Μια εξαιρετικής σημασίας, και εξαιρετικά καλογραμμένη, απόφαση εκδόθηκε από το Ε.Δ. Λεμεσού (Εφραίμ Π.Ε.Δ.) στις 8.4.2020. Η απόφαση βρίσκεται στην ολότητά της, ανωνυμοποιημένη δυνάμει των οδηγιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εδώ.
Η αγωγή συνιστά συνέχιση μιας μακράς και πρωτοφανούς ως προς τις εγειρόμενες νομικές πτυχές διαδικασίας δικαστικών αντιπαραθέσεων που αφορά στο πολύκροτο θέμα της εσωτερικής διαμάχης στους κόλπους της κυπριακής εκκλησίας των Παλαιοημερολογιτών («ΓΟΧ – Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών») για τη διαδοχή του Μητροπολίτη Επιφάνιου.
Το Γρηγοριανό Ημερολόγιο καθιερώθηκε στην Κύπρο ως πολιτειακό ημερολόγιο μετά την έναρξη της Αγγλοκρατίας στη νήσο το 1878, ως το ημερολόγιο που ακολουθούσαν τότε οι Άγγλοι κύριοι της νήσου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου όμως καθιέρωσε το Νέο Ιουλιανό Ημερολόγιο στις 10/23 Μαρτίου 1924, ταυτόχρονα με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την Εκκλησία της Ελλάδας, διατηρώντας το Παλαιό Ιουλιανό Ημερολόγιο αναφορικά με τις κινητές εορτές. Το 1948 ο Ματθαίος Καρπαθάκης, προχώρησε στη χειροτονία του Μητροπολίτη Τριμυθούντος Σπυρίδωνα και ακολούθως μαζί με το Σπυρίδωνα προχώρησαν στη χειροτονία νέων Επισκόπων. Ο Τριμυθούντος Σπυρίδων υπήρξε επομένως ο πρώτος Παλαιοημερολογίτης Επίσκοπος Κύπρου, αλλά και ο πρώτος Επίσκοπος της Ματθαιικής Εκκλησίας μετά το Ματθαίο Καρπαθάκη. Κατά συνέπεια η Παλαιοημερολογιτική Εκκλησία της Κύπρου χρονολογείται επίσημα από το 1949.
Ο Σπυρίδων όμως σύντομα αντικαταστάθηκε από το Μητροπολίτη Κιτίου Επιφάνιο, ο οποίος χειροτονήθηκε ως Επίσκοπος από την Ματθαιική Σύνοδο και αναγορεύθηκε ως νέος Επίσκοπος Κύπρου το 1957. Ο Επιφάνιος παρέμεινε ως Μητροπολίτης Κιτίου και ως Παλαιοημερολογίτης Επίσκοπος Κύπρου σχεδόν 50 έτη, δηλαδή από το 1957 μέχρι και το θάνατό του το 2005. Ο Επιφάνιος, ιδρυτής της Μονής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Αβδελλερό, διατηρούσε ως κτήτωρ της Μονής το δικαίωμα να ορίσει το διάδοχό του. Ο Αρχιμανδρίτης Σεβαστιανός παρουσίασε έγγραφα που τον διορίζουν ως διαχειριστή της Μονής από τον Επιφάνιο. Υπήρξε αντιπαράθεση με τη μοναχή Μαρκέλλα, η οποία αμφισβήτησε την εγκυρότητα των σχετικών εγγράφων και υπήρξαν συγκρούσεις, περιλαμβανομένων και των γνωστών επεισοδίων που κορυφώθηκαν στις 12/4/2007 όταν οι δύο αντιμαχόμενες ομάδες συγκρούστηκαν και δύο πρόσωπα τραυματίστηκαν στο κεφάλι με αιχμηρά αντικείμενα. Από τον Απρίλιο του 2007 η Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών της Ματθαιικής Συνόδου έχει χειροτονήσει ως Επίσκοπο Τριμυθούντος το Σεβαστιανό, αναγνωρίζοντας τον κατά συνέπεια ως διάδοχο του Επιφάνιου.
Στα Επαρχιακά Δικαστήρια, υπό την άσκηση της πολιτικής τους δικαιοδοσίας, καταχωρήθηκαν διάφορες αγωγές, τις οποίες είχα την ευκαιρία να συνοψίσω και αλλού (Παρατηρήσεις στην Υπόθεση Σεβαστιανός κατά Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος [2014] 1 Νομοκανονικά: 199-212). Κεντρική θέση των Εναγόντων σε όλες τις πιο πάνω αγωγές είναι ότι ο Σεβαστιανός δεν έχει εκλεγεί νόμιμα ως Μητροπολίτης και ότι σε περίπτωση που επέρχεται σχίσμα στους κόλπους του πληρώματος μιας εκκλησίας, αυτοί που δικαιούνται να κατέχουν την περιουσία της εκκλησίας είναι μόνο εκείνοι που παραμένουν πιστοί στα αρχικά πιστεύω. Με την υπό εξέταση αγωγή, οι Ενάγοντες αξίωναν κατά βάση δήλωση που να αναγνωρίζει ως θρησκευτικό ηγέτη των Κυπρίων παλαιοημερολογιτών τον Παρθένιο, να αναγνωρίζει ως σχισματική την εκκλησία των ΓΟΧ υπό τον Σεβαστιανό και να ακυρώνει τις περιουσιακές μεταβιβάσεις που έγιναν στην τελευταία.
