Η πρόσθετη παράμετρος συνεπεία της συμμετοχής της Δημοκρατίας σε διεθνείς οργανισμούς
Ο καθορισμός και η ρύθμιση του κράτους επί βάσει της αρχής της διάκρισης των τριών εξουσιών (εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής) και η αναγνώριση και η διαφύλαξη της αυτοτέλειας της δικαστικής εξουσίας και της αυτοτέλειας της δικανικής κρίσης αποτελούν επιλογή της Κυπριακής Δημοκρατίας («η Δημοκρατία»). Επιλογή της Δημοκρατίας αποτελεί και η συμμετοχή της σε συγκροτημένα συστήματα παγκόσμιας και περιφερειακής συνδιαλλαγής. Η δεύτερη επιλογή έχει, ως αποτέλεσμα, στο εσωτερικό, η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, να χάνουν, σε ορισμένο βαθμό, την αυτοτέλειά τους. Όσον αφορά στην δικαστική εξουσία, η επιλογή της Δημοκρατίας να συμμετέχει σε διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι διαθέτουν και δικαιοδοτικά όργανα, προσδίδει μίαν πρόσθετη παράμετρο στην αρχή της δικανικής αυτοτέλειας και την αρχή του δεσμευτικού δικαστικού προηγουμένου.
2.Δικανική αυτοτέλεια
Η ορθή λειτουργία του δικαιοδοτικού συστήματος προϋποθέτει την εσωτερική ανεξαρτησία της δικανικής κρίσης, την δικανική αυτοτέλεια: ο δικαστής κρίνει και αποφασίζει επί τη βάση του Συντάγματος του κράτους και του σύμφωνου με αυτό ισχύοντος δικαίου. Εξωδικαιικά κριτήρια και σκοπιμότητες πρέπει να βρίσκονται μακριά από την δικανική κρίση. Αυτή πρέπει να διαμορφώνεται επί τη βάσει των αναγνωρισμένων πηγών δικαίου, χωρίς να δέχεται συστάσεις ή οδηγίες όσον αφορά στην ερμηνεία και ή την εφαρμογή τουνόμου.
Το άρθρο 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/1960), ορίζει, ως ισχύουσες, στην Δημοκρατία, πηγές δικαίου τις εξής: (α) Το Σύνταγμα της Δημοκρατίας («το Σύνταγμα») και τους σύμφωνους με αυτό νόμους. (β) Τους νόμους που διατηρήθηκαν σε ισχύ δυνάμει του Άρθρου 188 του Συντάγματος, εκτός εάν νόμος προβλέπει διαφορετικά. (γ) Το κοινό δίκαιο (common law) και τις αρχές της επιείκειας (equity), εκτός εάν νόμος προβλέπει διαφορετικά. (δ) Τους νόμους και τις αρχές των Βακουφίων που αναφέρονται στο Άρθρο 110.2 του Συντάγματος. (ε) Τους νόμους του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, που ίσχυαν στο νησί την ημέρα αμέσως πριν την ανεξαρτησία, εκτός εάν νόμος προβλέπει διαφορετικά, και που δεν είναι αντίθετοι με το Σύνταγμα.
Έκφραση της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών και έκφραση της δικανικής αυτοτέλειας αποτελεί και ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίον κάθε δικονομικό διάβημα κρίνεται επί τη βάσει του δικαίου που ισχύει κατά τον χρόνο προώθησής του (Δημητρίου άλλως Στυλιανού ν. Δημητρίου (2012) 1 (Α) Α.Α.ΑΔ. 834, 842, Χριστοδουλίδης ν. Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1 A.A.Δ. 636).Ο κανόνας αυτός αποτρέπει την πιθανότητα παραβίασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και προσβολής της δικανικής αυτοτέλειας από την νομοθετική εξουσία. Τέτοια παραβίαση και προσβολή πιθανόν να επιχειρηθεί με την ψήφιση νόμων, οι οποίοι, παραδείγματος χάριν, έχουν, ως αποτέλεσμα, να τερματισθεί μία εκκρεμούσα δίκη ή να καταργηθούν δικαιώματα τα οποία διαπιστώθηκαν επί τη βάσει δικαστικής απόφασης. Μία εκκρεμούσα δίκη τερματίζεται νόμιμα μόνον με την έκδοση δικαστικής απόφασης και όχι με νομοθετική παρέμβαση. Επιπλέον, η τελική επίλυση μίας διαφοράς, με την έκδοση δικαστικής απόφασης, καλύπτεται από δεσμευτικό δεδικασμένο.
