Το νομικό πλαίσιο
Έχω μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή τη δημόσια συζήτηση των τελευταίων εβδομάδων αναφορικά με το ασυμβίβαστο των πανεπιστημιακών δημόσιων πανεπιστημίων σε πολιτειακά αξιώματα εξ αφορμής της περίπτωσης του αξιόλογου συναδέλφου πανεπιστημιακού και νυν ευρωβουλευτή Νιαζί Κιζιλγιουρέκ.
Εν προκειμένω είναι βέβαια σαφές πως η γνωμοδότηση τόσο του τέως Γενικού Εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη τον Ιούνιο του 2019 όταν εγέρθηκε το ζήτημα όσο και οι γνωμοδοτήσεις των δικηγόρων του Πανεπιστημίου ήταν σαφείς πως υπάρχει ασυμβίβαστο. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου όμως ενέκρινε το αίτημα για άδεια άνευ απολαβών για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, αντίθετα προς το περιεχόμενο των γνωματεύσεων.
Το Σύνταγμα σαφώς καθιστά ασυμβίβαστα συγκεκριμένα πολιτειακά αξιώματα, όπως Υπουργού ή βουλευτή με, μεταξύ άλλων, κάθε «δημόσιο αξίωμα ή θέση», το οποίο ορίζεται στο άρθρο 41 του Συντάγματος ως κάθε αξίωμα ή θέση επ’ αμοιβή, μεταξύ άλλων, στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ο περί Εκλογής Μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νόμος, άρθρο 16, προβλέπει για την εφαρμογή των ασυμβιβάστων που ισχύουν για τους βουλευτές σύμφωνα με το άρθρο 70 του Συντάγματος και στην περίπτωση των ευρωβουλευτών. Σχετικός επίσης είναι και ο περί των Πολιτικών Δικαιωμάτων Δημόσιων Υπαλλήλων, Εκπαιδευτικών Λειτουργών, Δημοτικών Υπαλλήλων, Κοινοτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου Νόμος 102(Ι)/15 που καθιστά σαφές στο άρθρο 7 αυτού πως μετά την εκλογή του σε δημόσιο αξίωμα ο δημόσιος λειτουργός αφυπηρετεί αυτοδίκαια από τη θέση του.
Η νομολογία έχει καθορίσει πως ως θέση επ’ αμοιβή νοείται η θέση για την οποία προβλέπεται αμοιβή, ανεξαρτήτως αν όντως λαμβάνεται η αμοιβή. Έτσι ερμηνεύθηκε ήδη το σχετικό άρθρο και για Καθηγητές του Πανεπιστημίου Κύπρου και δη του πρώην Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού, και νυν Προέδρου της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών, Ανδρέα Δημητρίου, όσο και πρόσφατα του νυν Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Χριστοδουλίδη. Στην πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου τονίζεται το αυτονόητο, ότι δηλαδή η διοίκηση δεν έχει εναλλακτικές επιλογές και δεν έχει δικαίωμα να δίδει άδεια άνευ απολαβών για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος εκεί που υπάρχει ασυμβίβαστο. Και βεβαίως είναι αυτονόητο πως σε ένα κράτος δικαίου η νομιμότητα είναι υπέρτατη αρχή για τους δημόσιους οργανισμούς. Άλλωστε η στάση του Πανεπιστημίου Κύπρου είναι εν προκειμένω και αντιφατική. Ο Ανδρέας Δημητρίου παραιτήθηκε οικειοθελώς από τη θέση του Καθηγητή αμέσως μετά τη γνωμάτευση του πρώην Γενικού Εισαγγελέα Πέτρου Κληρίδη ότι υπήρχε ασυμβίβαστο, παρά το γεγονός ότι αυτό συνεπαγόταν προφανώς ότι δεν θα επανερχόταν στο Πανεπιστήμιο Κύπρου μετά τη λήξη της υπουργικής του θητείας. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης του οποίου η ανάκληση του διορισμού ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν διορίστηκε λόγω ασυμβιβάστου με τη θέση του Υπουργού, θέση την οποία δεν κατείχε όταν το Πανεπιστήμιο έλαβε την αρχική παράνομη απόφαση να μην τον διορίσει. Εσφαλμένα γίνεται από κάποιους σύγκριση με την άδεια άνευ απολαβών που είχε δοθεί στον Γεώργιο Γεωργή όταν αυτός διορίστηκε Πρέσβης στην Αθήνα, καθότι η εν λόγω θέση δεν συνιστά πολιτειακό αξίωμα και δεν καθιερώνεται για αυτή ασυμβίβαστο από το Σύνταγμα.
