Προ ολίγων ημερών, στις 4.2.2021, ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ο περί Ερμηνείας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2021, ώστε ορισμένες προθεσμίες οι οποίες τίθενται από νομοθεσίες για την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών για πρόσβαση στη δικαιοσύνη να ανασταλούν εκ νέου μέχρι το τέλος Ιουνίου 2021 εξαιτίας των εξαιρετικών και απρόβλεπτων περιστάσεων που δημιουργήθηκαν λόγω της έξαρσης της πανδημίας COVID-19. Γεννάται το ερώτημα αν η νομοθετικά προβλεπόμενη αναστολή αφορά και σε προσφυγές ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Συνιστούσε θεμελιώδη αρχή ότι η προθεσμία των 75 ημερών, εφόσον προβλέπεται στο ίδιο το ΣΚΔ, δεν μπορεί να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί με τυπικό νόμο. Στην πρωτόδικη απόφασή του στη Madhesian [1966] 3 CLR 630, ο Τριανταφυλλίδης Δ., όπως ήταν τότε, είχε τονίσει ορθά ότι θα ήταν αντισυνταγματικό να τροποποιηθεί ή ερμηνευθεί το ΣΚΔ με διάταξη νόμου, και ότι κατά συνέπεια η προθεσμία των 75 ημερών δεν είχε ανασταλεί από την εφαρμογή του περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμου 57/64. Η προθεσμία των 75 ημερών δεν παρατάθηκε ούτε και με την τροποποίηση που επέφερε στο άρθρο 31 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 2, ο περί Ερμηνείας (Τροποποιητικός) Νόμος 40(Ι)/20, η οποία παράτεινε τον χρόνο παραγραφής ή λήψης μέτρων που έληξαν εντός της περιόδου 15.3.2020-30.6.2020 μέχρι τις 31.7.2020, λόγω των περιορισμών που είχαν επιβληθεί λόγω της ανάσχεσης της πανδημίας COVID-19.
Η κατάσταση έχει πλέον αλλάξει μετά τη Δέκατη Πέμπτη Τροποποίηση του ΣΚΔ που επέφερε ο ν. 135(Ι)/20 και η οποία τροποποίησε το άρθρο 146 § 3 ΣΚΔ εισάγοντας εξαίρεση στο γενικό κανόνα εφαρμογής της προθεσμίας των 75 ημερών, στις περιπτώσεις που προβλέπεται ρητά με νόμο διαφορετική προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά απόφασης, πράξης ή παράλειψης. Στο προοίμιο του τροποποιητικού νόμου προβλέφθηκε ως σκοπός της τροποποίησης η σμίκρυνση της προθεσμίας σε διαδικασίες προσφυγής αιτητών ασύλου που αναζητούν διεθνή προστασία, δυνάμει των υποχρεώσεων της ΚΔ που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και την εφαρμογή των διατάξεων της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26.6.2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Λιγότερο από ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του ν. 135(Ι)/20, δημοσιεύθηκε ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) Νόμος 141(Ι)/20, με τον οποίο προστέθηκε ένα νέο άρθρο 12Α στον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο 73(Ι)/18. Με το νέο άρθρο καθορίστηκαν ως γενική προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης ή παράλειψης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ή της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, οι 30 ημέρες από την ημερομηνία γνωστοποίησης της απόφασης ή της πράξης ή σε περίπτωση παράλειψης, από την ημέρα που αυτή περιήλθε σε γνώση του προσφεύγοντος. Προβλέπεται περαιτέρω ειδική προθεσμία 15 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης ή και επίδοσης του διατάγματος κράτησης σε μια σειρά από περιπτώσεις που καθορίζονται ρητά στο άρθρο 12Α του ν. 73(Ι)/18.
Εντούτοις, παρά τη ρητή αναφορά στις προσφυγές ασύλου ενώπιον του ΔΔΔΠ, το προοίμιο αναφέρεται επίσης γενικότερα στην ανάγκη όπως σε εξειδικευμένα θέματα ληφθούν μέτρα για την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και τη λήψη απόφασης το συντομότερο δυνατό με τον καθορισμό εύλογων προθεσμιών, χωρίς να περιορίζει τα εξειδικευμένα αυτά μέτρα μόνο στην περίπτωση του ΔΔΔΠ. Το ουσιώδες είναι βέβαια το κείμενο του ίδιου του 146 § 3 ΣΚΔ, ως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση, και όχι το προοίμιο. Το προοίμιο άλλωστε δεν ενσωματώνεται στο ΣΚΔ, ούτε και μπορεί να αποτελέσει αλάνθαστο οδηγό για την ερμηνεία του, αλλά απλώς υποδηλώνει τους λόγους που οδήγησαν στην τροποποίηση. Και είναι εν προκειμένω σαφές ότι το τροποποιημένο άρθρο παράσχει σε όλες τις περιπτώσεις δυνατότητα όπως προβλεφθεί κατ’ εξαίρεση ρητά με νόμο διαφορετική προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά απόφασης, πράξης ή παράλειψης. Δεν περιορίζει επομένως την εφαρμογή της εξαίρεσης μόνο στις περιπτώσεις του ΔΔΔΠ. Ο νομοθέτης δύναται να μεταβάλει την προθεσμία των 75 ημερών, είτε σμικρύνοντάς τη, είτε και επεκτείνοντάς τη, εφόσον η διακριτική ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να καθορίσει εξαιρέσεις από τη γενική προθεσμία των 75 ημερών δεν περιορίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο τροποποιημένο άρθρο 146 § 3 ΣΚΔ. Ούτε και προβλέπεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να αιτιολογήσει την απόφασή του να καθορίσει κατ’ εξαίρεση διαφορετική προθεσμία, στο βαθμό πάντως που αυτή θα είναι κατ’ εξαίρεση και κατά συνέπεια θα αφορά σε εξειδικευμένα θέματα και δεν θα συνιστά ρύθμιση γενικής προθεσμίας κατά πλήρη αντικατάσταση της γενικής προθεσμίας των 75 ημερών που προβλέπεται στο ΣΚΔ.
Συνεπώς, το άρθρο 146, μετά την τροποποίηση, δεν φαίνεται να αποκλείει τη δυνατότητα νομοθετικής μεταβολής της προθεσμίας των 75 ημερών και για τις διαδικασίες προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Εντούτοις, η νομοθετική αναστολή που δόθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων αφορά σε αναστολή προθεσμιών «αγωγών» εντός της έννοιας του άρθρου 2 του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου 66(Ι)/12, ο οποίος παραπέμπει στον αντίστοιχο ορισμό του όρου στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60. Στο άρθρο 2 του ν. 14/60 όμως ως αγωγή νοείται η πολιτική διαδικασία. Συνεπώς, δεν περιλαμβάνεται στις προθεσμίες που αναστέλλονται δυνάμει του νόμου η διαδικασία προσφυγής δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.