Στον απόηχο της απόφασης του τουρκικού Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και της επικύρωσης της από τον Ερντογάν, για μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, πέραν του γεγονότος ότι τέτοια πράξη δεν έχει προηγούμενο, αποτελεί μια εξέλιξη, η οποία επιβάλλει και μια δεύτερη βαθύτερη ανάγνωση από τη δική μας πλευρά, ως μια ξεκάθαρη προειδοποίηση για τις εξελίξεις στο εγγύς μέλλον.
Στις 16 Μαρτίου του 1983, η Τουρκία κύρωσε τη Σύμβαση της UNESCO της 16ης Νοεμβρίου 1972 για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς (εφεξής η «Σύμβαση»). Ακολούθως η τότε κυβέρνηση Τουργκούτ Οζάλ προχώρησε στην καταχώρηση των ιστορικών περιοχών της Κωνσταντινούπολης, συμπεριλαμβανομένης και της Αγίας Σοφίας, ως μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, με την ενέργεια της να εγγράψει αυτές τις περιοχές στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Η εγγραφή ενός μνημείου στον σχετικό κατάλογο, κατά το άρθρο 11(2) της Σύμβασης, δημιουργεί κατ’ επέκταση και μια σειρά νομικών υποχρεώσεων στο κράτος όπου βρίσκεται το μνημείο. Συμφώνα με το άρθρο 4 της Σύμβασης, κάθε κράτος μέλος οφείλει να πράττει ότι είναι δυνατόν για επίτευξη της προστασίας, της συντήρησης, της αξιοποίησης και της μεταβίβασης στις επόμενες γενεές της επί του εδάφους του κείμενης πολιτιστικής ή φυσικής κληρονομίας. Το άρθρο 5 της Σύμβασης αναφέρει ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη έχουν πρωτογενώς ευθύνη προστασίας τέτοιων μνημείων, με τη λήψη θετικών και αποτελεσματικών μέτρων προς αυτό τον σκοπό, μέσω κατάλληλων νομικών, επιστημονικών, τεχνικών, διοικητικών και οικονομικών μέτρων για τον καθορισμό, την προστασία, τη συντήρηση, την αξιοποίηση και την αποκατάσταση των μνημείων.
Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 6(1) της Σύμβασης, ανεξαρτήτως της αρχής της κρατικής κυριαρχίας και των σχετικών υποχρεώσεων του κράτους όπου βρίσκεται το μνημείο, η προστασία του αποτελεί υποχρέωση, η οποία ξεφεύγει από αυτά τα στενά όρια της κρατικής κυριαρχίας και ανάγεται σε υποχρέωση και καθήκον που βαρύνει το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, εφόσον η ίδια η Σύμβαση χαρακτηρίζει τέτοια μνημεία ως κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας και για αυτό τον λόγο αποτελεί επίσης υποχρέωση, η συνδρομή όλων των κρατών μελών της Σύμβασης προς αυτή την κατεύθυνση. Σύμφωνα δε με το άρθρο 6(3) της Σύμβασης, τα συμβαλλόμενα κράτη οφείλουν να απέχουν από την εθελούσια λήψη μέτρων που ενδέχεται να οδηγήσει στην έμμεση ή άμεση βλάβη του μνημείου.
