ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης της χώρας μας μονοπωλείται κατά καιρούς από τον απόηχο πολύκροτων υποθέσεων, οι οποίες, πέρα από τα καθ’ εαυτά εγκληματικά συμβάντα, αναδεικνύουν ενδιαφέρουσες προβληματικές που απασχολούν νομικούς και μη. Αληθώς, το κοινό στοιχείο πολλών δικαστικών αγώνων, ασχέτων κατά τα λοιπά μεταξύ τους, που έχουν απασχολήσει τα ελληνικά Δικαστήρια, έγκειται στην αντιπαράθεση γύρω από τον πλέον αμφιλεγόμενο θεσμό της ποινικής δίκης: Το θεσμό των ενόρκων, ήτοι- όπως ισχύει στην Ελλάδα- την συμμετοχή λαϊκών δικαστών στις συνθέσεις των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων και των Μικτών Ορκωτών Εφετείων. Ενώ μέρος των νομικών, αλλά και της λοιπής κοινωνίας στρέφεται κατά του θεσμού αυτού υποστηρίζοντας ότι υπονομεύει την ορθή απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και συνεπώς οι σχετικές με αυτόν διατάξεις (άρθρα 97 Σ, 377 επ. ΚΠΔ) δεν έχουν θέση στο Σύνταγμα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, από άλλους (νομικούς και μη) κρίνεται η παρουσία του λαϊκού δικαστή στο δικαστήριο ως επιβεβλημένη για την προάσπιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (δοθέντος μάλιστα του ότι οι ένορκοι απαντώνται σε δίκες κακουργηματικού χαρακτήρα -με αντικείμενο ανθρωποκτονίες με δόλο, βιασμούς κ.λπ. – όπου απειλούνται ισόβια κάθειρξη ή πολυετείς καθείρξεις και άρα το διακύβευμα είναι μεγάλο). Οι δυο αυτές αντίθετες απόψεις συνθέτουν μια πλούσια διαλεκτική, τα επιμέρους επιχειρήματα της οποίας είναι ομολογουμένως πειστικά και επιστημολογικά ορθά, εξίσου όμως υποκείμενα σε ισχυρό αντίλογο.
ΑΝΤΙΘΕΤΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ
Στην Χώρα μας η συμμετοχή των λαϊκών Δικαστών στα ποινικά Δικαστήρια προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 97 του Συντάγματος και από τις διατάξεις των άρθρων 7 και 377 επ. του Κ.Π.Δ.
Ιστορικά, η γέννηση του ορκωτού συστήματος χωροχρονικά εντοπίζεται στην Αγγλία του 12ου αιώνα (υπό αμιγή μορφή). Από εκεί εισήχθη στη Γαλλία κατά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και εν συνεχεία μεταλαμπαδεύτηκε τροποποιούμενος σε όλη την Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Ο θεσμός των ενόρκων υπήρξε απόρροια της δυσπιστίας των πολιτών προς τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης από τους επαγγελματίες δικαστές, οι οποίοι προέρχονταν από τις τάξεις των ευγενών, ήταν υπηρέτες του στέμματος και ως εκ τούτου δίκαζαν σύμφωνα με τις προσταγές του μονάρχη ή, στην καλύτερη περίπτωση, με βάση την αληθινή ή την υποτιθέμενη σοφία τους, χωρίς εγγυήσεις. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, o θεσμός αυτός ενεφανίσθη ως μια σημαντικότατη κατάκτηση των οραματιστών των αρχών του φιλελευθερισμού και της λαϊκής κυριαρχίας σε σκοτεινές περιόδους. Ο μέχρι σήμερα διαδραμών χρόνος έχει δικαιώσει μεν εν μέρει αυτούς που αγωνίστηκαν για την καθίδρυσή του, επιπλέον έχει προσφέρει πλήθος νέων επιχειρημάτων υπέρ αυτού, ωστόσο, υπό τις σημερινές συνθήκες διεξαγωγής των δικών, κρίνεται ως αμφίβολη η αποτελεσματικότητά του .
