Τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετωπίζουν εδώ και κάποιες εβδομάδες μια άνευ προηγουμένου κρίση, η οποία, όπως και προηγούμενες κρίσεις μεγάλης εμβέλειας, απειλεί ξανά την ευρωπαϊκή ενότητα, αλληλεγγύη και ολοκλήρωση. Είναι προφανές ότι η αρχική αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αντιμετώπιση της κρίσης της πανδημίας του Covid-19 ήταν κατώτατη των περιστάσεων, με τα κράτη – μέλη από μόνα τους να λαμβάνουν μονομερώς την ευθύνη αντιμετώπισης χωρίς τον επαρκή συντονισμό και οδηγίες των θεσμών της Ένωσης.
Αν και η κήρυξη καταστάσεων εκτάκτων αναγκών παραμένει εντός της αποκλειστικής αρμοδιότητας του κάθε κράτους ξεχωριστά στη βάση των δικών του συνταγματικών κανόνων, εν τούτοις η παρούσα κρίση όντας πρωτοφανής και έχοντας χαρακτηριστεί ως πανδημία προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις για τα κράτη – μέλη σε τομείς που άπτονται θεμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρα υπάρχει, ούτως ή άλλως, η νομιμοποίηση της Ένωσης για παρέμβαση και πρωτίστως για στήριξη των κρατών – μελών που έχουν πληγεί από την παρούσα πανδημία.
Η κρίση του κορονοϊού αποτελεί κατά γενική ομολογία την πλέον σοβαρή από το 1929 στα πλαίσια της τότε παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης και για αρκετούς ακόμη μεγαλύτερη από την οικονομική κρίση του 2012 – 2017, που οδήγησε σε θεμελιώδεις αλλαγές σε μέχρι τότε ζητήματα που θεωρούσαμε δεδομένα και για την οποία ενθυμόμαστε καλώς τις επιπτώσεις της. Οι συνέπειες της κρίσης του κορονοϊού δημιουργούν νέα δεδομένα σε διάφορα επίπεδα – οικονομικά, πολιτικά, πολιτειακά, κοινωνικά, νομικά κ.ο.κ – και επισημαίνουν τις αδυναμίες που υπάρχουν στα εθνικά συστήματα αλλά και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά στην αντίδραση και στα μέτρα αναχαίτησης αλλά και στην στήριξη προς τα κράτη και τους ευρωπαίους πολίτες.
Μέσα από την παρούσα κρίση, φυσικά, προκύπτει ένα υπαρξιακό πρωτίστως ζήτημα για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση: κατά πόσον η Ένωση των 27 πλέον κρατών θα αρθεί στο ύψος των περιστάσεων – και αυτή είναι προφανώς η ελπίδα όλων των ευρωπαίων πολιτών που βιώνουν στον υπερθετικό βαθμό σε όλα τα προσωπικά και επαγγελματικά τους επίπεδα τις συνέπειες της κρίσης – και να προχωρήσει σε ακόμη μεγαλύτερη ενσωμάτωση και επίδειξη πραγματικής ενότητας ή – και αυτό είναι το εφιαλτικό σενάριο – κατά πόσον η Ένωση θα οδηγηθεί σε ένα άκρατο μαρασμό, ειδικά όσον αφορά τον θεσμικό και εποπτικό της ρόλο αλλά και την πίστη που έχουν οι ευρωπαίοι πολίτες σε αυτήν.
Κάποια εκ των βασικών ερωτημάτων που προκύπτουν από την παρούσα κρίση είναι τα πιο κάτω, οι απαντήσεις στα οποία από πλευράς των κρατών – μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα οριοθετήσουν την επόμενη μέρα:
- Πόσο άμεσα θα λάβει και θα εφαρμόσει μέτρα στήριξης προς τα κράτη – μέλη και τους πολίτες η Ευρωπαϊκή Ένωση;
- Κατά πόσον τα πιο πάνω μέτρα είναι ικανοποιητικά για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων όπως έχουν οριοθετηθεί πιο πάνω;
- Κατά πόσον τα μέτρα που θα ληφθούν θα αντανακλούν τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες και ειδικά αυτήν την αλληλεγγύη αλλά και τις παραδόσεις των κρατών – μελών της Ένωσης;
- Κατά πόσον τα μέτρα θα αντικατοπτρίζουν τον αυξανόμενο ρόλο που θέλει να επιτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωση σε παγκόσμιο επίπεδο;
Αποτελεί θεμελιώδες αξίωμα ότι τα πιο πάνω ερωτήματα ουσιαστικά άπτονται ενός μεγαλύτερου, νομοτελειακώς προερχόμενου ερωτήματος που αφορά στο κατά πόσον η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως οργανισμός και ένωση κυρίαρχων κρατών που φέρουν κοινές αξίες και παραδόσεις, αποτελεί στο τέλος της μέρας αυτό που αρκετοί εμπειρογνώμονες ονομάζουν «μια κοινωνία / ένωση προορισμού» ή ένα κοινότυπο οργανισμό που στηρίζεται στην καθεστυκήια τάξη πραγμάτων διεθνών οργανισμών όπου επικρατούν πρωτίστως τα εθνικά συμφέροντα των συμμετεχόντων και κυρίως τα συμφέροντα των ισχυρότερων κρατών.
Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει ένα συγκεκριμένο μηχανισμό αντιμετώπισης κρίσεων, η ανάγκη ύπαρξης του οποίου προέκυψε από διάφορα γεγονότα που επισυνέβησαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Τον Ιούνιο του 2006, υιοθετήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συγκεκριμένες ρυθμίσεις για τον συντονισμό σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ενώ το 2013 εγκρίθηκαν οι ολοκληρωμένες ρυθμίσεις για την πολιτική αντιμετώπιση κρίσεων, που εγκαθιδρύουν ένα ευέλικτο μηχανισμό με μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα και αξιοποίηση υπάρχουσων δομών και πόρων. Οι ρυθμίσεις αυτού του μηχανισμού έχουν πλέων κωδικοποιηθεί σε νομική πράξη της Ένωσης τον Δεκέμβριο του 2018 με την Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2018/1993 του Συμβούλιου. Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει από τα πιο πάνω είναι κατά πόσον ο υφιστάμενος μηχανισμός αντιμετώπισης κρίσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ικανός και ικανοποιητικός να αντιδράσει με τον τρόπο που πρέπει να αντιδράσει στην παρούσα κρίση.
Η απάντηση στα πιο πάνω έγκειται προφανώς στην αντίδραση των κρατών – μελών
στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά – και αυτό είναι ιδιαίτερα
σημαντικό και ενδεχομένως πρωτόγνωρο στην ιστορία των κρίσεων – και στην
αντίδραση των πολιτών τόσο όσον αφορά στα μέτρα που λαμβάνονται από τα
επιμέρους κράτη – μέλη της Ένωσης αλλά και της συνοχής και της στάσης που θα
επιδείξουν τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε όλες τις περιπτώσεις
υπάρχουν και προκύπτουν πολλά επιμέρους ερωτήματα και πρωτίστως το ζήτημα των
αντοχών των πολιτών και των κρατών να αντιμετωπίσουν τις πιο πάνω επιπτώσεις
της κρίσης. Ο τρόπος της κινητοποίησης όλων των απαραίτητων μηχανισμών σε όλα
τα επίπεδα – εθνικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και ευρωπαϊκό – είναι στο τέλος
της μέρας αυτός που θα καταδείξει την επόμενη μέρα.