Πρόκειται επομένως για συνειδητή απόφαση μη τήρησης της νομιμότητας η οποία προφανώς δεν είναι επιτρεπτή. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου πρέπει να συμμορφωθεί αμέσως με τη νομιμότητα και αν ο ενδιαφερόμενος εκλεκτός συνάδελφος θεωρεί ότι η ερμηνεία της νομοθεσίας που έχει υιοθετηθεί από τα δικαστήρια είναι εσφαλμένη έχει κάθε δικαίωμα να απευθυνθεί σε αυτά όπως κάθε πολίτης της Δημοκρατίας.
Γιατί να υπάρχει ασυμβίβαστο;
Το ζήτημα όμως δεν τελειώνει εκεί. Ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου δήλωσε στη Βουλή ότι είναι αδιανόητο και παράδοξο να μην επιτρέπεται σε καθηγητές δημόσιων πανεπιστημίων να υπηρετούν σε δημόσια αξιώματα, ενώ άλλοι έκαναν λόγο για αναχρονιστική νομοθεσία. Κατά πόσο βέβαια η νομοθεσία είναι ή όχι αναχρονιστική δεν συνεπάγεται ότι αυτό θα μπορούσε να καθιστά επιτρεπτή τη μη τήρηση της νομιμότητας. Ο ισχυρισμός για νομοθεσία που είναι αναχρονιστική είναι όμως εν προκειμένω μη πειστικός κατά την άποψή μου.
Εν πρώτοις πρέπει να τονιστεί ότι δεν υφίσταται εδώ νομοθεσία που να αφορά συγκεκριμένα το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Το Σύνταγμα εν προκειμένω θεσπίζει ένα γενικό ασυμβίβαστο που αφορά σε όλους τους υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η δικαιολογητική βάση για το ασυμβίβαστο των υπαλλήλων του ευρύτερου δημοσίου τομέα είναι καλά γνωστή και δεν είναι καθόλου αναχρονιστική. Στηρίζεται εν πρώτοις στο γεγονός ότι δεν είναι νοητό ένα πρόσωπο που αμείβεται από δημόσιο χρήμα, δηλαδή από τα χρήματα που συνεισφέρει στο δημόσιο ταμείο ο φορολογούμενος, να απολαμβάνει διπλό όφελος από την ιδιότητά του αυτή. Ο δημόσιος λειτουργός, σε αντίθεση με τον ιδιωτικό, απολαμβάνει μονιμότητας, ωφελημάτων που δεν εξαρτώνται από κοινή εργατική νομοθεσία, δυνατότητα δικαστικού ελέγχου κατά αποφάσεων της διοίκησης που είναι αρνητικές για τον ίδιο, δυνατότητα άσκησης δημόσιας εξουσίας, και έχει γενικότερα χαρακτηριστικά που τον διαφοροποιούν από τον ιδιώτη. Αυτή η διάκριση δεν είναι βέβαια κυπριακό φαινόμενο, αλλά ισχύει διεθνώς. Κατά δεύτερο η κυπριακή νομολογία έχει επανειλημμένα ταχθεί (μερικές φορές μάλιστα με ακραίο τρόπο που έχω κατά καιρούς επικρίνει) υπέρ της ανάγκης να διαχωρίζεται με αυστηρό τρόπο ο ευρύτερος δημόσιος τομέας από την πολιτική επιρροή και της ανάγκης διαφύλαξης της αρχής της διάκρισης μεταξύ πολιτικής ή πολιτειακής εξουσίας και Διοίκησης. Το γεγονός ότι ένα πρόσωπο λαμβάνει άδεια άνευ απολαβών για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος δεν σημαίνει πως δεν έχει οφέλη. Διατηρεί τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα και προσμετρά ο χρόνος υπηρεσίας του για αυτούς τους σκοπούς (σχετική και η απόφαση στην Γεωργή v. Πανεπιστημίου Κύπρου), διατηρεί τη θέση του στο οργανόγραμμα του οργανισμού και στον προϋπολογισμό χωρίς να μπορεί να προσληφθεί μόνιμο πρόσωπο στη θέση αυτή, εξακολουθεί να απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα της μονιμότητας παρά το γεγονός ότι έχει επιλέξει μια διαφορετική σταδιοδρομία, και βεβαίως αξιοποιεί το γεγονός της ιδιότητάς του ως δημόσιος λειτουργός για να διεκδικήσει εκλογή ή διορισμό στη δημόσια θέση. Και θα λαμβάνει σύνταξη και άλλα αντίστοιχα ωφελήματα ως εκ της κατοχής της δημόσιας θέσης, παράλληλα προς τα ωφελήματα που θα λαμβάνει ως εκ της ιδιότητάς του ως πανεπιστημιακός.