Έκφραση της δικανικής αυτοτέλειας αποτελεί, επίσης, και η δημόσια απαγγελία και η δημοσίευση της τυχόν απόφασης της μειοψηφίας στις περιπτώσεις πολυμελών συνθέσεων. Στις περιπτώσεις αυτές, καθ’ όλην την διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης, η μειοψηφία ενεργεί σύμφωνα με την δικαστική της συνείδηση. Έτσι, παραδείγματος χάριν, εάν σε ποινική υπόθεση, και εν αντιθέσει προς την κρίση της πλειοψηφίας περί της ενοχής του κατηγορουμένου, η μειοψηφία κρίνει αυτόν αθώο, δεν δεσμεύεται να συμμετάσχει στην διαδικασία επιμέτρησης και επιβολής ποινής (Ανδρονίκου ν. Δημοκρατία (2008) 2 Α.Α.Δ. 486).
3. Δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο
Στην Δημοκρατία, χώρα του κοινού δικαίου, πηγή δικαίου αποτελεί και το δεσμευτικό προηγούμενο των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (precedent): οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπηρετούν ως αυθεντίες όσον αφορά στον λόγο τους (ratio decidendi), δηλ. τις αρχές δικαίου που ενσωματώνουν και επί τη βάσει των οποίων κρίνεται η εκάστοτε υπόθεση. Κατ’ ακολουθίαν, το Κυπριακό δίκαιο αναπτύσσεται και διευρύνεται και επί τη βάσει της νομολογίας (Νικολάου ν. Νικολάου (1992) 1 Α.Α.Δ. (Β) 1338).
Απόκλιση από το δικαστικό προηγούμενο είναι δυνατή κατ’ εξαίρεσιν και υπό ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις. Τέτοια απόκλιση δικαιολογείται μόνον όταν, πρώτον, μεταβάλλονται ουδιωδώς οι περιστάσεις στις οποίες εδράζεται η συγκεκριμένη αρχή δικαίου και, δεύτερον, κρίνεται ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. Η ελευθερία απόκλισης από το δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο είναι μεγαλύτερη όταν η προηγούμενη απόφαση συγκρούεται με θεμελιώδη συνταγματικό κανόνα (Μαυρογένης ν. Βουλή των Αντιπροσώπων κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77, απόφαση επί της Έφεσης κατά της Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 83/2016 Γεώργιος Στυλιανίδης ν. Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, ημερ. 5 Φεβρουαρίου, 2018).
Στην Κυπριακή έννομη τάξη, η συμπερίληψη του δεσμευτικού δικαστικού προηγουμένουμεταξύ των πηγών δικαίου, ουδέποτε θεωρήθηκε ως απώλεια, έστω και σε ορισμένο βαθμό, της δικανικής αυτοτέλειας. Ο Κύπριος δικαστής, ως δικαστής του κοινού δικαίου, δεν θεωρεί ότι η εσωτερική δικανική ανεξαρτησία του επηρεάζεται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή σε οιονδήποτε βαθμό, από την υποχρέωσή του να εφαρμόζει τις νομικές αρχές οι οποίες διατυπώνονται στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και επί τη βάσει των οποίων επιλύονται οι εκεί διαφορές.