Ως προς τα επιχειρήματα υπέρ του θεσμού των ενόρκων -στην Ελλάδα με την μορφή της συμμετοχής λαϊκών δικαστών στη σύνθεση των Μ.Ο.Δ. και των Μ.Ο.Ε.- οι υπέρμαχοι αυτού διατείνονται τα εξής: Οι ένορκοι αντιπροσωπεύοντας και εκφράζοντας το μέσο κοινωνικό άνθρωπο είναι σε θέση να κατανοήσουν τα κίνητρα του εκάστοτε εγκληματία, να συλλάβουν τις μύχιες σκέψεις του και ακολούθως να τον κρίνουν δίκαια. Ο λαϊκός δικαστής, σε αντίθεση με τον επαγγελματία, μπορεί να νοιώσει την αιφνίδια έκρηξη ενός συναισθήματος ή πάθους που συνθέτει την έννοια της σε βρασμό ψυχικής ορμής ανθρωποκτονίας του άρθρου 299§2 Π.Κ. ή να προσεγγίσει απροκατάληπτα τα ζητήματα της πραγματικής πλάνης (άρθρο 30 Π.Κ.), όπως ακριβώς τα βίωσε ο άνθρωπος που κάθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Κατά την άποψη αυτή, η κοινωνική πείρα των ενόρκων καθιστά αυτούς ιδανικούς ανιχνευτές των αποδοκιμαζόμενων από την ολότητα συμπεριφορών. Περαιτέρω, οι ένορκοι, λόγω της διαφορετικής μορφωτικής και επαγγελματικής τους προέλευσης, παρουσιάζουν μια ευρύτερη οπτική σε σχέση με αυτήν των Δικαστών, στους οποίους καταλογίζουν μία μονοσήμαντη αντίληψη της κοινωνικής πραγματικότητας μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της επιστήμης τους. Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, μόνο οι ένορκοι μπορούν να αξιολογήσουν τους παράγοντες που επηρέασαν τον κατηγορούμενο και το περιβάλλον μέσα στο οποίο έδρασε αυτός και να εκτιμήσουν οποιοδήποτε στοιχείο ανεξάρτητα από τη νομική του σημασία. Επιπροσθέτως, η συμμετοχή στην ποινική δίκη για τους ενόρκους είναι ένα γεγονός ανεπανάληπτο στη ζωή τους, καθώς καλούνται να λάβουν μέρος σε μια μυσταγωγία με την οποία δεν είχαν έρθει ποτέ στο παρελθόν σε επαφή. Έτσι, αντιμετωπίζουν με δέος τα τεκταινόμενα στο ακροατήριο, βρίσκονται σε πνευματική εγρήγορση και έχουν συνεχώς τεταμένη την προσοχή τους σε ό,τι λέγεται και ακούγεται σε αυτό, σε αντίθεση με τους δικαστές, οι οποίοι λόγω της συνεχούς ενασχόλησής τους με τέτοιες υποθέσεις, έχουν αναπτύξει έναν αυτοματισμό και μια επικίνδυνη τάση να γενικεύουν, παραγνωρίζοντας έτσι τις ιδιαιτερότητες της κάθε υπόθεσης εμποδίζοντας περαιτέρω την ολόπλευρη εξέτασή της. Επίσης, η αναγωγή στη φύση της ποινής επιτρέπει, κατά την άποψη αυτή, γόνιμες σκέψεις υπέρ του παραδεκτού της συμμετοχής του λαϊκού Δικαστή στην ποινική δίκη. Πράγματι, η ποινή σύμφωνα με τις νεότερες εγκληματολογικές θεωρίες, δεν έχει εκδικητικό χαρακτήρα αλλά παιδαγωγικό. Η ποινή, δηλαδή, συνίσταται σε ένα διάλογο ανάμεσα στην πολιτεία και τον δράστη, ως έκφραση του κοινωνικού πάθους που εξήρθη από τη διασάλευση της ειρηνικής έννομης τάξης συνεπεία του εγκλήματος. Συνδαιτυμόνες όμως στο διάλογο αυτόν από την πλευρά της πολιτείας δεν μπορεί να είναι, κατά την άποψη αυτή, οι ψυχροί δικαστές οι οποίοι, ως εκ του λειτουργήματός τους, βρίσκονται υπεράνω παθών και συνεπώς δεν δύνανται να μετέχουν του κοινωνικού αυτού διαλόγου. Επομένως, οι ένορκοι είναι οι καλύτεροι κριτές του μέτρου της απαξίας της πράξης του κατηγορουμένου. Τέλος, εξαντλώντας τα επιχειρήματα της άποψης αυτής, ειδική μνεία οφείλεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (άρθρο 1 § 2 Συντάγματος) και του συνυφασμένου με αυτήν συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος των πολιτών να μετέχουν της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας (άρθρο 5 § 1 Συντάγματος). Κατά την άποψη αυτή, όπως η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία ασκούνται από εκπροσώπους του λαού, η πλήρης πραγμάτωση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας επιβάλλει η ίδια εκπροσώπηση να απαντάται και στην τρίτη μορφή εξουσίας, τη δικαστική, ειδικά μάλιστα καθώς- κατά την άποψη αυτή- οι επαγγελματίες δικαστές δεν απολαμβάνουν την δημοκρατική νομιμοποίηση την οποία απολαμβάνουν τα στελέχη των έτερων δύο συντεταγμένων λειτουργιών και συγκεκριμένα της Νομοθετικής και της Εκτελεστικής. Η επιβολή στερητικής της ελευθερίας ποινής συνιστά βάναυση προσβολή του πυρήνα των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και έτσι η συμμετοχή και λαϊκών δικαστών στη σύνθεση των ποινικών δικαστηρίων είναι επιβεβλημένη, καθώς η παρουσία και λαϊκών δικαστών στην ποινική δίκη συντελεί στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ιδέα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης , αφού η δικαστική απόφαση συνιστά πλέον το έργο και ανθρώπων μη σχετιζομένων με την κρατική εξουσία.