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά δεν ισχύουν βέβαια στον ιδιωτικό τομέα και για τον λόγο αυτό δεν υπάρχει αντίστοιχο ασυμβίβαστο για τον ιδιωτικό τομέα. Είναι εύλογο το ζήτημα συζήτησης κατά πόσο θα πρέπει να τεθούν πρόσθετα ασυμβίβαστα που να αφορούν τον ιδιωτικό τομέα σε περίπτωση εκλογής ή διορισμού σε δημόσια αξιώματα και προσωπικά τάσσομαι υπέρ της έναρξης μιας συζήτησης για διεύρυνση ή και επανεξέταση των ασυμβιβάστων. Όμως αυτό δεν έχει καμιά σχέση με το κατά πόσο τα υπάρχοντα ασυμβίβαστα είναι αναχρονιστικά. Το ίδιο ακριβώς ασυμβίβαστο και η ίδια ακριβώς συλλογιστική που ισχύει γιατί υπάρχει το ασυμβίβαστο με δημόσια θέση στο Πανεπιστήμιο Κύπρου υπάρχει για όλους ανεξαιρέτως τους οργανισμούς του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Δεν συνιστά επομένως πειστικό επιχείρημα γιατί να υπάρχει ασυμβίβαστο στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και να μην υπάρχει σε ιδιωτικά πανεπιστήμια, γιατί η απάντηση σε αυτό, όπως εξηγήθηκε είναι απλή και στηρίζεται σε καθιερωμένες και αντικειμενικής φύσης διακρίσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα που άλλοτε επενεργούν ως πλεονέκτημα υπέρ των δημόσιων λειτουργών και άλλοτε ως μειονέκτημα. Μια θέση έρχεται ως ενιαίο πακέτο και δεν τεμαχίζεται κρατώντας μόνο τα πλεονεκτήματα και αφαιρώντας τις υποχρεώσεις. Είναι η δημόσια θέση που κηρύσσεται ασυμβίβαστη και όχι η ιδιότητα του πανεπιστημιακού. Για τον ίδιο λόγο που π.χ. είναι ασυμβίβαστη η κατοχή της ιδιότητας του δικηγόρου στη νομική υπηρεσία αλλά όχι δικηγόρου στον ιδιωτικό τομέα, ελεγκτικού λειτουργού στην ελεγκτική υπηρεσία αλλά όχι ελεγκτή σε ελεγκτικό γραφείο, μηχανικού στην ΑΤΗΚ ή στην ΑΗΚ αλλά όχι σε ιδιωτικό γραφείο, εκπαιδευτικού στο υπουργείο παιδείας αλλά όχι σε ιδιωτικό σχολείο, κρατικού γιατρού αλλά όχι ιδιώτη γιατρού κοκ. Πρόκειται περί καθολικής καθιέρωσης ασυμβιβάστου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα εξ αντιδιαστολής προς τον ιδιωτικό τομέα για πολύ συγκεκριμένους λόγους που εξακολουθούν και σήμερα να θεωρούνται ως καθοριστικής σημασίας.
Το επιχείρημα για εξαίρεση μόνο των πανεπιστημιακών
Η επίκριση όμως του ασυμβιβάστου από μερίδα πανεπιστημιακών δεν αφορά ουσιαστικά στην καθολική καθιέρωση του ασυμβιβάστου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά απολήγει να είναι πως οι πανεπιστημιακοί, αυτός ο επαγγελματικός κλάδος στον οποίο ανήκω και εγώ, πρέπει να είμαστε μια προνομιούχα κατηγορία που μόνη να εξαιρείται από την καθολική εφαρμογή της νομοθεσίας. Αυτό το επιχείρημα δεν το βρίσκω καθόλου πειστικό για λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια.
