει κατά το δοκούν και με έναν τρόπο που δεν αντανακλά την πραγματική πεποίθηση δικαίου και κρατική πρακτική που εφαρμόζεται από όλα τα κράτη σε σχέση με τα επίμαχα ζητήματα τα οποία η Τουρκία θεωρεί ότι παραμένουν ανοικτά.
Όπως έχει τονιστεί πολλάκις, η Ευρωπαϊκή μας οικογένεια δεν μπορεί να τηρεί δυο μέτρα και δυο σταθμά σε σχέση με παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και θα πρέπει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων ούτως ώστε να αντιμετωπίσει την τουρκική προκλητικότητα και αδιαλλαξία βούλησης για συζήτηση των θεμάτων στη βάση των κανόνων που διέπουν την λειτουργία του διεθνούς στερεώματος, αποδεικνύοντας ότι η Ένωση είναι μια οντότητα που εδράζει την λειτουργία, την δράση και την αντίδρασή της στις αρχές του κράτους δικαίου, του διεθνούς δικαίου και των κανόνων της καλής γειτονίας.