Σε μια άκρως εμπεριστατωμένη απόφασή του, το Ε.Δ. Λεμεσού αποδέχθηκε πλήρως την γνωμοδότηση του Καθηγητή Ιωάννη Κονιδάρη που είχε κατατεθεί από τους Εναγόμενους, ενώ απέρριψε ως αντιφατική και ατεκμηρίωτη την γνωμοδότηση του Δρ. Βαβούσκου. Δεν θα επαναλάβω εδώ τα όσα ανέφερε το Δικαστήριο, πλην όμως θεωρώ πως αποτελούν υπόδειγμα για την τεκμηρίωση των λόγων για τους οποίους απορρίπτεται εξ ολοκλήρου μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα. Επί της ουσίας θα ήθελα να επικεντρωθώ σε ορισμένα σημαντικά ευρήματα επί νομικών ζητημάτων γενικότερου ενδιαφέροντος:
Το Δικαστήριο, με εκτενείς παραπομπές στο σύγγραμμά μου για Το Καθεστώς της Παλαιοημερολογιτικής Κοινότητας Κύπρου αποδέχθηκε, αυτό που γινόταν καθολικά πλέον δεκτό στη θεωρία, ότι δηλαδή η εκκλησία των ΓΟΧ έχει από μόνη της εξέλθει και αποσχισθεί από την Ελληνική Ορθόδοξη εκκλησία η οποία ακολουθεί το Νέο Ιουλιανό ημερολόγιο και στην οποία αναφέρονται τα άρθρα 110 και 111 του κυπριακού Συντάγματος. Κατά συνέπεια η Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών δεν κατοχυρώνεται συνταγματικά από τα άρθρα 110 και 111 του Συντάγματος, ούτε και ταυτίζεται με την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία στην οποία αναφέρονται τα άρθρα 110 και 111 του Συντάγματος. Θα πρέπει να θεωρείται επομένως ότι η Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών συνιστά χωριστή θρησκεία που προστατεύεται πλήρως από το άρθρο 18 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει την θρησκευτική ελευθερία.
Περαιτέρω με παραπομπή στις αποφάσεις General Assembly of Free Church of Scotland v. Lord Overtoun [1904] AC 515, και The Reverend William Long v. The Rt Reverend Robert Gray [1864] UKPC 9, Khaira and others v. Shergill and others [2014] UKSC 33, το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι η Εκκλησία των ΓΟΧ συνιστά εθελούσια ένωση προσώπων που επέλεξαν να ακολουθήσουν μια συγκεκριμένη θρησκεία που διέπεται από τον Καταστατικό τους Χάρτη, ο οποίος ρυθμίζει τη λειτουργία, διοίκηση και άλλα θέματα της Εκκλησίας αυτής και αναγνωρίζεται από την πολιτεία ως θρησκεία. Θεωρώ εξαιρετικά σημαντική την πιο πάνω κατάληξη, που με ορθό τρόπο αποτυπώνει το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών και εφαρμόζεται και σε ευρύτερο πλαίσιο. Με δεδομένο ότι από τη μαρτυρία προέκυψε ότι οι Ενάγοντες δεν είχαν εφαρμόσει οι ίδιοι τη διαδικασία που προβλεπόταν στο Καταστατικό και εφόσον ο Σεβαστιανός ουδέποτε είχε καθαιρεθεί από αρμόδιο εκκλησιαστικό δικαστήριο ή αρχή, συνεπαγόταν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να αποφασίσει επί της νομιμότητας εκλογής του Σεβαστιανού, αλλά μόνο να εκδικάσει την ουσία της διαφοράς στο βαθμό που αφορούσε την διεκδικούμενη περιουσία. Η ως άνω προσέγγιση του Δικαστηρίου είναι θεωρώ πλήρως σύμφωνη με την προσέγγιση του ΕΔΔΑ στις γνωστές αποφάσεις του Serif v. Greece, 4 Dec. 1999; Agga v. Greece, 17 Oct. 2002, με σεβασμό στα εσωτερικά ζητήματα των θρησκευτικών κοινοτήτων που συνάδει με την άσκηση του δικαιώματος θρησκευτικής ελευθερίας.
Ως προς την ουσία της διεκδίκησης, το Δικαστήριο, υιοθετώντας τις θέσεις των Εναγομένων, και την γνωμοδότηση του Καθηγητή Κονιδάρη, αποδέχθηκε ορθά ότι η εκκλησία των ΓΟΧ Κύπρου βρέθηκε σε εμπερίστατη κατάσταση λόγω της μη ύπαρξης επισκόπου και της ύπαρξης κενού στο Καταστατικό του 1961 και με ομόφωνη απόφαση αποτάθηκε εύλογα στην όμορη αυτής εκκλησία, δηλαδή την Ιερά Σύνοδο ΓΟΧ Ελλάδος για συνδρομή στην ανάδειξη νέου Μητροπολίτη, με αποτέλεσμα να ακολουθηθεί η ορθή διαδικασία για εκλογή και χειροτονία του Σεβαστιανού. Κατά συνέπεια ο Σεβαστιανός είχε δικαίωμα στην εγγραφή της επίδικης ακίνητης περιουσίας, η οποία εγγράφηκε σε αυτόν, όχι προς οικονομικό όφελος, αλλά προς κτήση και διαφύλαξη της περιουσίας προς όφελος της θρησκευτικής αυτού κοινότητας.