Εν πρώτοις στα δημοκρατικά πολιτεύματα δεν νοείται η ύπαρξη προνομιούχων κατηγοριών επαγγελματιών. Η δημοκρατία στηρίζεται στη θεμελιώδη αρχή ότι όλοι είναι ισότιμοι και αξιολογούνται ως πρόσωπα και όχι ως κατηγορίες επαγγελματιών. Ανεξαρτήτως αν είναι αγρότες, δικηγόροι, οικονομολόγοι, εκπαιδευτικοί, ανεξαρτήτως αν έχουν διδακτορικά ή επαγγελματική εμπειρία ή άλλα προσόντα. Κατά δεύτερο η διεθνής εμπειρία από την συμμετοχή πανεπιστημιακών σε δημόσια αξιώματα δεν παρέχει σε καμιά περίπτωση υποστήριξη στη θέση ότι οι πανεπιστημιακοί είναι καλύτεροι ή χειρότεροι από άλλους επαγγελματικούς κλάδους στην κατοχή πολιτικών αξιωμάτων. Κατά τρίτο δεν αντιλαμβάνομαι γιατί ένας πανεπιστημιακός που επιλέγει να ακολουθήσει πολιτική σταδιοδρομία να πρέπει να τεθεί σε διαφορετική θέση από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο λειτουργό. Για να αναφερθώ σε ένα μόνο παράδειγμα, ο Κώστας Μαυρίδης, που είναι επίσης κάτοχος διδακτορικού και έχει διδάξει σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, όταν εξελέγη ευρωβουλευτής παραιτήθηκε από τη θέση του στον δημόσιο τομέα, και συγκεκριμένα στο Υπουργείο Εργασίας. Τόσο τον Μαυρίδη, όσο και τον Κιζίλγιουρεκ τους εξέλεξαν οι πολίτες σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα ως ευρωβουλευτές. Υπάρχει κάποια πειστική αιτιολογική βάση γιατί στην περίπτωση του πρώτου να δικαιολογείται η παραίτηση, ενώ στην περίπτωση του δεύτερου όχι, απλώς και μόνο διότι ο δεύτερος εργάζεται σε πανεπιστήμιο αντί σε άλλο τμήμα του δημοσίου; Αν ένας πανεπιστημιακός επιθυμεί να συμμετάσχει στα κοινά προφανώς και μπορεί να το πράξει όπως οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος λειτουργός, νοουμένου ότι με τον εκλογή ή τον διορισμό του αποχωρεί από τη θέση του.
Υπάρχουν όμως και επιπρόσθετοι λόγοι γιατί δεν βρίσκω πειστική την όλη επιχειρηματολογία. Οι πανεπιστημιακοί έχουν συγκεκριμένη αποστολή στη διδασκαλία και την έρευνα. Ακριβώς λόγω αυτής της αποστολής απολαμβάνουν ακαδημαϊκής ελευθερίας και ένα ιδιόμορφο εργασιακό καθεστώς που, αν εφαρμοστεί ορθά, περιορίζει την σχέση ιεραρχίας στον εργασιακό χώρο αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει σε άλλους επαγγελματικούς κλάδους. Οι πανεπιστημιακοί θεωρούμε ότι η πανεπιστημιακή διδασκαλία και έρευνα είναι κάτι που έχει αξία για την κοινωνία. Δεν υπάρχει επομένως κάποιος αποχρών λόγος γιατί είναι σημαντικό (ή τουλάχιστον περισσότερο σημαντικό συγκριτικά προς άλλους κλάδους που έχουν συνεισφορά στην κοινωνία) ένας αξιόλογος πανεπιστημιακός να διοριστεί ή εκλεγεί σε κάποιο πολιτειακό αξίωμα. Αν και είναι καθολικά αποδεκτό πως η πολιτική πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τα αποτελέσματα της εργασίας των πανεπιστημίων και κατά συνέπεια των πανεπιστημιακών, δεν συνάγεται από αυτό σε καμιά περίπτωση πως οι πανεπιστημιακοί είναι πιο χρήσιμοι για την κοινωνία ως πολιτικοί αντί ως πανεπιστημιακοί. Ακριβώς διότι τα προσόντα της άσκησης πολιτικής δεν ταυτίζονται, ούτε και συνδέονται με τα προσόντα ενός εμπειρογνώμονα, ερευνητή ή πανεπιστημιακού. Προφανώς τα κόμματα ή η πολιτεία επιδιώκουν τη σύνδεση με τον πανεπιστημιακό λόγο, ενίοτε και ποικιλοτρόπως και τον έλεγχό του, και προφανώς μπορεί να υπάρξουν εξαιρετικοί πανεπιστημιακοί που να μπορούν να είναι εξαιρετικοί πολιτικοί, όπως και το αντίστροφο. Αλλά το ίδιο ισχύει σε κάθε κλάδο. Δεν υπάρχει κάτι το ξεχωριστό στη συμμετοχή των πανεπιστημιακών σε πολιτειακά αξιώματα.