Στην άλλη όχθη αντιπαρατίθεται ολόκληρη σειρά από αντεπιχειρήματα που φωτίζουν τα μειονεκτήματα του συγκεκριμένου τρόπου απονομής της δικαιοσύνης, τα οποία, ορώμενα από την ανάστροφή τους όψη, αποτελούν τα πλεονεκτήματα του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης από αμιγώς επαγγελματίες δικαστές. Κατ’ αυτή την άποψη, την οποία υιοθετεί ο γράφων, η έλλειψη επαγγελματικής συνείδησης των ενόρκων, ως συνέπεια της ευκαιριακής τους συμμετοχής στην ποινική δίκη, είναι το αδύνατο σημείο της παρουσίας τους στο ακροατήριο. Πράγματι, οι ένορκοι στερούνται, εκ των πραγμάτων, των απαραιτήτων τεχνικών-νομικών γνώσεων, χρήσιμων για τον έλεγχο της αλήθειας των αποδείξεων, τις οποίες βέβαια διαθέτουν οι δικαστές. Μοιραία ο ορκωτός δικαστής, αδυνατώντας να «παρακολουθήσει» τη δίκη, καταφεύγει σε υπεραπλουστευμένες νοητικές διεργασίες, επικίνδυνες για την εκπλήρωση της αποστολής του. Αυτό οδηγεί μαθηματικά σε παράλογα αποτελέσματα. Φρονώ ότι, εάν διενεργηθεί έρευνα σε οιοδήποτε Σωφρονιστικό Κατάστημα μεταξύ προσωρινά κρατουμένων, θα καταδείξει ότι οι μετέπειτα κριθέντες αθώοι από το δικαστήριο θα επέλεγαν (αν το ζήτημα της επιλογής αυτής επαφίετο στην κρίση τους) να δικαστούν μόνο από επαγγελματίες δικαστές, ενώ οι μετέπειτα κριθέντες ένοχοι από ενόρκους. Οι έννοιες της απόπειρας, της συμμετοχής, της συνέργειας, ο δόλος, η αμέλεια, μπορεί να είναι κατανοητές από τους ενόρκους, ως εκ της κοινωνικής τους πείρας, πλην όμως η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της εκάστοτε υποθέσεως στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις απαιτεί εξειδικευμένη θεωρητική κατάρτιση και εμπειρία, των οποίων αυτοί στερούνται. Έτσι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου εν είδει φροντιστή προσπαθεί να εξηγήσει εντός των στενών χρονικών ορίων μίας δίκης βασικές νομικές έννοιες στους ενόρκους, οι οποίοι λύνουν τις απορίες τους κατά τη διάρκεια των διασκέψεων των Μ.Ο.Δ και Μ.Ο.Ε. Επιπλέον, ο κατηγορούμενος μένει απροστάτευτος ενώπιον μιας ενδεχόμενης αυθαιρεσίας, σε περίπτωση μιας αμιγούς πλειοψηφίας των ενόρκων, οι οποίοι υπερτερούν αριθμητικά, καθώς ο στερούμενος νομικών γνώσεων ένορκος αδυνατεί να αιτιολογήσει τη ληφθείσα, από τον ίδιο, απόφαση. Η αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων έχει κεφαλαιώδη σημασία για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου (άρθρα 93 § 3 Συντάγματος, 139 ΚΠΔ), διότι μόνο η αιτιολογημένη δικαστική κρίση δύναται να ελεγχθεί ως προς την ορθότητά της από τον ανώτερο δικαστή. Αναγκαστικά, στην περίπτωση της πλειοψηφίας των ενόρκων (4-3), το βάρος της αιτιολόγησης μετακυλίεται στο δικαστή, ο οποίος μάλιστα βρίσκεται αντιμέτωπος με την παραδοξότητα να καλείται να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα μια θέση με την οποία o ίδιος διαφωνεί. Αν εξαιρέσουμε την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης και την απόφανση περί της ανασταλτικής δύναμης του ενδίκου μέσου (αρθ. 405 στοιχ. στ’ Κ.