Η διατήρηση του οικουμενικού χαρακτήρα των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, συμπεριλαμβάνεται στις ως άνω διεθνείς υποχρεώσεις, κατά τον σκοπό των σχετικών διατάξεων και στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας. Αυτό επιτυγχάνεται με τη διατήρηση και την προστασία της ως μνημείο, στη βάση του ιστορικού υποβάθρου και προορισμού της, με ανεξαιρέτως ελεύθερη πρόσβαση όλων σε αυτήν, αλλά και με την άνευ όρων διαφύλαξη των βυζαντινών αγιογραφιών που κινδυνεύουν από τις παρεμβάσεις για την μετατροπή της σε ισλαμικό τέμενος. Η τουρκική πλευρά, παραβλέποντας τα πιο πάνω, επιχειρεί να παρουσιάσει το θέμα ως ζήτημα εσωτερικής της δικαιοδοσίας, δηλαδή ως μέρος των υποθέσεων για τις οποίες η αρχή της κρατικής κυριαρχίας επιτρέπει στα κράτη να αποφαίνονται ελεύθερα, παρορώντας το γεγονός ότι η Αγία Σοφία δεν αποτελεί περιουσιακό στοιχείο του τουρκικού δημοσίου, αλλά ένα μνημείο παγκόσμιας εμβέλειας και ενδιαφέροντος.
Η UNESCO ανακοίνωσε ότι η Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς θα αξιολογήσει εκ νέου το καθεστώς της Αγίας Σοφίας, αναφέροντας ότι είναι λυπηρό που η απόφαση της Τουρκίας δεν ήταν αντικείμενο διαλόγου, ούτε υπήρξε κάποια γνωστοποίηση νωρίτερα, υπενθυμίζοντας στην Τουρκία τις νομικές της υποχρεώσεις. Περεταίρω η διεθνής αντίδραση επί του ζητήματος περιελάμβανε δηλώσεις εκ μέρους των ΗΠΑ περί απογοήτευσης για τη στάση της Τουρκίας με προφορική επίσης καταδίκη, ανακοίνωση περί λυπηρής απόφασης για την Αγία Σοφία εκ μέρους του Ύπατου Εκπροσώπου Εξωτερικής Πολιτικής της Ε.Ε. και έκφραση θλίψης εκ μέρους της Γαλλικής Κυβέρνησης, ως επίσης παρόμοιας φύσης αντίδραση και από την Ρωσία. Τα πιο πάνω αποτέλεσαν τον τρόπο αντίδρασης μεγάλων παικτών της παγκόσμιας σκακιέρας αλλά και του καθ΄ ύλην αρμόδιου οργανισμού για την προστασία των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς. Η παραβίαση του διεθνούς δικαίου στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνίσταται απλά στην παραβίαση ενός κανόνα εθιμικού δικαίου, ο οποίος ίσως να τελεί υπό αμφισβήτηση, κάτω από διιστάμενες απόψεις της επιστήμης του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, αλλά συνίσταται στην παραβίαση γραπτής διεθνούς συμφωνίας την οποία η ίδια η Τουρκία υπέγραψε, κύρωσε και αξιοποίησε με την εγγραφή περιοχών και μνημείων στον σχετικό κατάλογο, σύμφωνα με την Σύμβαση.
Εν ολίγοις η Τουρκία με τις ενέργειες της παραβιάζει μια συμφωνία στην οποία η ίδια είχε αυτοβούλως προσχωρήσει, είχε αποδεχθεί τις απορρέουσες υποχρεώσεις και δεν επρόκειτο για κανόνα που επιβάλλεται η εφαρμογή του ως η κρατούσα άποψη του διεθνούς δικαίου. Εν τούτοις όμως αποφάσισε μονομερώς, στο χρονικό σημείο που έκρινε ωφέλιμο, να μην τηρήσει τις υποχρεώσεις της επειδή αυτό κρίθηκε κατάλληλη αντίδραση προς εξυπηρέτηση της εσωτερικής πολιτικής, κατά τον εν λόγω χρόνο. Αυτή η εξέλιξη χρήζει μιας δεύτερης βαθύτερης ανάγνωσης, όχι επειδή θα καταδείξει ένα καινούριο ζήτημα, αλλά λόγω και των εξελίξεων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί μια ακόμα προειδοποίηση για το ποίον έχουμε απέναντι μας, έχοντας υπόψη βεβαίως ότι η αιχμή του δόρατος από την πλευρά μας αποτελεί απλά και μόνο η επίκληση του διεθνούς δικαίου.
