Το θέμα της διαφθοράς έχει καταστεί πλέον και στην Κύπρο κεντρικό αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, άλλοτε δικαιολογημένα και άλλοτε αδικαιολόγητα. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών αποτελεί μέτρο πρόληψης και μέσο αποκάλυψης ενδεχόμενων πράξεων διαφθοράς, ώστε να αποτρέπεται ο πλουτισμός μέσω της αθέμιτης χρησιμοποίησης της εξουσίας. Με τον περί του Προέδρου, των Υπουργών και των Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας ν. 49(Ι)/04, ως τροποποιήθηκε με το ν. 68(Ι)/17, δηλαδή τη νομοθεσία για το πόθεν έσχες, καθορίστηκε η υποχρέωση του Προέδρου της Δημοκρατίας, των Υπουργών και των βουλευτών να καταθέτουν μέσα σε τρεις μήνες από την ανάληψη του αξιώματός τους και ακολούθως ανά τριετία για όσο χρόνο κατέχουν το αξίωμά τους, ή και εντός τριών μηνών από την απώλεια του αξιώματος, δήλωση με τα περιουσιακά στοιχεία και χρέη των ιδίων, των συζύγων τους και τυχόν ανήλικων τέκνων, καθώς και οποιαδήποτε διαφοροποίηση των περιουσιακών στοιχείων τους από την προηγούμενη δήλωση. Η δήλωση υποβάλλεται σε ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή που απαρτίζεται από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Βουλής, δύο τακτικά και δύο αναπληρωματικά μέλη. Η εν λόγω επιτροπή μπορεί να διεξάγει έρευνα σχετικά με το περιεχόμενο δήλωσης αν υπάρχει ενώπιόν της ένορκη γραπτή καταγγελία για περιουσιακό όφελος που δεν περιλήφθηκε στη δήλωση ή αν φαίνεται πως στη δήλωση συμπεριλήφθηκαν αναληθή στοιχεία ή μη αιτιολόγηση της πηγής αύξησης της περιουσίας από την προηγούμενη δήλωση. Επί τούτου μπορεί να διενεργηθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη από ελεγκτές.
Οπωσδήποτε για την περίοδο πριν κάποιος αποκτήσει το αξίωμα, ο νόμος δεν ελέγχει το ‘πόθεν’, αλλά αποκλειστικά το ‘έσχες’. Αυτό είναι εύλογο, εφόσον σκοπός είναι η καταπολέμηση της διαφθοράς που συνδέεται με την κατοχή αξιώματος και κατ’ επέκταση το ‘πόθεν’ αποκτά ενδιαφέρον μόνο κατά την περίοδο που κάποιος κατέχει συγκεκριμένο αξίωμα. Η φιλοσοφία του συστήματος δεν είναι κυπριακής προέλευσης, αλλά στηρίζεται σε συστήματος ελέγχου που χρησιμοποιούνται και σε άλλα κράτη. Εντούτοις, το σύστημα είναι ανεπαρκές για να καταπολεμήσει τη διαφθορά, άλλοτε για λόγους που είναι εγγενώς δυσχερές να ξεπεραστούν και άλλοτε για λόγους που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν αν υπήρχε πράγματι πολιτική βούληση του συνόλου πολιτικού συστήματος για καταπολέμηση της διαφθοράς.
Ποιες είναι οι εγγενείς δυσχέρειες: ο νόμος αποσκοπεί αποκλειστικά στα περιουσιακής φύσης ωφελήματα. Εντούτοις, τα περισσότερα ωφελήματα δεν είναι κατ’ ανάγκη περιουσιακής μορφής, αλλά ανταλλάγματα πολιτικής υποστήριξης. Αν δηλαδή ένας βουλευτής ψηφίσει με συγκεκριμένο τρόπο με σκοπό την εξασφάλιση πολιτικής στήριξης, δεν τον αφορά ο νόμος. Παρόμοια ωφελήματα ενδεχομένως περιλαμβάνουν και χρηματοδότηση προεκλογικής εκστρατείας του υποψηφίου, χρηματική εισφορά στο κόμμα ή άλλα περιουσιακής φύσης ανταλλάγματα που όμως δεν συνιστούν ‘περιουσιακά ωφελήματα’ με την έννοια της νομοθεσίας του πόθεν έσχες. Συνεπώς για αυτά ο νόμος εκ των πραγμάτων σιωπά. Αντίστοιχα ο νόμος σιωπά για ωφελήματα επαγγελματικής φύσης, π.χ. στήριξη επιχειρηματικών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων του πολιτικού, τα οποία μπορούν να προσδώσουν (υπερ-) αξία στην περιουσία εταιρείας ή άλλης επιχείρησης στην οποία είναι εκ των κυρίων μετόχων ή στην οποία είναι εκ των κυρίως μετόχων στενά οικογενειακά του πρόσωπα, χωρίς όμως να αποδίδουν άμεσο περιουσιακό ωφέλημα εντός της έννοιας της νομοθεσίας στον πολιτικό.
