Το άρθρο 107(1) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «ΣΛΕΕ») θεσπίζει τη βασική αρχή απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των Κρατών Μελών. Η εν λόγω αρχή αποτελεί θεμελιώδη συνιστώσα της πολιτικής του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνιστά απαραίτητο εργαλείο για τη διασφάλιση ανόθευτου ανταγωνισμού στην ενιαία εσωτερική αγορά, ειδικότερα μέσω του περιορισμού της ευχέρειας των Κρατών Μελών να χορηγούν κρατικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις.
Ωστόσο, η ίδια η ΣΛΕΕ καθορίζει περιπτώσεις όπου ορισμένες κρατικές ενισχύσεις εξαιρούνται από την πιο πάνω γενική απαγορευτική αρχή ή/και δύνανται να κριθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά κατόπιν σχετικής αξιολόγησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Συναφώς, κρατικές ενισχύσεις οι οποίες συμβάλλουν σε σαφώς καθορισμένους στόχους κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος χωρίς να προκαλούν αδικαιολόγητη και δυσανάλογη στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων και των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών, δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά.
Η αξιολόγηση της συμβατότητας ενός μέτρου κρατικής ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά βασίζεται στο τεστ εξισορρόπησης (balancing test). Μέσω αυτού του τεστ σταθμίζονται κατά τρόπο συστηματικό τόσο οι αρνητικές όσο και οι θετικές επιδράσεις της κρατικής ενίσχυσης στον ανταγωνισμό.
Ειδικότερα, το τεστ εξισορρόπησης βασίζεται στα ακόλουθα τρία στάδια:
Σε πρώτο στάδιο εξετάζεται εάν το μέτρο ενίσχυσης εξυπηρετεί έναν σαφώς καθορισμένο στόχο κοινού ενδιαφέροντος (π.χ. προστασία περιβάλλοντος, ενίσχυση απασχόλησης, κοινωνική συνοχή, έρευνα και ανάπτυξη).
Στο δεύτερο στάδιο εξετάζεται εάν το μέτρο ενίσχυσης λαμβάνει την κατάλληλη μορφή προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο στόχος κοινού συμφέροντος. Επίσης, εξετάζεται εάν το μέτρο ενίσχυσης έχει χαρακτήρα κινήτρου, δηλαδή συμβάλλει στην αλλαγή της συμπεριφοράς της αποδέκτριας επιχείρησης σε σχέση με αυτήν που θα είχε χωρίς το μέτρο ενίσχυσης. Τέλος, εξετάζεται κατά πόσον το μέτρο είναι αναλογικό και συγκεκριμένα, εάν ο ίδιος επιδιωκόμενος στόχος μπορούσε να επιτευχθεί με χαμηλότερο ύψος ενίσχυσης.
Στο τρίτο στάδιο εξετάζεται εάν οι στρεβλώσεις που προκαλούνται στον ανταγωνισμό μέσω της κρατικής ενίσχυσης είναι περιορισμένες σε έκταση και εάν αντισταθμίζονται από θετικές επιδράσεις, ώστε το τελικό ισοζύγιο να είναι θετικό.
Εφαρμόζοντας τα πιο πάνω στάδια στην περίπτωση κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται από τα Κράτη Μέλη σε επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση του αρνητικού αντίκτυπου που έχει προκληθεί στην οικονομική δραστηριότητα ως αποτέλεσμα της πανδημίας COVID-19, χρήζουν διευκρίνισης τα ακόλουθα:
Πρώτον, είναι ξεκάθαρο ότι η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιδράσεων που έχουν προκληθεί σε ορισμένες επιχειρήσεις λόγω της επέκτασης της πανδημίας COVID-19 (π.χ. ραγδαία μείωση στην παραγωγή και τα έσοδα) καθίσταται αναγκαία.
Δεύτερον, η εξέταση της αναλογικότητας του μέτρου ενίσχυσης αποκτά ιδιαίτερη σημασία προκειμένου να αποφευχθούν ζητήματα εκχώρησης αθέμιτων οικονομικών πλεονεκτημάτων στις αποδέκτριες επιχειρήσεις μέσω υπεραντισταθμίσεων, δηλαδή χορήγησης μεγαλύτερων ενισχύσεων από αυτές που δικαιολογούνται από τη ζημιά που έχει προκληθεί στις επιχειρήσεις ως αποτέλεσμα της πανδημίας COVID-19.
Τρίτον, η παροχή στήριξης σε επιχειρήσεις που χωρίς την επέλευση της πανδημίας θα κρίνονταν μη βιώσιμες, δεν θα επέφερε κάποιο όφελος, και ενδεχομένως να στερούσε από άλλες υγιείς επιχειρήσεις τη χρηματική στήριξη που δικαίως χρειάζονται, ώστε να αντιμετωπίσουν τις ζημίες που έχουν υποστεί.
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η ποσοτικοποίηση της ζημίας που έχει προκληθεί στις επιχειρήσεις ως αποτέλεσμα της πανδημίας COVID-19 είναι καίριας σημασίας για την αποφυγή περιπτώσεων υπεραντιστάθμισης και για την διασφάλιση της μη πρόκλησης δυσανάλογων στρεβλώσεων στον ανταγωνισμό και στο ενδοενωσιακό εμπόριο.
Προκειμένου να αποφευχθούν τα πιο πάνω προβλήματα, θα πρέπει η εκτίμηση της ζημίας να βασίζεται στη μέθοδο του αντιπαραδείγματος (counterfactual analysis). Μέσω της μεθόδου αυτής, γίνεται αντιπαραβολή της τρέχουσας κατάστασης που αντιμετωπίζει η αποδέκτρια επιχείρηση, με την κατάσταση που υποθετικά θα αντιμετώπιζε χωρίς την επέλευση της πανδημίας COVID-19. Στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντικό να εξετάζεται και να διαπιστώνεται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πανδημίας COVID-19 και της ζημίας που έχει πράγματι προκαλέσει στην αποδέκτρια επιχείρηση. Απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι η πλήρης περιγραφή της ζημίας που επιδιώκει να καλύψει η ενίσχυση (π.χ. επιπρόσθετα κόστη αποδέκτριας επιχείρησης ή απώλεια εσόδων λόγω πανδημίας COVID-19), καθώς και η περιγραφή της μεθόδου που έχει χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό της.
Μέσω της συνεπούς εφαρμογής του τεστ εξισορρόπησης και της εκτίμησης της ζημίας βάσει της ανάλυσης του κατάλληλου αντιπαραδείγματος μπορεί να γίνει ορθή εκτίμηση του δικαιολογημένου ύψους της κρατικής ενίσχυσης και να αποφευχθούν ζητήματα υπεραντιστάθμισης.
Καταληκτικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ρόλος των οικονομολόγων τόσο όσο αφορά την εφαρμογή του τεστ εξισορρόπησης, όσο και σε σχέση με την εκτίμηση του αντιπαραδείγματος είναι ιδιαίτερα σημαντικός και συμβάλλει στον περιορισμό του ρίσκου που σχετίζεται με την χορήγηση ασύμβατων κρατικών ενισχύσεων. Περαιτέρω, μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου για τις αποδέκτριες επιχειρήσεις, διασφαλίζοντας ότι δεν εκχωρούνται σε αυτές αθέμιτα οικονομικά πλεονεκτήματα και ως εκ τούτου ασύμβατες κρατικές ενισχύσεις.