Στις διεθνείς σχέσεις μεταξύ των κρατών, όπου ουσιαστικά δεν υπάρχει δίκαιο με την μορφή που υπάρχει ως κανόνας δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη μιας χώρας, εν τέλει η ισχύς και όχι το δίκαιο παραμένει ο βασικός παράγοντας διαμόρφωσης του, όπως διαφαίνεται από αρχαιοτάτων χρόνων στην ανθρώπινη ιστορία. Ο ισχυρός προβάλλει την εικόνα του δίκαιου και ορθού κάτι το οποίο αποτελεί μια ψευδαίσθηση, εφόσον ουσιαστικά αυτό που επικαλείται είναι η ισχύς. Οι Αθηναίοι το Μάρτιο του 416 π.Χ. εμφανίστηκαν στη Μήλο, έχοντας ως στόχο να πείσουν τους Μηλίους να προσχωρήσουν στη συμμαχία τους. Όταν οι Μήλιοι επέμεναν να επικαλούνται τις αρχές του διεθνούς δικαίου και της ηθικής, η θέση των Αθηναίων ήταν ότι επιθυμούν να επιτύχουν όσα θεωρούν δυνατά, από εκείνα που έχουν πράγματι στο μυαλό τους και οι δύο πλευρές, αφού γνωρίζουν αμφότεροι ότι το δίκαιο λαμβάνεται υπόψη μόνο όταν και τα δύο αντίπαλα μέρη κατέχουν ίση δύναμη για την επιβολή του και όταν αυτό δεν συμβαίνει οι ισχυροί υλοποιούν όσα τους επιτρέπει η δύναμη τους.
Ο διάλογος των Μηλίων με τους Αθηναίους αποτελεί ένα από τα δραματικότερα επεισόδια του Πελοποννησιακού Πολέμου και έχει μείνει στην ιστορία ως η αντιπαράθεση του δικαίου έναντι της ισχύος. Είναι ευρέως γνωστή η φράση των Αθηναίων προς τους Μηλίους ότι «ο ισχυρός επιβάλει ότι του επιτρέπει η δύναμη του και ο ασθενέστερος παραχωρεί ότι του επιβάλλει η αδυναμία του». Μάλιστα το πιο πάνω απόσπασμα, οφείλω να ομολογήσω, αποτέλεσε και το έναυσμα εξαιρετικά μακρών και ενδιαφερουσών συζητήσεων από τα φοιτητικά έδρανα του πανεπιστημίου μέχρι και σήμερα, με τον τότε καθηγητή Φιλοσοφίας Δικαίου και μετέπειτα πολύ καλό φίλο, συζητήσεις οι οποίες ήταν, σε προσωπικό, το θεμέλιο για κατανόηση των εν λόγω ζητημάτων στο μέγιστο δυνατό βαθμό.
Ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση προκαλεί η απάντηση των Αθηναίων, μετά την επίκληση του δικαίου από τους Μηλίους και του αδίκου των πράξεων των Αθηναίων, ότι «και οι δύο γνωρίζουμε ότι κατά την συζήτηση των ανθρωπίνων πραγμάτων, το επιχείρημα της δικαιοσύνης έχει αξία μόνο μεταξύ ισοδυνάμων». Πικρή διαχρονική πραγματικότητα. Μηχανισμός αντίστοιχος της αστυνομίας, στα πλαίσια των κρατών, που να μπορεί να επιβάλει τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, των αποφάσεων του Διεθνούς Δικαστηρίου ή των ψηφισμάτων της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ σε κράτη που δεν τα αποδέχονται δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει αντίστοιχο και αποτελεσματικό σώμα, όπως η αστυνομία στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών, για να επιβάλει το διεθνές δίκαιο στα κράτη που το παραβιάζουν. Αφού δεν υπάρχει τελεσφόρος μηχανισμός για την επιβολή του διεθνούς δικαίου, αυτό ερμηνεύεται και επιβάλλεται από αυτούς που μπορούν. Το διεθνές δίκαιο το ερμηνεύει και το επιβάλει το κράτος που έχει την δυνατότητα να το επιβάλει, κατά τα συμφέροντα του. Ο ισχυρός επιβάλλει το δίκαιο και βεβαίως το δίκαιο δεν επιβάλλεται στον ισχυρό. Επομένως είναι τουλάχιστον αναποτελεσματικό να διατυμπανίζει ο αδύναμος απλά και μόνο τις δίκαιες επιδιώξεις του εάν απευθύνεται στον ισχυρό.