Στα συστήματα του κοινού δικαίου, η συμπερίληψη του δεσμευτικού δικαστικού προηγουμένου μεταξύ των πηγών των εφαρμοστέων νομικών αρχών και κανόνων αποδίδεται στην ανάγκη για ασφάλεια δικαίου: για να αισθάνεται η κοινωνία ασφαλής και για να είναι πεπεισμένη ότι αποδίδεται δικαιοσύνη, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να υπάρχει ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου (απόφαση επί της Πολιτικής Έφεσης αρ. 319/2008 Γουότς κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά., ημερ. 7 Ιουλίου,2014). Στην μελέτη του «ΤοΑγγλικό Κοινό Δίκαιο, οι Κανόνες της Επιείκειας και η Εφαρμογή τους στην Κύπρο» (1981), οπρώην Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και πρώην μέλος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου Γεώργιος Μ. Πικής αναφέρει τα ακόλουθα:
«Με τη συστηματοποίηση του κοινού δικαίου επικρατεί η αρχή του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων, δηλαδή δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από τις αρχές του κοινού δικαίου όπως προσδιορίζονται στις αποφάσεις των ανώτερων δικαστηρίων της Αγγλίας. Η αρχή του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων πηγάζει από την πεποίθηση ότι η βεβαιότητα για το δίκαιο αποτελεί προϋπόθεση για την επικράτηση κράτους δικαίου. Τα ευεργετήματα από το βέβαιο και σαφή προσδιορισμό του δικαίου κρίνεται ότι αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα από πιθανές ατέλειες του δικαίου. Η ανάπτυξη του κοινού δικαίου, ανεξάρτητα από οποιονδήποτε Κώδικα, εξεταζόμενη σε συνδυασμό με την εξουσία των δικαστών να προσδιορίζουν και να διατυπώνουν το δίκαιο, κατάστησε αναγκαία την υιοθέτηση της αρχής του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων για αποτροπή τάσεων προς την κατεύθυνση απονομής της δικαιοσύνης ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και τις πεποιθήσεις των εκάστοτε δικαστών. Η απεριόριστη δικαστική εξουσία είναι τόσο επικίνδυνη όσο και η απεριόριστη εξουσία της Εκτελεστικής Εξουσίας στον τομέα της διακυβερνήσεως της χώρας …
Η καθιέρωση της αρχής του δεσμευτικού των δικαστικών αποφάσεων οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους, τους εξής:-
α) Την πίστη ότι η βεβαιότητα για το δίκαιο συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικής αρμονίας, και
β) Στην κατοχύρωση της αρχής της ισότητας όλων των πολιτών έναντι του νόμου, που επιβάλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που βρίσκονται στην ίδια θέση.» …»
4.Η πρόσθετη παράμετρος της δικανικής αυτοτέλειας και του δεσμευτικού δικαστικού προηγουμένου συνεπεία της συμμετοχής της Δημοκρατίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης και την Ευρωπαϊκή Ένωση
Η προσχώρηση της Δημοκρατίας στοΣυμβούλιο της Ευρώπης («το ΣτΕ», Council of Europe) και στην Ευρωπαϊκή Ένωση («η ΕΕ», European Union) προσέδωσε στην δικανική αυτοτέλεια και το δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο μίαν πρόσθετη παράμετρο εφ’ όσον οι διεθνείς αυτοί οργανισμοί διαθέτουν δικαιοδοτικά όργανα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («το ΕΔΑΔ», European Court of Human Rights) και το Δικαστήριο τηςΕυρωπαϊκής Ένωσης («το ΔΕΕ», Court of Justice of the European Union), αντιστοίχως. Η νομολογία των δύο αυτών δικαστηρίων, πλούσια και, ως επί το πλείστον, συνεκτική και εξελικτική, διαμορφώνει την νομολογία των ημεδαπών δικαστηρίων.