Π.Δ. ), η αρμοδιότητα του εκ τακτικών δικαστών μικτού ορκωτού δικαστηρίου περιορίζεται σε ήσσονος σημασίας ζητήματα, εν αντιθέσει με τις σημαντικότατες αρμοδιότητες του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, με την συμμετοχή δηλαδή και των ενόρκων. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία των ενόρκων, η εμπειρία έχει καταδείξει ότι οι αποφάσεις αυτές – συνήθως αθωωτικές- προσβάλλονται με ένδικα μέσα από την Εισαγγελική Αρχή λόγω έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Περαιτέρω, o καθ’ οιονδήποτε τρόπο έλεγχος του θυμικού και των συναισθημάτων των ενόρκων είναι δυνατόν να νοθεύσει την διαδικασία στο ακροατήριο επηρεάζοντας αρνητικά την έκβαση της δίκης. Έτσι είναι επικίνδυνο, στις περιπτώσεις στις οποίες η απόφαση λαμβάνεται με αμιγή πλειοψηφία των ενόρκων, η δίκη να διολισθήσει και να εκτραπεί σε εξωνομικά επίπεδα, στα οποία θα πρυτανεύει το συναίσθημα.
Τέλος, η εκδίκαση όλων των ποινικών υποθέσεων μόνον από δικαστικούς λειτουργούς έχει και σημαντικές πρακτικές συνέπειες: α) την εξοικονόμηση χρόνου από την κατάργηση του μηχανισμού που εκκινεί από την κατάρτιση του ετήσιου καταλόγου των ενόρκων για τα Μ.Ο.Δ. και Μ.Ο.Ε. και εξικνείται μέχρι και την κλήρωση των ενόρκων για την συζήτηση κάθε υπόθεσης και β) τον περιορισμό του αριθμού των μελών των πολυμελών δικαστικών σχηματισμών στον α’ και β’ βαθμό (Μ.Ο.Δ. και Μ.Ο.Ε.) και, ως εκ τούτου, και των προβλημάτων που είναι εγγενή στους πολυμελείς δικαστικούς σχηματισμούς. Τούτο κατέστη εναργέστερο στις ημέρες μας, κατά τη διάρκεια της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για την αντιμετώπιση της διασποράς του κορωνοϊού, όπου αρκετές συνεδριάσεις Μ.Ο.Δ. και Μ.Ο.Ε., που ενέπιπταν στις εξαιρέσεις τις προβλεπόμενες από τις υπουργικές αποφάσεις, διακόπτονταν επανειλημμένως λόγω κωλύματος των μελών της σύνθεσης (Μ.Ο.Δ. και Μ.Ο.Ε.).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο θεσμός των ενόρκων, σπουδαία λαϊκή κατάκτηση της εποχής που τον γέννησε, είναι αδύνατον να λειτουργήσει σήμερα όπου η δικαιοσύνη απονέμεται από λειτουργικά και προσωπικά ανεξάρτητους δικαστές (άρθρο 87 §§ 1, 2 Συντάγματος), οι οποίοι μάλιστα αποτελούν μέρος της κοινωνίας, ζούν σε αυτήν και αφουγκράζονται τον παλμό αυτής, μεταφέροντας έτσι τις αρχές και πεποιθήσεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Περαιτέρω, οι δικαστικοί λειτουργοί αρύονται την δημοκρατική νομιμοποίησή τους από τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη, οι οποίες τους έταξαν στο καθήκον τους, συνεπώς και η δικαστική εξουσία απολαμβάνει πλήρη δημοκρατική νομιμοποίηση. Η κοινωνική πραγματικότητα που επέβαλε στο παρελθόν τον θεσμό των ενόρκων είναι αυτή που τώρα οδηγεί προς την κατεύθυνση της κατάργησής του, ώστε η ποινική δικαιοσύνη να απονέμεται αμιγώς από δικαστικούς λειτουργούς, σύμφωνα με το ποινικό δικονομικό μας σύστημα.