Είναι γεγονός ότι υπάρχουν πολλά κράτη στα οποία πανεπιστημιακοί μπορούν να διατηρούν τη θέση τους ενόσω κατέχουν πολιτειακό αξίωμα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει μόνο με τους πανεπιστημιακούς, αλλά και με άλλους κλάδους ανάλογα με τις πολιτειακές και συνταγματικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, τις παραδόσεις της, ενίοτε και τη διαπραγματευτική ισχύ του εκάστοτε κλάδου. Στα περισσότερα κράτη δεν υπάρχει αυστηρή διάκριση των εξουσιών, όπως ισχύει στην κυπριακή έννομη τάξη. Όπως διδάσκω πάντα τους φοιτητές στο πρώτο μάθημα του συγκριτικού συνταγματικού δικαίου μια απλή αντιπαραβολή των θεμελιωδών πολιτειακών χαρακτηριστικών των τριών πιο εμβληματικών ευρωπαϊκών κρατών (Γερμανίας, Γαλλίας και Ηνωμένου Βασιλείου) καθιστά κατανοητό πόσο διαφορετικά είναι τα πολιτειακά συστήματα και οι δομές κάθε κράτους. Η χρήση ‘τι γίνεται σε άλλες χώρες’ δεν μπορεί να γίνεται σε κενό, ούτε και επιλεκτικά, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ιστορικότητα, το πολιτειακό συγκείμενο, οι λόγοι που οδήγησαν σε κάθε επιλογή. Για να πω ένα απλό, και ταυτόχρονα ακραίο, παράδειγμα, στο Ηνωμένο Βασίλειο οι 26 επίσκοποι της αγγλικανικής εκκλησίας είναι μόνιμα μέλη της Βουλής των Λόρδων. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι θα έπρεπε στην Κύπρο να δώσουμε βουλευτική ιδιότητα στα μέλη της Ιεράς Συνόδου. Μπορεί επομένως κάποιος να υποστηρίξει προβάλλοντας σοβαρή επιχειρηματολογία (κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει) γιατί θα έπρεπε η Κυπριακή Δημοκρατία να αναθεωρήσει τη συγκεκριμένη διάταξη, αλλά οι χαρακτηρισμοί περί αναχρονισμού, παράδοξων ρυθμίσεων κοκ δεν έχουν έρεισμα.
Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η πανεπιστημιακή αυτονομία υπάρχουν για να υποστηρίζουν και προστατεύουν το έργο του πανεπιστημιακού στο πανεπιστήμιο και την ιδιότητά του ως πανεπιστημιακού. Δεν σχετίζονται σε καμιά περίπτωση με την κατοχή πολιτειακών αξιωμάτων. Και ούτε παρέχουν οποιοδήποτε έρεισμα γιατί θα έπρεπε κάποιος πανεπιστημιακός που επιλέγει μια νέα πολιτική σταδιοδρομία να έχει το δικαίωμα σε περίπτωση μη επανεκλογής ή μη επαναδιορισμού του, να επιστρέφει σε μια δημόσια θέση. Η συμμετοχή στα κοινά για τους πανεπιστημιακούς γίνεται αποτελεσματικά μέσω του πανεπιστημιακού λόγου και δεν προϋποθέτει, ούτε και χρειάζεται, οποιοδήποτε πολιτειακό αξίωμα. Το έργο των πανεπιστημιακών ως πανεπιστημιακών είναι από μόνο του ικανό να καθοδηγήσει την άσκηση πολιτικής, να προβεί σε ανατροπές του τρόπου σκέψης της κοινωνίας, και να συμβάλει στη βελτίωσή της. Ένας πανεπιστημιακός έχει φυσικά δικαίωμα, όπως κάθε άνθρωπος, να επιλέξει ότι θέλει να συμμετέχει στα κοινά, όχι υπό την πανεπιστημιακή ιδιότητα, αλλά από ένα πολιτειακό αξίωμα και να τύχει της εμπιστοσύνης του λαού. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι η επιλογή του αυτή που τον οδηγεί, εν γνώσει του, αυτοδίκαια εκτός του χώρου στον οποίο είχε στο παρελθόν διοριστεί για άλλους λόγους. Δεν είναι ως πανεπιστημιακός που θα συμμετέχει πλέον στα κοινά, αλλά ως πολιτειακός αξιωματούχος. Το επιχείρημα ότι πρέπει αντίθετα προς τις αρχές της ισονομίας να υπάρξει εξαίρεση των πανεπιστημιακών ως προνομιούχας ομάδας στην κατοχή πολιτειακών αξιωμάτων δεν φαίνεται εν προκειμένω να στηρίζεται σε άλλα επιχειρήματα παρά σε ένα στενά νοούμενο συνδικαλισμό, ο οποίος προσωπικά με βρίσκει αντίθετο και ο οποίος δεν θεωρώ ότι προωθεί ορθά τη σημασία του πανεπιστημιακού για την κοινωνία, αλλά αντίθετα την υποβιβάζει.