Στην σύγχρονη διαμόρφωση της παγκόσμιας σκακιέρας, οι σχέσεις των κρατών αποτελούν ένα συνονθύλευμα ανταγωνισμού, συνεργασίας και διαμάχης με συνεχή εναλλαγή μεταξύ πολέμου και ειρήνης, προς διεκδίκηση των εκάστοτε συμφερόντων τους. Τα πάντα όμως διαμορφώνονται με βάση τη δύναμη των κρατών, η οποία στο ισοζύγιο της ισχύος δίδει την ευχέρεια στον ισχυρό να παίρνει αυτό που του επιτρέπει η δύναμη του, ενώ ο πιο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλει η αδυναμία του, εφόσον η επίκληση του δικαίου είναι αποτελεσματική μόνο μεταξύ ισοδυνάμων αντιπάλων κρατών.
Δυστυχώς ή ευτυχώς στην αντίπερα όχθη υπάρχει μια χώρα η οποία τουλάχιστον σε αυτό το ζήτημα, αν όχι και σε όλα τα ζητήματα, αποτελεί ανοιχτό βιβλίο εφοδιάζοντας μας μέσα από την σταθερά και συστηματικά παραβατική συμπεριφορά της, με όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για το πως προσεγγίζει και αντιλαμβάνεται το διεθνές δίκαιο, αλλά και τον τρόπο που επιλέγει να το ερμηνεύει. Η τουρκική πλευρά φαίνεται ότι έχει μελετήσει καλύτερα τον Θουκυδίδη από τον οποιονδήποτε. Η Τουρκία για ακόμα μια φορά, με τον τρόπο που αντιμετώπισε το ζήτημα της Αγίας Σοφίας, κατέδειξε την αδιαφορία της για την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών αλλά και την λογική με την οποία χειρίζεται τις διεθνείς υποχρεώσεις της. Σε σχέση με την ευρύτερη εξωτερική της πολιτική, που μας αφορά άμεσα, προέβαλλε και προβάλλει σταθερά τις πάγιες επιδιώξεις για την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο, για τον στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου και τον έλεγχο της μερίδας του λέοντος από τα ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά επίσης διασαλπίζει στεντόρεια και υπεροπτικά τη γενικότερη παραβατική στάση της σε σχέση με τις υποχρεώσεις της κατά το Δίκαιο της Θάλασσας.
Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος μας επισημαίνει για ακόμα μια φορά ότι δεν αρκεί να επικαλούμαστε διαρκώς, μόνο το διεθνές δίκαιο και την υποδειγματική στάση μας στα πλαίσια της διεθνούς νομιμότητας, χωρίς την ύπαρξη του υποβάθρου αξιόπιστης αποτρεπτικής ισχύος καθώς και χωρίς την επίδειξη της πολιτικής βούλησης να χρησιμοποιηθεί αυτή η δύναμη εάν απαιτηθεί. Η λογική ότι είναι αδύνατον τα ελληνικά και κυπριακά συμφέροντα να έλθουν αντιμέτωπα με την, κατά πολύ ισχυρότερη πληθυσμιακά και εξοπλιστικά, γείτονα χώρα και επομένως η μόνη λύση είναι η στρατηγική του κατευνασμού, απεδείχθη επί της ουσίας ότι αποθρασύνει την άλλη πλευρά για μεγαλύτερες διεκδικήσεις και τελικά ενισχύει την πιθανότητα δημιουργίας κρίσης και ένοπλης σύγκρουσης, μέσα από την τόνωση της αλαζονικής στάσης της άλλης πλευράς.