4.1. Η Δημοκρατία προσεχώρησε στο Στε στις 24 Μαΐου, 1961, και κύρωσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («η ΕΣΔΑ», European Convention for Human Rights- υιοθετήθηκε από το ΣτΕ το 1950), με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικόν) Νόμον (Ν.32/1962, τέθηκε σε ισχύ στις 24Μαΐου, 1962). Το ΕΔΑΔ ιδρύθηκε δυνάμει του Άρθρου 19 της ΕΣΔΑ και σκοπεύει στην διασφάλιση της τήρησης, εκ μέρους των κρατών-μελών του ΣτΕ, των συμβατικών τους υποχρεώσεων όσον αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι αποφάσεις του δεσμεύουν τα οικεία κράτη-μέλη. Στην απόφαση επί της Πολιτικής Έφεσης αρ. 63/2012 Δημοκρατία ν. χχχ Ονουφρίου, 23 Νοεμβρίου, 2018, αναφέρεται πως « … το ΕΔΑΔ δεν συνιστά Δικαστήριο τετάρτου βαθμού, ακυρωτικό των αποφάσεων των εθνικών Δικαστηρίων, αλλά ομοιάζει με συνταγματικό, τροπόν τινά, Δικαστήριο με τη διαφορά ότι δεν μπορεί να υποδείξει ευθέως στα κράτη μέλη να τροποποιήσουν την εθνική τους νομοθεσία ή να λάβουν άλλα μέτρα.» Όσον αφορά στην επίδραση της νομολογίας του ΕΔΑΔ στο Κυπριακό δικαιοδοτικό σύστημα, σημειώνουμε, ιδίως, τα εξής:
(α) Η νομολογία των Κυπριακών δικαστηρίων αναφέρεται στην νομολογία του ΕΔΑΔ και εναρμονίζεται με τις νομικές αρχές που αυτή ενσωματώνει (Μάτσιας κ.α. (2011) 1 (Α) Α.Α.Δ. 152, 173 και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της Αγωγής αρ. 1/2018 M.D.Cyprus Soya Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, ημερ. 25 Φεβρουαρίου, 2019).
(β) Τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του ΕΔΑΔ εν σχέσει με το πώς εξελίχθηκαν τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα στις περιπτώσεις παραβίασης δικαιωμάτων, προστατευομένων από την ΕΣΔΑ, δεσμεύουν το εθνικό δικαστήριο όταν αυτό, στην συνέχεια, καλείται να επιδικάσει αποζημιώσεις υπέρ του θύματος. Εάν το ΕΔΑΔ διαπιστώσει τέτοια παραβίαση, το εθνικό δικαστήριο αντιμετωπίζει το σχετικό αδίκημα ως στοιχειοθετημένο [Δημοκρατία ν. χχχ Ονουφρίου (ανωτέρω)].
(γ) Η νομολογία του ΕΔΑΔ κυριαρχεί στις υποθέσεις που αφορούν στο αστικό αδίκημα της δυσφήμισης (άρθρα 17 επ. του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148). Η Κυπριακή νομολογία ακολουθεί: (i) την διαπίστωση της νομολογίας του ΕΔΑΔ για την στενή σύνδεση του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης (το οποίο στοχεύει στην προστασία της καλής φήμης και της υπόληψης που το πρόσωπο απολαμβάνει εντός της κοινωνίας στην οποίαν ζει), με την ελευθερία του λόγου (την ελευθερία του ατόμου να εκφράζει τις απόψεις και την ιδεολογία του, χωρίς να φοβάται ότι θα λογοκριθεί και ή ότι θα υποστεί νομικές κυρώσεις) και (ii) την σύγχρονη τάση της νομολογίας του ΕΔΑΔ να περιορίζει το δικαίωμα στην καλή φήμη και την υπόληψη χάριν της ελευθερίας του λόγου (Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ κ.α. ν. Γενάρη (2011) 1 Α.Α.Δ. 1952, απόφαση επί της Πολιτικής Έφεσης αρ. 59/2012 Μαύρος κ.α. ν Παπαπέτρου, ημερ. 29 Μαίου, 2018, και απόφαση επί της Πολιτικής Έφεσης αρ. 129/2013 Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.α. ν. χχχ Κουλία, ημερ. 4 Ιουνίου, 2019).
4.2. Η Δημοκρατία προσεχώρησε στην ΕΕ την 1η Μαΐου 2004 και επέλεξε όπως η δεσμευτική ενωσιακή νομοθεσία (οι Κανονισμοί, οι Οδηγίες, άλλες πράξεις ή δεσμευτικά μέτρα νομοθετικού χαρακτήρα που θεσπίζονται από την ΕΕ ή από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή από τα θεσμικά τους όργανα ή από τα αρμόδιά τους σώματα στη βάση των συνθηκών που ιδρύουν τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή την ΕΕ) έχει, στο εσωτερικό δίκαιο, ισχύ υπέρτερη των διατάξεων του Συντάγματος. Αυτό ορίζεται στο νέο Άρθρο 1Α του Συντάγματος (θεσπίσθηκε με τον περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2006, Ν. 127(Ι)/2006).
