Με αφορμή την απόφαση που έχει εκδοθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπόθεσης ΧΑΤΖΗΠΡΟΔΡΟΜΟΥ κ.α ν. ΜΟΥΝΤΗ κ.α, Αναθεωρητικές Εφέσεις 81/20, 86/20 & 92/20, ιδιαίτερου σχολιασμού χρήζει η η εφαρμογή του δόγματος «Lex Barbarius Philippus» το οποίο έχει τις ρίζες του στο Ρωμαϊκό Δίκαιο.
Το συγκεκριμένο δόγμα διαμορφώθηκε κατά την εποχή των Πραιτόρων (Ρωμαίοι Αξιωματούχοι που ήτο αρμόδιοι για την απονομή της δικαιοσύνης) και ειδικότερα όταν είχε αμφισβητηθεί το κύρος των αποφάσεων του Πραίτορα Βαρβάριου Φιλίππου ο οποίος αν και προηγουμένως ήταν δούλος στην συνέχεια διορίστηκε στο αξίωμα του Πραίτορα. Όταν αργότερα αποκαλύφθηκε πως αυτός ήτο δούλος, τότε τέθηκαν εν αμφιβόλω οι εκδιδόμενες από μέρους του αποφάσεις και τέθηκε δε το ερώτημα εάν τα όσα προηγουμένως αποφάσισε, έκρινε και διέταξε ήσαν άκυρα. To τότε εκδικάζων όργανο της εποχής (Domitius Ulpianus – Ουλπιανός) απεφάσισε πως τα όσα κρίθηκαν, διατάχθηκαν και αποφασίστηκαν από τον Πραίτορα Βαρβάριο Φίλιππο ήταν έγκυρα και ως εκ τούτου αναγνωρίστηκε κατ’ επέκταση το κύρος των αποφάσεων και των πράξεων που είχαν εκδοθεί από μέρους του.
Το εν λόγω δόγμα, που απορρέει όπως αναφέραμε και πιο πάνω από το Ρωμαϊκό Δίκαιο, αναγνωρίζεται όχι μόνο από την νομολογία μας αλλά αναγνωρίζεται και εφαρμόζεται επίσης από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 819, 820/1949) καθώς και από το Conseil D’ Etat. Η αναγνώριση και η εφαρμογή του δόγματος «Lex Barbarius Philippus» αποσκοπεί στην διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου η οποία αποβλέπει στην δημιουργία και διατήρηση σταθερών διοικητικών καταστάσεων ενώ παράλληλα το δόγμα αυτό διασφαλίζει και την σταθερότητα που πρέπει να διέπει και να χαρακτηρίζει τις έννομες σχέσεις Διοικητικού Δικαίου. Επιπρόσθετα, ως έχει λεχθεί και στο σύγγραμμα ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΑΝΑΣΤ.Ι.ΤΑΧΟΣ,9η έκδοση, το δόγμα αυτό «υφίσταται σαν εχέγγυο της αρχής της νομιμότητας ώστε μια ακυρωτική απόφαση να μην επηρεάζει πράξεις οι οποίες έγιναν νόμιμα κατά τον ουσιώδη χρόνο.»
Επομένως, σε περιπτώσεις αποφάσεων συλλογικών οργάνων στα οποία μετείχε μέλος που στην συνέχεια χάνει την ιδιότητα του (λόγω ακύρωσης του διορισμού του ή λόγω ακύρωσης της προαγωγής του) δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης του κύρους των ληφθέντων αποφάσεων αφού βάσει του δόγματος αυτού θα παραβιαζόταν η αρχή της ασφάλειας δικαίου. Αυτό απορρέει όχι μόνο από την απόφαση ΧΑΤΖΗΠΡΟΔΡΟΜΟΥ κ.α ν. ΜΟΥΝΤΗ κ.α, Αναθεωρητικές Εφέσεις 81/20, 86/20 & 92/20 αλλά απορρέει και από τα όσα έχουν λεχθεί και στην υπόθεση ΓΡΟΥΤΙΔΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αναθεωρητική Έφεση 220/12 όπου ο Εφεσείων προέβαλε το επιχείρημα πως η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε καθότι σε αυτήν μετείχε Διευθυντής του οποίουεν συνεχεία ο διορισμός ακυρώθηκε, στηρίζοντας δε το επιχείρημα του στην πάγια αρχή που αναφέρει ότι η ακύρωση μιας πράξης επιφέρει ακύρωση και όλων των άλλων πράξεων ή αποφάσεων που βασίστηκαν σε αυτή. Το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετώντας το δόγμα «Lex Barbarius Philippus» απέρριψε το εν λόγω επιχείρημα του Εφεσείοντα και επισήμανε πως η πάγια αρχή που επικαλείται δεν έχει απόλυτη εφαρμογή αφού δεν ισχύει σε περιπτώσεις όπου διακυβεύεται «η ασφάλεια των δημιουργηθεισών νομικών καταστάσεων».
Παρομοίως, δεν φαίνεται να επηρεάζονται ούτε και οι αποφάσεις που έχουν παρθεί από διοικητικό όργανο του οποίου ο διορισμός ή προαγωγή του μετέπειτα ακυρώνεται και προς τούτο σχετική είναι η υπόθεση ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ, Αναθεωρητική Έφεση 37/14. Στην υπόθεση αυτή ο Εφεσείων προέβαλε την θέση πως η πειθαρχική ποινή που του είχε επιβληθεί από τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Κτηματολογίου του οποίου η προαγωγή στην συνέχεια ακυρώθηκε, ήτο άκυρη και χωρίς έρεισμα. Το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετώντας το υπό αναφορά δόγμα προχώρησε ένα βήμα παραπέρα και διαχώρισε την έννοια του οργάνου από την έννοια του προσωπικού φορέα του οργάνου και επισήμανε πως «η εγκυρότητα της πράξης δεν δύναται να πληγεί από την ακύρωση προαγωγής του προσωπικού φορέα του οργάνου».
Ως εκ των πιο πάνω, παρατηρούμε ότι το δόγμα«Lex Barbarius Philippus» δεν είναι ένα δόγμα απλού ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος αλλά αντιθέτως αποτελεί δόγμα το οποίο τυγχάνει και αναγνώρισης και εφαρμογής, κάτι που επιμαρτυρείται από τις ανωτέρω αναφερθείσες αποφάσεις.