Α. Μέσα στις πολλές ανακοινώσεις που διαβάζει κανείς κάθε μέρα, δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη η νέα ανακοίνωση του κλαδικού συμβουλίου των υπαλλήλων του Τμήματος Αρχαιοτήτων της ΠΑΣΥΔΥ αναφορικά με το νομοσχέδιο για ίδρυση Υφυπουργείου Πολιτισμού και τη μεταφορά του Τμήματος Αρχαιοτήτων σε αυτό. Το θέμα είναι βέβαια πολυσυζητημένο εδώ και αρκετές δεκαετίες, αλλά επανήλθε έντονα στην επικαιρότητα πρόσφατα.
Β. Εκείνο που προξενεί κατάπληξη είναι πως τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι συνδικαλιστές αρχαιολόγοι στην ανακοίνωσή τους είναι συνταγματικής φύσης και μάλιστα αφορούν και τις διαπραγματεύσεις για λύση του κυπριακού. Διακηρύττουν οι αρχαιολόγοι ότι «οι τροχοδρομημένοι σχεδιασμοί θέτουν σε κίνδυνο τη βασική αρχή του Συντάγματος, ότι οι αρχαιότητες ανήκουν στο Κράτος και δεν διαμοιράζονται στις δύο κοινότητες». Αναφέρονται μάλιστα και σε συζήτηση για αποκέντρωση των αρμοδιοτήτων του κράτους σε διάφορα ζητήματα, περιλαμβανομένων και των αρχαιοτήτων και διακηρύττουν πως «το να προχωρεί η ελληνοκυπριακή πλευρά από μόνη της, να μεταφέρει την ευθύνη για τις αρχαιότητες σε ένα κοινοτικό Υφυπουργείο (το μοναδικό από τα υφυπουργεία που εκ του σχεδιασμού του αυτοπεριορίζεται σε θέματα της μιας μόνο κοινότητας) αποτελεί βήμα προς τον διαμοιρασμό των αρχαιοτήτων της χώρας σε βόρειες και νότιες» και ότι: «η διολίσθηση των αρχαιοτήτων σε συνταγματικά γκρίζες ζώνες, είναι συνταγή συρρίκνωσης των αρμοδιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας επί της αρχαιολογικής της κληρονομιάς. Έχοντας την πεποίθηση, ότι αυτοί που έχουν θέσει ως κρυφή ατζέντα τα δύο κράτη είναι μια μικρή μειοψηφία, είμαστε βέβαιοι ότι θα σχηματιστεί η απαραίτητη πλειοψηφία στη Βουλή, που θα προστατέψει τα συμφέροντα της Κυπριακής Δημοκρατίας επί των αρχαιοτήτων της».
Γ. Τα πιο πάνω επιχειρήματα είναι εντελώς ανεδαφικά. Δεν θα ασχοληθώ στο παρόν σημείωμα με ζητήματα που σχετίζονται γενικά με τη λειτουργία υφυπουργείων στην κυπριακή έννομη τάξη, που δεν είναι αντικείμενο του παρόντος. Θα πρέπει όμως να τονιστεί ότι η διοικητική υπαγωγή τμήματος σε συγκεκριμένο υπουργείο δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την ιδιοκτησία επί των αρχαιοτήτων. Οι αρχαιότητες ανήκουν στο κράτος ανεξαρτήτως που υπάγεται διοικητικά το τμήμα αρχαιοτήτων.
Δ. Δεν υπάρχουν «κοινοτικά» Υπουργεία ή Υφυπουργεία. Δυνάμει του περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσεως και περί Υπουργείου Παιδείας Νόμου 12/1965, και δυνάμει του δικαίου της ανάγκης, οι εξουσίες της κοινοτικής συνέλευσης μεταφέρθηκαν στην κεντρική κυβέρνηση. Ο νόμος κρίθηκε συνταγματικός δυνάμει του δικαίου της ανάγκης. Ο ν. 12/65 δεν μεταβίβασε τις αρμοδιότητες της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης μόνο στο Υπουργείο Παιδείας. Η νομοθετική αρμοδιότητα μεταβιβάστηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων, οι διοικητικές αρμοδιότητες για εκπαιδευτικά, μορφωτικά και διδακτικά θέματα μεταβιβάστηκαν στο Υπουργείο Παιδείας, οι υπόλοιπες εκτελεστικής φύσης μεταβιβάστηκαν στο Υπουργικό Συμβούλιο, οι δικαστικές εξουσίες μεταβιβάστηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο και στα δικαστήρια που υπάγονται σε αυτό. Όλα τα πιο πάνω όργανα ασκούν αρμοδιότητες κεντρικής κυβέρνησης. Δεν είναι «κοινοτικό» όργανο η Βουλή όταν νομοθετεί για θέματα παιδείας ή πολιτισμού, ούτε είναι «κοινοτικό» όργανο το Ανώτατο Δικαστήριο όταν εκδικάζει υποθέσεις σε αυτά τα πεδία, ούτε είναι «κοινοτικό» όργανο το Υπουργικό Συμβούλιο όταν λαμβάνει αποφάσεις, ούτε είναι «κοινοτικό» όργανο το Υπουργείο Παιδείας.
Ε. Το Υπουργικό Συμβούλιο ασκεί τις αρμοδιότητές του σύμφωνα με το άρθρο 54 του Συντάγματος ως σώμα. Ο Υπουργός Παιδείας δεν εκπροσωπεί την Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση αλλά το κράτος ως σύνολο. Ο Υπουργός Παιδείας δεν εκλέγεται άλλωστε από την ήδη Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση, η οποία έχει εξάλλου αυτοδιαλυθεί, αλλά αντίθετα διορίζεται και παύεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως ακριβώς και οι υπόλοιποι δέκα υπουργοί της κυβέρνησης.
Στ. Αν υπάρξει λύση του κυπριακού ομοσπονδιακής φύσης, τότε το νέο ομοσπονδιακό σύνταγμα θα προβλέπει με ποιον τρόπο θα ασκούνται οι δικαιοδοσίες. Δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τα ερωτήματα αυτά σε ποιο υπουργείο θα υπάγεται διοικητικά το τμήμα αρχαιοτήτων. Υπάρχει εξάλλου θεμελιώδης έλλειψη κατανόησης του περιεχομένου της πρότασης της ελληνοκυπριακής πλευράς για «αποκέντρωση» αρμοδιοτήτων (ανεξαρτήτως αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος με αυτή), εφόσον η λογική της αποκέντρωσης είναι ακριβώς πως η εξουσία παραμένει στην κεντρική κυβέρνηση και εκχωρείται στις ομόσπονδες πολιτείες μέσω αποκέντρωσης, χωρίς επομένως να εκφεύγει από την κεντρική εξουσία.
Ζ. Δεν υπάρχουν επομένως εδώ συνταγματικές γκρίζες ζώνες και είναι πραγματικά κρίμα εκλεκτοί επιστήμονες στο πεδίο της αρχαιολογίας να προβάλλουν με τόσο πάθος και ένταση αντιλήψεις που το μόνο που δεικνύουν είναι έλλειψη βασικής κατανόησης του γνωστικού πεδίου το οποίο επικαλούνται που εν προκειμένω δεν είναι η αρχαιολογία. Η συνταγματική λειτουργία του κράτους, η διολίσθηση του κυπριακού ζητήματος και άλλα παρόμοια ζητήματα δεν σχετίζονται καθόλου με το διοικητικής φύσης ερώτημα που θα υπαχθεί το τμήμα αρχαιολογίας.