Η επίκληση και μόνο του διεθνούς δικαίου δεν πρόκειται να αποδώσει αυτόματα τις πραγματικά δίκαιες επιδιώξεις μας. Ως επίσης κανένας διεθνής οργανισμός ή κράτος δεν θα ορθώσει ανάστημα για να δημιουργήσει ασπίδα προστασίας για εμάς μόνο και μόνο από αβροφροσύνη. Η λύση βρίσκεται στη σύμπηξη αξιόπιστων συμμαχιών, βασισμένες σε αμοιβαία συμφέροντα, αλλά και με την πρόσδοση στην πλευρά μας αξιόπιστης ισχύος ή τουλάχιστον ταύτισης μας με τα συμφέροντα ενός ισχυρού διεθνούς παράγοντα. Μόνο με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατή η επιτυχής αποτροπή οποιασδήποτε επιβουλής ή αμφισβήτησης της εθνικής μας κυριαρχίας και των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων μας στις θαλάσσιες ζώνες.
Είναι σαφές ότι η Τουρκία με την ενέργεια της για μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος κατά παράβαση διεθνούς συνθήκης, την οποία η ίδια υπέγραψε, κύρωσε και αξιοποίησε, επαναλαμβάνει την διαχρονική στάση που επιδεικνύει προς το διεθνές δίκαιο. Μετά από τις γενικότερα χλιαρές διεθνείς αντιδράσεις και σεισμογραφώντας αυτή τη στάση της διεθνούς κοινότητας, τίποτα δεν την εμποδίζει να κλιμακώσει την ασεβή στάση της, πόσο μάλλον δε σε σχέση με το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως γενικότερα και με το διεθνές δίκαιο, δηλαδή με κανόνες δικαίου οι οποίοι υπάρχουν ως αποτέλεσμα ευρύτατης συναίνεσης της διεθνούς κοινότητας, κατά το πέρασμα των χρόνων και οι οποίοι είναι δεσμευτικοί, κανόνες όμως τους οποίους ουδέποτε η Τουρκία τους αποδέχθηκε με οποιονδήποτε τρόπο.
Το δίκαιο θα έπρεπε να είναι το ισχυρό και καθοριστικό στοιχείο αναζήτησης του δικαίου και όχι η ισχύς. Όμως ρεαλιστικά ομιλούντες το διεθνές δίκαιο υφίσταται μεταξύ ισοδυνάμων κρατών και η άλλη πλευρά αντιλαμβάνεται μόνο την γλώσσα της ισχύος και όχι την στάση κατευνασμού. Η μόνη οδός προς την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας αποτελεί η ταύτιση των συμφερόντων μας με μια πηγή ισχύος, χωρίς να σημαίνει απαραίτητα στάση επιθετικότητας, αλλά την πρόσδοση ή προβολή της όποιας γεωστρατηγικής, οικονομικής ή πολιτικής σημασίας της χώρας μας στο διεθνή χάρτη, μέσα από κατάλληλες συμμαχίες. Άλλωστε είναι αδιανόητο μια χώρα η οποία κάποτε χαρακτηρίστηκε, καταδεικτικό της μεγάλης γεωστρατηγικής τουλάχιστον αξίας, ως το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο», να μην έχει ρόλο στη διεθνή, έστω και περιφερειακή, σκηνή όχι για να πρωταγωνιστήσει αλλά για να διασφαλίσει τα απολύτως νόμιμα συμφέροντα της, έχοντας πλέον στο τραπέζι και το διαπραγματευτικό χαρτί των ενεργειακών αποθεμάτων.