Το ΔΕΕ, θεσμικό όργανο της ΕΕ, αποτελείται από δύο επιμέρους δικαιοδοτικά όργανα: το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο. Το ΔΕΕ ερμηνεύει το δίκαιο της ΕΕ, ώστε αυτό να εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη-μέλη, και διευθετεί τις νομικές διαφορές μεταξύ εθνικών κυβερνήσεων και οργάνων της ΕΕ και μεταξύ ιδιωτών και οργάνων της ΕΕ. Οι αποφάσεις του δεσμεύουν τα οικεία κράτη-μέλη. Όσον αφορά στην επίδραση της νομολογίας του ΔΕΕ στο Κυπριακό δικαιοδοτικό σύστημα, σημειώνουμε, ιδίως, τα εξής:
(α) Η νομολογία των Κυπριακών δικαστηρίων αναφέρεται στην νομολογία του ΔΕΕ και εναρμονίζεται με τις νομικές αρχές που αυτή ενσωματώνει όσον αφορά στην ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου και όσον αφορά στην εγκυρότητά του (απόφαση επί της Πολιτικής Έφεσης αρ. 50/2020 χχχ Ghebali, ημερ. 20 Μαΐου, 2020).
(β) Τα πρωτοβάθμια Κυπριακά Δικαστήρια δύνανται και το Ανώτατο Δικαστήριο, κατ’ αρχήν, υποχρεούται να παραπέμπουν ενώπιον του Δικαστηρίου, για απόφαση, ζητήματα τα οποία ανακύπτουν ενώπιόν τους και τα οποία αφορούν «στο κύρος και την ερμηνεία των αποφάσεων-πλαίσιο και των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του Τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στην ερμηνεία των συμβάσεων που καταρτίζονται με βάση τον Τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στο κύρος και την ερμηνεία των μέτρων εφαρμογής τους» (άρθρο 34 Α του Ν.14/1960). Τα Κυπριακά Δικαστήρια προβαίνουν στο διάβημα αυτό εάν κρίνουν πως το ζήτημα που παραπέμπεται είναι ουσιώδες και πως η σχετική απόφαση του Δικαστηρίου είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής τους απόφασης (απόφαση επί των Αναθεωρητικών Εφέσεων αρ. 42/2013 κ.α. Kristian Bekefi ν. Δημοκρατία, 8 Σεπτεμβρίου, 2015). Προδικαστική παραπομπή ζητήματος ενώπιον του Δικαστηρίου χωρεί «ακόμη και αυτεπαγγέλτως, έστω και αν ακόμη το χρησιμοποιηθέν δικονομικό μέτρο από διάδικο είναι ελλιπές ή άκυρο» [απόφαση χχχ Ghebali (ανωτέρω)].
5. Όπως αναφέρεται στην αρχή, η συμμετοχή ενός κυρίαρχου κράτους σε έναν διεθνή οργανισμό, ο οποίος διαθέτει δικαιοδοτικό όργανο, αποτελεί ζήτημα επιλογής. Και εφ’ όσον γίνει, η επιλογή αυτή προσδίδει μίαν πρόσθετη παράμετρο τόσον στην αρχή της δικανικής αυτοτέλειας όσον και στην αρχή του δεσμευτικού δικαστικού προηγουμένου. Η πρόσφατη έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ και οι συζητήσεις που προηγήθηκαν με επίκεντρο και την «ανάκτηση της κυριαρχίας» των δικαστηρίων της χώρας, απέδειξε πως τέτοια επιλογή μπορεί να αναθεωρηθεί. Φαίνεται πως εάν, με το πέρασμα του χρόνου και την απόκτηση της σχετικής εμπειρίας, το κυρίαρχο κράτος δεν ικανοποιείται από την διαμορφωθείσα κατάσταση, έχει την δυνατότητα να αποχωρήσει από τον συγκεκριμένο διεθνή οργανισμό για να ανακτήσει, μεταξύ άλλων, και τα όσα θεωρεί ότι απώλεσε στον δικαιοδοτικό τομέα.