Αν φυσικά το κέρδος δαπανηθεί δεν υπάρχει μεταβολή περιουσιακών στοιχείων και για αυτό πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον έλεγχο οι συνθήκες διαβίωσης. Αυτό όμως προφανώς δεν είναι ευχερές να διακριβωθεί. Περαιτέρω, ένας πολιτικός που είναι τόσο διεφθαρμένος ώστε να αποκτά αθέμιτο κέρδος μέσω πράξεων διαφθοράς, προφανώς δεν θα είχε οποιοδήποτε ενδοιασμό να το αποκρύψει, κατά τρόπο ώστε ο έλεγχος να καταστεί δυσχερής. Ιδιαίτερα μάλιστα αν τα κρυμμένα περιουσιακά ωφελήματα βρίσκονται σε τραπεζικές θυρίδες, σε εταιρείες αχυρανθρώπων, σε χώρες του εξωτερικού που συνιστούν φορολογικούς παραδείσους, έχουν χρησιμοποιηθεί για αγορά κινητής ιδιοκτησίας που δεν καταγράφεται, όπως π.χ. πινάκων ή κοσμημάτων κοκ. Η απειλή κυρώσεων όμως ουδέποτε αποθαρρύνει όσους προβαίνουν σε πράξεις διαφθοράς. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσω του αποτελεσματικού ελέγχου και για αυτό δεν είναι τυχαίο που το σύστημα που καθιερώθηκε με το ν. 49(Ι)/04 δεν έχει επιτύχει τον διακηρυγμένο σκοπό του.
Στο σύντομο αυτό σημείωμα επικεντρώνομαι σε ορισμένες μόνο πρακτικές και ευχερώς υλοποιήσιμες εισηγήσεις, νοουμένου ότι υπάρχει η αναγκαία πολιτική βούληση:
Α. Είναι αδιανόητο η αρμόδια επιτροπή ελέγχου να απαρτίζεται από κοινοβουλευτικούς, δηλαδή από πολιτικά πρόσωπα. Ως ορθά αναφέρει ο Φ. Αρναούτογλου, Ελέγχοντας το «Πόθεν Έσχες» Πολιτικών. Η Ματιά του Δικαστή και η Ματιά των Πολιτικών, Αθήνα: Πληθώρα, 2018 και ο Εισαγγελέας Ι. Τέντες στον πρόλογό του στο ίδιο βιβλίο, είναι ουσιώδης η κατά πλειοψηφία ουσιαστική συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών στο όργανο ελέγχου. Αυτό επιτεύχθηκε στην Ελλάδα με το ν. 4281/14. Θα πρόσθετα πως στην επιτροπή θα έπρεπε οπωσδήποτε να προεδρεύει δικαστής που να διορίζει το Ανώτατο Δικαστήριο. Θα μπορούσε ενδεχομένως να συμμετείχαν εκπρόσωποι της Κεντρικής Τράπεζας, της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ή της Γενικής Εισαγγελίας, στο βαθμό όμως που θα ήταν σαφές πως ο διορισμός τους στην επιτροπή γίνεται υπό την προσωπική τους ιδιότητα και χωρίς να λαμβάνουν οδηγίες από κανένα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Οπωσδήποτε η συμμετοχή π.χ. στελέχους της νομικής ή της ελεγκτικής υπηρεσίας που θα λάμβαναν οδηγίες ή θα έδιναν πληροφορίες στους ανωτέρους τους, δεν θα συμβιβαζόταν με την αναγκαία λειτουργική ανεξαρτησία που απαιτείται για τη στελέχωση μιας τέτοιας επιτροπής. Θα μπορούσε ενδεχομένως να διοριστεί και καθηγητής πανεπιστημίου συναφούς γνωστικού αντικειμένου. Σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογείται κατάθεση δηλώσεων πόθεν έσχες από πολιτικά πρόσωπα σε επιτροπή που απαρτίζεται από επίσης πολιτικά πρόσωπα.
