Lobbying και Κύπρος

Οι εξελίξεις στην κυπριακή πολιτική επικαιρότητα (βλ. υπόθεση Κυπριακού προγράμματος επενδύσεων και πολιτογραφήσεων ξένων επενδυτών) δεν θα μπορούσαν φυσικά να μείνουν ασχολίαστες από την καθ’ ύλην αρμόδια για θέματα διαφθοράς Επιτροπή GRECO του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ). Την Τρίτη 17/11/2020 δημοσιεύθηκε η δεύτερη έκθεση συμμόρφωσης της GRECO – στην οποία αξιολογούνται τα μέτρα που έλαβε η Κύπρος για την εφαρμογή των 16 συστάσεων της ομάδας κρατών κατά της διαφθοράς. Στην έκθεση επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, η επιτακτική ανάγκη υιοθέτησης μέτρων που να διασφαλίζουν την διαφάνεια κατά την άσκηση κοινοβουλευτικών καθηκόντων. Στο πλαίσιο αυτό, ζητείται να αντιμετωπιστούν με άμεσο τρόπο και θέματα που πηγάζουν από τη συμμετοχή ομάδων άσκησης πίεσης (lobbying) στη νομοθετική διαδικασία προκειμένου να προληφθούν ενδεχόμενες μορφές διαφθοράς.

Τον Δεκέμβριο του 2019 η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, εκπροσωπούμενη από τους υποφαινόμενους, εκπόνησε επιστημονική μελέτη που πραγματεύεται το φλέγον ζήτημα της εισαγωγής κανονιστικού πλαισίου για το lobbying. Η μελέτη εκπονήθηκε κατ’ εντολή της Βουλής των Αντιπροσώπων και προβαίνει στην οριοθέτηση του lobbying μέσα από την συγκριτική μελέτη ορισμένων από των σημαντικότερων ευρωπαϊκών ρυθμιστικών πλαισίων και κατευθυντήριων οδηγιών καθώς και στην σκιαγράφηση της σχέσης του με τους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά και τα όριά του από συναφείς έννοιες, καταλήγει σε συμπεράσματα (που προέκυψαν τόσο από τη δογματική όσο και από την εμπειρική έρευνα σε επίπεδο κρατών, αλλά και με ερωτηματολόγια που υποβλήθηκαν στα μέλη της κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων) και σε πρόταση κανονιστικής ρύθμισης του φαινομένου στην Κυπριακή Δημοκρατία. Συνοπτικά, τα συμπεράσματα της μελέτης η οποία πρόκειται να παρουσιαστεί στο διήμερο Συνέδριο που διοργανώνεται από το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 23 και 24 Νοεμβρίου 2020 με τίτλο «Ο Θεσμός της Βουλής των Αντιπροσώπων (1960-2020)», και της οποίας επίκειται δημοσίευση, είναι συνοπτικά τα ακόλουθα: 