Β. Δεν είναι νοητό ο έλεγχος να διενεργείται μόνο επί ένορκης καταγγελίας προσώπου (που μάλιστα σύμφωνα με το άρθρο 10 του Νόμου κινδυνεύει με ποινικό αδίκημα σε περίπτωση που δεν αποδειχθεί η καταγγελία του και κριθεί πως αυτή έγινε με ασύγγνωστη αμέλεια) ή γενικόλογη αναφορά ότι να φαίνεται πως στη δήλωση έχουν περιληφθεί αναληθή στοιχεία. Πώς να φαίνεται αυτό με απλή ανάγνωση της δήλωσης; Η επιτροπή θα πρέπει να έχει εξουσία, την οποία να ασκεί, διεξαγωγής δειγματοληπτικού ελέγχου, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις Υπουργών παραγωγικών υπουργείων (π.χ. εμπορίου και βιομηχανίας, γεωργίας, εσωτερικών κοκ), και αρχηγών ή εκπροσώπων κοινοβουλευτικών κομμάτων. Εξουσία ελέγχου που είναι δεδομένο ότι δεν θα ασκηθεί δεν είναι εξουσία ελέγχου.
Γ. Τα μέλη της επιτροπής θα πρέπει να αφιερώνουν σημαντικό ποσοστό του επαγγελματικού τους χρόνου στην επιτροπή και να προβλέπεται για τους κρατικούς υπαλλήλους ανάλογη μείωση των άλλων υποχρεώσεών τους, ώστε να μπορούν πράγματι να ασκήσουν το έργο τους με ανεξαρτησία. Θα μπορούσε ενδεχομένως η επιτροπή να συνενωθεί με την επιτροπή ελέγχου ασυμβιβάστου, ώστε να γίνει αποκλειστικής απασχόλησης, κατ’ αποκλεισμό κάθε άλλης δραστηριότητας των μελών της για όσο χρόνο διαρκεί ο διορισμός τους.
Δ. Θα πρέπει επίσης να δίδεται στην επιτροπή αυτή ουσιαστική εξουσία εκ του νόμου. Εξουσία π.χ. ως αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 11 του υφιστάμενου νόμου για να ζητηθεί απλώς από τον ενδιαφερόμενο η άρση απορρήτου, δεν επαρκεί. Θα πρέπει να παρέχεται ρητά η συγκατάθεση άρσης απορρήτου. Στην Ελλάδα π.χ. ο νόμος ορίζει ότι κανένα είδους φορολογικού ή τραπεζικού απορρήτου δεν αντιτάσσεται και θεσπίζεται υποχρέωση δημοσίων αρχών και ιδιωτών να δίδουν πληροφορίες. Οι εξουσίες της Επιτροπής Ανταγωνισμού θα μπορούσαν εν προκειμένω να συνιστούν πρότυπο. Σαφώς η επιτροπή θα πρέπει να υποστηρίζεται όχι μόνο από ελεγκτές, αλλά και από ειδικούς πραγματογνώμονες που να μπορούν να φέρουν σε πέρας το δύσκολο έργο του ελέγχου.
Ε. Απαιτείται διεύρυνση των προσώπων που υποβάλλουν δηλώσεις. Επί τούτου δεν υπάρχει καμιά απολύτως δικαιολογία για τη δικαστική εξουσία, η οποία έκρινε με απόφασή του Ανώτατου Δικαστηρίου ως αντισυνταγματικό και αντίθετο προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών νόμο με τον οποίο διδόταν η εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να εκδώσει διαδικαστικό κανονισμό με τον οποίο να ρυθμίζει την υποβολή δήλωσης περιουσιακών στοιχείων και δήλωσης μεταβολής περιουσιακών στοιχείων των δικαστών στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Δεν συμφωνώ επ’ ουδενί ότι κατ’ επίκληση μιας παρόμοιας εντελώς καταχρηστικής παρερμηνείας της αρχής της διάκρισης των εξουσιών μπορεί το Ανώτατο Δικαστήριο να θεωρεί εαυτόν ως υπεράνω οποιουδήποτε ελέγχου και σαφώς θεωρώ ότι το κυπριακό Σύνταγμα παρέχει στη Βουλή την εξουσία να καθιερώνει με νόμο σύστημα ελέγχου πράξεων διαφθοράς και αν αυτές αφορούν τη δικαστική εξουσία. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών δεν έχει ερμηνευθεί σε άλλα κράτη με πολύ μεγαλύτερη παράδοση λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών από την Κύπρο με παρόμοιο ακραίο τρόπο και δεν θεωρώ ότι μια παρόμοια ερμηνεία βρίσκει έρεισμα στο κυπριακό Σύνταγμα. Προφανώς βέβαια για να μπορεί ηθικά η Βουλή να επιβάλει στο δικαστικό σώμα τον έλεγχο από τρίτους, θα πρέπει πρώτα να τον εφαρμόσει για τον εαυτό της και για την εκτελεστική εξουσία.