  • το lobbying είναι, καταρχήν, νόμιμο και (πρέπει να) θεωρείται ουσιαστικό μέρος της δημοκρατικής διαδικασίας – και όχι ταυτόσημο με πράξεις διαφθοράς και υποψίες αδιαφάνειας. Ιστορικά αποτελεί μέρος της κανονικότητας της δημοκρατικής διαδικασίας και της λήψης αποφάσεων. Επιπλέον, η αλληλεπίδραση και η επικοινωνία των απόψεων και των ανησυχιών των ενδιαφερομένων μερών θεωρείται ως θετικό και αναγκαίο στοιχείο σε μία ευνομούμενη κοινωνία, ενώ οι δημόσιοι φορείς μπορούν να διευκολύνουν και να ενθαρρύνουν ενεργά αυτές τις επικοινωνίες στο μέγιστο δυνατό βαθμό. 
  • Το lobbying θα πρέπει να είναι ηθικά αποχρωματισμένο, εφόσον ο ορισμός του είναι κατά πολύ ευρύτερος από τις πρακτικές αδιαφάνειας που η Διεθνής Διαφάνεια σε σχετική έρευνά της χαρακτήρισε ως “opaque lobbying” και “legal corruption” και περιλαμβάνει και πρακτικές που είναι καθόλα νόμιμες και συναντώνται και σήμερα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η ρύθμισή του επομένως δεν πρέπει να αποσκοπεί στην παρεμπόδισή του αλλά στη μεγαλύτερη διαφάνεια της διαδικασίας άσκησης δραστηριοτήτων πίεσης. Ο κύριος στόχος στη, με οποιαδήποτε μορφή, ρύθμιση του lobbying, είναι άλλωστε η διαφάνεια, η οποία όχι μόνο αυξάνει την ανταπόκριση των δημοσίων υπαλλήλων στις δημόσιες απαιτήσεις, αλλά συμβάλλει επίσης στην πρόληψη παραπτωμάτων και στην καταπολέμηση της διαφθοράς. 
  • Στόχος μίας νομικής ρύθμισης (για το lobbying) δεν μπορεί παρά να είναι η επίτευξη διαφάνειας των δραστηριοτήτων άσκησης πίεσης. Παράλληλα, η νομική ρύθμιση δεν θα πρέπει, υπό οποιαδήποτε μορφή ή τρόπο, να παραβιάζει το δημοκρατικό δικαίωμα των προσώπων να εκφράζουν τις απόψεις τους και να υποβάλλουν αναφορά στους δημόσιους υπαλλήλους, οργανισμούς και θεσμούς, είτε ατομικά είτε συλλογικά -όπως επίσης και να επιδιώκουν αλλαγή νομοθεσίας, πολιτικής ή πρακτικής στο πλαίσιο νόμιμων πολιτικών δραστηριοτήτων, ατομικά ή συλλογικά. 
  • Αν κανείς προσπαθήσει να συγκεράσει τους δύο παραπάνω αντίρροπους στόχους θα έλεγε ότι για λόγους διαφάνειας, θα πρέπει να γνωστοποιούνται πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες άσκησης πίεσης στο πλαίσιο των διαδικασιών λήψης αποφάσεων στο κοινό (για παράδειγμα συναντήσεις ομάδων πίεσης με μέλη του Κοινοβουλίου), στο πλαίσιο τήρησης των συνταγματικών εγγυήσεων. 
  • Μια επιλογή θα ήταν να δημιουργηθεί ένα γενικό Μητρώο (στα πρότυπα του χαμηλού συστήματος ρύθμισης), στο οποίο θα εγγράφονται: σύμβουλοι συμφερόντων που ενεργούν για λογαριασμό τρίτου, εσωτερικοί εκπρόσωποι ομάδων συμφερόντων που ενεργούν για λογαριασμό του εργοδότη τους, οργανώσεις ή φορείς που εκπροσωπούν επαγγελματικά ή άλλα τομεακά συμφέροντα.
  • Θα υπήρχε πάντως και η επιλογή όπως θεωρηθεί πως η κάλυψη των δραστηριοτήτων που ανάγονται σε lobbyingγίνεται από τις ήδη υφιστάμενες νομοθετικές διατάξεις που αφορούν τον Κανονισμό Λειτουργίας της Βουλής και την επαφή τρίτων με τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων, μέσα από εισαγωγή ενός κώδικα δεοντολογίας για παρόμοιες πρακτικές, αύξηση της διαφάνειας και συμπλήρωση του ρυθμιστικού πλαισίου με τα γενικά νομοθετήματα που αφορούν σε διαφθορά και διαφάνεια στον δημόσιο τομέα. Μια παρόμοια λύση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συμμορφώνεται με την απαίτηση των νομοθετικών εργαλείων του Συμβουλίου της Ευρώπης -αφ’ ης στιγμής εξασφαλίζεται η επιζητούμενη διαφάνεια, εφόσον το ζητούμενο είναι όπως το κράτος μέλος αποδείξει: «ότι οι εναλλακτικοί μηχανισμοί εγγυώνται την πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες άσκησης πίεσης και εξασφαλίζουν ισοδύναμα επίπεδα προσβασιμότητας και διαφάνειας, μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται η απαίτηση για δημόσιο μητρώο».
  • Θα πρέπει, τέλος, να αποκλειστεί η τυποποίηση sui generis (ιδιώνυμων) εγκλημάτων σχετικών με το lobbying. Και αυτό διότι κάθε συμπεριφορά lobbying που αξίζει να ποινικοποιηθεί πληροί ήδη τη νομοτυπική μορφή κάποιας ήδη υφιστάμενης αξιόποινης συμπεριφοράς -θίγοντας παράλληλα κάποιο έννομο αγαθό (βλ. πράξεις διαφθοράς ή απάτη) είτε σε επίπεδο βλάβης είτε σε επίπεδο διακινδύνευσης (αλλά πάντως σε πολύ πιο συγκεκριμένο επίπεδο απ’ ό,τι αν λέγαμε πως κάποια γραφειοκρατική παράβαση που συνδέεται με το lobbying θέτοντας εξαιρετικά αβέβαια και αόριστα σε κίνδυνο τη διαφάνεια στη δημόσια ζωή).
  • Τέλος, εξίσου ή και περισσότερο σημαντικός συγκριτικά με μία εσπευσμένη τυποποίηση θα ήταν έναν ανοικτός ουσιαστικός διάλογος για τις εκστρατείες οργανωμένων συμφερόντων που επηρεάζουν την πολιτική, την ανάδειξή τους και την εξέταση της λειτουργίας τους από τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων (πολιτικούς και αξιωματούχους) τα μέσα ενημέρωσης αλλά και τους ίδιους τους πολίτες. 

Σε κάθε περίπτωση, ως και το ΣτΕ επισημαίνει η οποιαδήποτε κανονιστική ρύθμιση των δραστηριοτήτων lobbying θα ήταν σκόπιμο όπως επικεντρωνόταν κατ’ αρχάς σε δραστηριότητες που αφορούν τους κατ’ επάγγελμα ανεξάρτητους συμβούλους λομπίστες που δραστηριοποιούνται για λογαριασμό τρίτων πελατών, των εσωτερικών λομπιστών που ενεργούν για τον εργοδότη τους και των οργανώσεων που εκπροσωπούν επαγγελματικά ή άλλα τομεακά συμφέροντα και όπως περιλαμβάνει τις ακόλουθες θεμελιώδεις αρχές: 

  • Να επιδιώκουν τη διαφάνεια στη δραστηριοποίηση των λομπιστών κατά τρόπο αναλογικό προς το επιδιωκόμενο συμφέρον και χωρίς να παραβιάζουν τις συνταγματικές ελευθερίες ή να οδηγούν σε αθέμιτο περιορισμό των συνταγματικών ελευθεριών.
  • Να διασφαλίζουν την ύπαρξη θεμελιωδών δεοντολογιών υποχρεώσεων των λομπιστών να ενεργούν καλόπιστα και έντιμα, να αποφεύγουν τη σύγκρουση συμφερόντων, να παρέχουν ακριβείς και ορθές πληροφορίες στους βουλευτές ή στους κρατικούς αξιωματούχους και να αποφεύγουν την άσκηση αθέμιτης ή παράνομης επιρροής (η οποία έτσι κι αλλιώς θα συνιστούσε και διακριτά ποινικό αδίκημα). 
  • Να περιλαμβάνουν εσωτερικούς κανόνες δεοντολογίες των δημόσιων αξιωματούχων για την λήψη δώρων ή φιλοξενίας, τον τρόπο επικοινωνίας με λομπίστες, την αποκάλυψη σύγκρουσης συμφερόντων, την τήρηση εμπιστευτικότητας των δεδομένων που αποκαλύπτονται και την αναφορά παραβάσεων των κανονισμών δεοντολογίας των λομπίστων. 
  • Συγκεκριμένη αρχή δύναται να αναλάβει την άσκηση γενικού ελέγχου επί των δραστηριοτήτων των λομπιστών, νοουμένου ότι αυτή θα μπορούσε να είναι και το αρμόδιο επαγγελματικό σώμα (π.χ. στην περίπτωση δικηγόρων, λογιστών κ.ο.κ.). 
Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , , ,