Ο Χριστάκης Λουκά είναι δικηγόρος και συγγραφέας που ασχολείται περισσότερο από τριάντα χρόνια με το τραπεζικό δίκαιο. Σε μία αποκλειστική συνέντευξη στη ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, παρουσιάζει το περιεχόμενο των κεφαλαίων του νέου του βιβλίου με τίτλο «Τραπεζικό Δίκαιο και Τραπεζική Πρακτική στο Κυπριακό και Κοινοτικό Δίκαιο», αναλύει το πως επηρέασε το τραπεζικό δίκαιο της Κύπρου η ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σχολιάζει τις δικαστικές μάχες μεταξύ τραπεζών – οφειλετών και γενικότερα τη σχέση πελάτη τραπεζών σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης στην κυπριακή αλλά και στη διεθνή κοινότητα.
Το νέο του βιβλίο αποτελεί μία μοναδική και ολοκληρωμένη μελέτη χιλίων σελίδων επί του τραπεζικού δικαίου στην κυπριακή βιβλιογραφία. Είναι ένα επιστημονικό εγχειρίδιο – εργαλείο για κάθε δικηγόρο, που συγκεντρώνει όλα τα σημαντικά νομοθετικά και νομολογικά κείμενα περιλαμβανομένων και των κοινοτικών εξελίξεων που σχετίζονται με το τραπεζικό δίκαιο.
Κατά τη διάρκεια της δικηγορίας του, σύμφωνα με τον ίδιο, διαπίστωσε την ολοκληρωτική έλλειψη νομικών συγγραμμάτων, ένα σημαντικό κενό που δεν επέτρεπε την αναβάθμιση της νομικής επιστήμης. Οι δικηγόροι που προέρχονταν από ελληνικά πανεπιστήμια θεωρούνταν υποδεέστεροι σε σύγκριση με τους εξ Αγγγλίας δικηγόρους. Έτσι, έθεσε ως υποχρέωση του να αρχίσει, ως πρώτο βήμα, τη μετάφραση διαφόρων βασικών νομοθετημάτων, τα οποία ήταν στην αγγλική γλώσσα και δεν ήταν προσβάσιμα στους εξ Ελλάδος δικηγόρους, όπως π.χ. τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, τον περί Πτωχεύσεως Νόμο και Κανονισμούς, Κεφ. 5, και πολλές άλλες μεταφράσεις. Το 1987, ξεκίνησε να ασχολείται με τη συγγραφή νομικών συγγραμμάτων, έκδωσε αρχικά το βιβλίο «Τραπεζική Επιταγή», το οποίο κυκλοφόρησε και σε β’ έκδοση το 1997 σε δύο τόμους. Ακολούθησε η έκδοση του βιβλίου «Σύμβαση Εγγύησης» (1990) και στη συνέχεια εκδόθηκε μια πεντάτομη σειρά με θέμα «Πολιτική Δικονομία», που αναλύει πολλά δικονομικά ζητήματα, με αναφορά στην κυπριακή και αγγλική νομολογία. Εξέδωσε επίσης το βιβλίο με τίτλο «Σύμβουλοι Εταιρειών».
Όπως δήλωσε στη ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ οι γνώσεις και εμπειρίες του στο τραπεζικό δίκαιο, όπως διαφάνηκαν μέσα από τα συγγράμματά του, έπεισαν διάφορα πιστωτικά ιδρύματα να του αναθέσουν την επιμόρφωση του προσωπικού τους σε θέματα τραπεζικής πρακτικής επί όλων των θεμάτων που τους απασχολούσαν. Έτσι, δίδαξε σε οργανωμένα σεμινάρια για περίοδο 25 σχεδόν χρόνων. Οι εμπειρίες και η σχέση που απέκτησε με το τραπεζικό σύστημα, οδήγησαν στη συγγραφή του νέου του βιβλίου.
Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με το τραπεζικό δίκαιο και την τραπεζική πρακτική;
Η ενασχόλησή μου με το τραπεζικό δίκαιο χρονολογείται από το 1987 οπόταν έγραψα το πρώτο μου βιβλίο με θέμα τη «Τραπεζική Επιταγή», το οποίο ανέλυε όλες τις πτυχές της τραπεζικής επιταγής, όπως ίσχυε κατά το τότε κρατούν νομικό καθεστώς. Ήταν το πρώτο βιβλίο στην κυπριακή βιβλιογραφία και έτυχε ευρείας αναγνώρισης από το δικαστικό, νομικό και τραπεζικό κόσμο. Ήταν ένα θέμα το οποίο, εκ πρώτης όψεως, μου φαινόταν ένα απλό ζήτημα, ότι, δηλαδή, ήταν μια απλή τραπεζική επιταγή χωρίς, όμως, να μπορώ να κατανοήσω ότι εμπεριείχε τόσες πολλές νομικές πτυχές που χρειαζόταν μια τεράστια σε βάθος μελέτη και ανάλυση. Αυτή η εμπλοκή με οδήγησε στη συνέχεια στη συγγραφή ενός νέου συγγράμματος με αντικείμενο τη «Σύμβαση Εγγύησης», όπως εφαρμοζόταν από τα τραπεζικά ιδρύματα. Έτσι, η συγγραφή των δύο αυτών βιβλίων επέκτεινε τους νομικούς μου ορίζοντες στο τραπεζικό δίκαιο και από τότε συνεχίζω αδιάκοπα να ασχολούμαι με το τομέα του δικαίου αυτού. Η έκδοση του βιβλίου της τραπεζικής επιταγής ήταν το κίνητρο να εμπιστευτούν τις γνώσεις και εμπειρίες μου διάφορα πιστωτικά ιδρύματα, στα οποία, για μια περίοδο 25 σχεδόν χρόνων, δίδαξα, σε ειδικά οργανωμένα σεμινάρια, τραπεζικό δίκαιο και τραπεζική πρακτική. Η εμπειρία αυτή και η επαφή μου με το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων, κυρίως των συνεργατικών ιδρυμάτων, όπως ίσχυαν πριν τη διάλυση του συνεργατισμού, ήταν μοναδική στη μετέπειτα εξέλιξη των γνώσεων, εμπειριών και διαπιστώσεών μου.
Η οικονομική κρίση που προκάλεσε και το κούρεμα των καταθέσεων συνέτεινε πιστεύετε στην συγγραφή ενός ολοκληρωμένου συγγράμματος που θα αναλύει όλες τις πτυχές του τραπεζικού δικαίου και θα υποδεικνύει λάθη του παρελθόντος και ταυτόχρονο θα υποδεικνύει νομικές λύσεις;
Η διεθνής οικονομική κρίση του 2008, η οποία επηρέασε σημαντικά την οικονομία του τόπου μας και, ιδιαίτερα, το τραπεζικό μας σύστημα, μου προκάλεσε έντονα το ενδιαφέρον ότι ήταν καιρός να προχωρήσω στη συγγραφή ενός ολοκληρωμένου βιβλίου που θα υποδεικνύει, όπως λέτε κι’ εσείς, διαχρονικά τραπεζικά λάθη αλλά, με πιο σοβαρό στόχο, να εισηγηθεί νομικές διορθωτικές λύσεις, βασισμένες στο νέο κυπριακό και κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο και στις διεθνείς τραπεζικές πρακτικές, με ιδιαίτερη αναφορά στο νέο ευρωπαϊκό εποπτικό πλαίσιο και στις ευθύνες του τραπεζικού συστήματος για λήψη μέτρων για παρεμπόδιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα). Έτσι, γεννήθηκε το υπό έκδοση βιβλίο μου που είναι το μοναδικό στη κυπριακή βιβλιογραφία που καλύπτει όλες, σχεδόν, τις πτυχές του τραπεζικού δικαίου.
Σε ποιους απευθύνεται το βιβλίο;
Το ερώτημά σας θα το απαντήσω με τα λόγια του Χρηματοοικονομικού Επίτροπου κ. Παύλου Θ. Ιωάννου, οποίος με τίμησε με την προλόγιση του βιβλίου, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι: «πρόκειται για ένα μνημειώδες έργο που είναι το αποτέλεσμα μακρόχρονης εντρύφησης, καταφανώς συστηματικού ακαδημαϊκού χαρακτήρα, από ένα αληθή μύστη της νομικής επιστήμης και του δικαίου …και φρονώ, ότι καθίσταται, έτσι, ένα απαραίτητο εργαλείο για το δικαστικό, νομικό και ακαδημαϊκό κόσμο, τους λογιστές, τα διευθυντικά και μεσαία στελέχη τραπεζών, της δημόσιας υπηρεσίας, των εμπορικών επιχειρήσεων, καθώς και για τον απλό πολίτη που ενδιαφέρεται να γνωρίζει». Επίσης, το βιβλίο το έχουν αξιολογήσει δύο σημαντικοί πανεπιστημιακοί καθηγητές, ήτοι ο κ. Συμεών Συμεωνίδης, που διαπρέπει στην Αμερική ως πανεπιστημιακός καθηγητής και κοσμήτορας και ο καθηγητής του ΑΠΘ κ. Σπύρος Ψυχομάνης, οι οποίοι το χαρακτήρισαν σημαντικότατο, ικανό να τύχει αναγνώρισης και στον ελλαδικό χώρο. Εξαίρουν ιδιαίτερα την ορθότητα της ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποίησα στη συγγραφή του βιβλίου.
Ποια θέματα καλύπτονται στο βιβλίο;
Το βιβλίο καλύπτει ένα ευρύ φάσμα τραπεζικών θεμάτων, που ξεκινά από τη σχέση τράπεζας και πελάτη που δημιουργείται από το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού μέχρι τον τερματισμό της σχέσης αυτής. Ο χρόνος ανοίγματος ενός τραπεζικού λογαριασμού (οποιοδήποτε είδους) έχει τεράστια σημασία στο τραπεζικό δίκαιο γιατί οι ευθύνες της ξεκινούν από το άνοιγμα του λογαριασμού. Αυτό σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να συλλέξει οποιεσδήποτε πληροφορίες που σχετίζονται με τον προτιθέμενο πελάτη αλλά και τις συναλλαγές του ώστε να προλάβει δόλιες συμπεριφορές σε βάρος τρίτων. Έτσι, δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην επεξήγηση των υποχρεώσεων της τράπεζας, κατά το άνοιγμα λογαριασμού, και υποδεικνύονται οι ευθύνες των τραπεζών εάν παραβούν το καθήκον αυτό, με αναφορά, πάντοτε, στη νομολογία, κυπριακή, αγγλική και κοινοτική και, φυσικά, με παραπομπή σε μεγάλο αριθμό νομικών συγγραμμάτων. Το βιβλίο χωρίζεται σε 36 Κεφάλαια και είναι σύνολο 1000 περίπου σελίδων.
Σε ποιο βαθμό έχει επηρεαστεί το κυπριακό τραπεζικό δίκαιο από την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ;
Αναμφισβήτητα η ένταξη της χώρας μας στην ΕΕ αναγκαστικά επηρέασε σημαντικά το νομικό μας πλαίσιο και ο επαγγελματίας που ασχολείται με τραπεζικές διαφορές και αγνοεί το κοινοτικό δίκαιο, όπως ισχύει και όπως ερμηνεύεται από αρμόδια κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα, θα έχει ελλιπή γνώση και θα ασκεί πλημμελώς τα επαγγελματικά του καθήκοντα. Όπως είναι γνωστό, κάθε κράτος μέλος της ΕΕ έχει υποχρέωση να ενσωματώσει στο εθνικό του δίκαιο τις εκάστοτε εκδιδόμενες Οδηγίες και Κανονισμούς, οι οποίες έχουν αυξημένη νομική ισχύ και, επομένως, η γνώση τους είναι αναγκαία για τον επαγγελματία. Γι’ αυτό στο βιβλίο γίνεται λεπτομερής αναφορά και επεξήγηση των σημαντικών κοινοτικών Οδηγιών και Κανονισμών, ιδιαίτερα αυτών που ρυθμίζουν το νέο εποπτικό πλαίσιο των τραπεζών μας (2013/36/ΕΕ και ΕΕ 575/2013), που ενσωματώθηκαν στο δίκαιό μας.
Πιστεύετε ότι η νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων έχει επιτύχει την ακριβοδίκαιη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων των τραπεζών από τη μια και των οφειλετών τους από την άλλη;
Πιστεύω ότι, γενικά, τα δικαστήρια μας, διαχρονικά, εφάρμοσαν, με ισορροπημένο τρόπο, τη νομολογία και τη νομοθεσία κατά τη εκδίκαση διαφορών μεταξύ τραπεζών και πελατών. Φυσικά, πρέπει να παραδεχτούμε ότι, εφόσον τη δικαιοσύνη την απονέμουν άνθρωποι, κι’ όχι Θεοί, το λάθος είναι λογικά αναμενόμενο, αρκεί το λάθος να μην εκπέμπει προκατάληψη ή εύνοια είτε υπέρ του ενός είτε υπέρ του άλλου διαδίκου. Δυστυχώς, ορισμένα γεγονότα, που έχουν συμβεί το τελευταίο χρονικό διάστημα, έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, ενός θεσμού, που για χρόνια παράμεινε, άθικτος δυσμενούς κριτικής και προκατάληψης. Θα περιοριστώ στην ευχή ότι, με τις αναμενόμενες αλλαγές στο σύστημα δικαιοσύνης, τέτοια φαινόμενα δε θα επαναληφθούν και θα αποκατασταθεί το τρωθέν κύρος του δικαστικού συστήματος. Αισθάνομαι, όμως, την ανάγκη να τονίσω και κάτι άλλο σημαντικό, που σχετίζεται με τη συναλλακτική συμπεριφορά των πελατών των τραπεζών: Η συμπεριφορά των τραπεζών, ως κερδοσκοπικές οντότητες, προσπαθούν, με διάφορες μεθόδους και επινοήσεις, να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. Αυτό, στο πλαίσιο του εμπορικού νόμου, μπορεί να θεωρείται και να είναι λογικό. Αυτή, όμως, η τραπεζική συμπεριφορά, δεν πρέπει να βρίσκει σύμμαχο τον αμελή, επιπόλαιο και ανεύθυνο πελάτη. Με την παρατήρηση αυτή εννοώ ότι οι πελάτες πρέπει να είναι επιμελείς όταν αποφασίζουν να συναλλαχθούν με τράπεζες και, προτού υπογράψουν την προδιατυπωμένη σύβαση της τράπεζας, οφείλουν να αναζητούν επαγγελματική συμβουλή (δικηγόρου, οικονομικού συμβούλου κ.α.). Η υπογραφή μιας τραπεζικής σύμβασης, με τόσους νομικούς και οικονομικούς όρους, δε δικαιολογεί το χρεώστη να επικαλεστεί ότι δεν αντιλήφθηκε το περιεχόμενό της ούτε, όμως, να μέμφεται το δικαστήριο για την εναντίον του απόφαση. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να επιρρίπτει ευθύνη στο δικαστήριο επειδή επιδίκασε εναντίον του χρεώσεις, όταν οι χρεώσεις αυτές αποτελούσαν επισυναπτόμενο μέρος της σύμβασης που υπόγραψε. Καταλήγω, λοιπόν, με την εισήγηση ότι ο σημερινός πελάτης, με το αυξημένο μορφωτικό επίπεδο και τις επιλογές που έχει, θα πρέπει να αναζητεί επαγγελματική συμβουλή προτού υπογράψει μια οποιαδήποτε τραπεζική σύμβαση.
Συμφωνείτε με τη νομολογία ότι για την απόδειξη του χρεωστικού υπολοίπου ενός τρεχούμενου λογαριασμού, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να προσκομίζονται όλες οι καταστάσεις λογαριασμού από την αρχή της λειτουργίας του;
Δεν είναι εύκολο να δοθεί, στο πλαίσιο μιας συνέντευξης, ολοκληρωμένη απάντηση στο ερώτημά σας. Η νομολογία καθορίζει ότι η τράπεζα έχει το βάρος απόδειξης της απαίτησής της στο βαθμό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Για την απόδειξη της αξίωσης της τράπεζας δεν είναι ανάγκη να παρουσιαστεί αυτούσια η κατάθεση της κατάστασης λογαριασμού, κυρίως στην περίπτωση που ο λογαριασμός μετατρέπεται σε εκκαθαρισμένο (stated account), που σημαίνει ότι δεν είναι ανάγκη να αποδειχθεί το κάθε κονδύλι χωριστά. Όπως τόνισε το ΑΔ, η αξίωση της τράπεζας μπορεί ν’ αποδειχθεί και με άλλα αποδεικτικά μέσα. Όταν ο οφειλέτης αμφισβητήσει την αξίωση της τράπεζας, το βάρος απόδειξης μετατίθεται στον εναγόμενο. Η θέση που εξέφρασε το ΑΔ είναι ότι πρέπει τα αξιούμενα κονδύλια να επεξηγούνται στο δικαστήριο λεπτομερώς ώστε να μην μετατρέπεται ο δικαστής σε λογιστή. Είναι γεγονός ότι σ’ ένα τρεχούμενο λογαριασμό υπάρχει μεγάλος αριθμός εγγραφών, αφού γίνονται συνεχείς καθημερινές, σχεδόν, χρεοπιστώσεις και μπορεί να θεωρείται δύσκολο και δαπανηρό να ετοιμαστεί και παρουσιαστεί μια μακρόχρονη κατάσταση λογαριασμού. Από την άλλη, όμως, μπορεί να θεωρείται σωστό να παρουσιαστεί στο δικαστήριο μια ολοκληρωμένη εικόνα ώστε να φανούν τυχόν υπερχρεώσεις ή καταχρηστικές αμοιβές στην πορεία ενός λογαριασμού κλπ.
Ποιο το μέτρο για αμέλεια μιας τράπεζας απέναντι σε ένα πελάτη της;
Το μέτρο της αμέλειας μιας τράπεζας εξαρτάται από το σφάλμα και την έκταση της παράβασης του καθήκοντος και της προκληθείσας βλάβης. Για παράδειγμα, από το άνοιγμα λογαριασμού η τράπεζα έχει καθήκον επιμέλειας απέναντι στον πελάτη της, όπως αντίστοιχο καθήκον έχει και ο πελάτης απέναντι στην τράπεζά του. Εάν η τράπεζα, από αμέλεια, πιστώσει άλλο λογαριασμό από το λογαριασμό του πραγματικού δικαιούχου, η έκταση της ευθύνης της είναι στο κατά λάθος πληρωθέν ποσό. Ευθύνη έχει, επίσης, η τράπεζα εάν πληρώσει επιταγές που δεν είναι υπογραμμένες από τον εκδότη. Σε τέτοια περίπτωση, το μέτρο της αμέλειας είναι το ποσό της επιταγής. Η επιστροφή, όμως, επιταγής με λανθασμένη δικαιολογία μπορεί να θεμελιώσει και αγώγιμο δικαίωμα για δυσφήμηση του εκδότη. Αυτά είναι ενδεικτικά παραδείγματα, αλλά στη νομολογία καταγράφονται και πολλές άλλες περιπτώσεις που υποδεικνύονται στο βιβλίο. Ευθύνη έχει η τράπεζα εάν, κατά το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού, δεν εξασφαλίσει συστάσεις και πληροφορίες για τον προτιθέμενο νέο πελάτη. Η ευθύνη της τράπεζας ξεκινά από το χρόνο ανοίγματος του λογαριασμού. Για παράδειγμα, εάν εσείς είστε διαχειρίστρια μιας περιουσίας αποβιώσαντος ή διευθύντρια μιας εταιρείας, δεν πρέπει να σας επιτρέψει η τράπεζα να καταθέσετε χρήματα της κληρονομιάς ή της εταιρείας στον προσωπικό σας λογαριασμός. Δεν αποτελεί δικαιολογία για την τράπεζα ότι δε γνώριζε τη ιδιότητα του διαχειριστή ή του συμβούλου εταιρείας. Η νομολογία ξεκαθαρίζει ότι όφειλε η τράπεζα να λάβει όλα εκείνα τα μέτρα που θα εξασφάλιζαν τις πληροφορίες. Το θέμα είναι από το σοβαρότερα ζητήματα και στο βιβλίο γίνεται εκτενής αναφορά με παραπομπή στη νομολογία και σε αγγλικά συγγράμματα.
Πιστεύετε ότι η μνημονιακή νομοθεσία που αφορά στις τράπεζες υπήρξε προς την ορθή κατεύθυνση;
Μετά τη διεθνή οικονομική κρίση η ΕΕ με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ και τον Κανονισμό ΕΕ 575/2013, διαπίστωσε ότι πολιτικές του παρελθόντος οδήγησαν στην κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και εισηγήθηκε τη λήψη άμεσων διορθωτικών μέτρων. Το μνημόνιο, παρά τα οδυνηρά μέτρα που επιβλήθηκαν και τις σοβαρές οικονομικές συνέπειες του λαού, κυρίως με το κούρεμα, θα πρέπει να αξιολογηθεί ότι συνέβαλε, κατά κάποιο τρόπο, να διορθωθούν ορισμένες σοβαρές καταχρήσεις και να τεθούν πολλά ζητήματα σε πιο ορθολογιστική βάση, χωρίς, φυσικά, να αρθούν όλες οι στρεβλώσεις που δυστυχώς συνεχίζουν, ίσως και σε μεγαλύτερη έκταση, να ακολουθούνται.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερη δυσχέρεια στο άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών στις κυπριακές τράπεζες. Πιστεύετε ότι είναι παροδικό φαινόμενο;
Το ερώτημά σας συνειρμικά μου θυμίζει τη λαϊκή ρήση που λέει ότι ‘όποιος καεί φυσά και το γιαούρτι’. Όπως έχω αναφέρει και σε προηγούμενη ερώτησή σας, η ευθύνη της τράπεζας ξεκινά από το χρόνο που ανοίγει λογαριασμό στον πελάτη. Στο παρελθόν οι τράπεζες και τα συνεργατικά ιδρύματα άνοιγαν λογαριασμούς, κυρίως τρεχούμενους, στον οποιοδήποτε ζητούσε να του ανοίξουν λογαριασμό. Είναι χιλιάδες οι τρεχούμενοι λογαριασμοί που ανοίχθηκαν χωρίς τα ακριβή στοιχεία των πελατών ή χωρίς να αξιολογηθεί η πιστοληπτική ικανότητά τους. Τα βιβλιάρια επιταγών παραχωρούνταν με μια απλή κατάθεση £20 ή £50, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος ότι ο πελάτης αυτός μπορούσε να γεμίσει το εμπόριο με ακάλυπτες επιταγές. Πίστευα και πιστεύω ότι η αύξηση των ακάλυπτων επιταγών οφείλεται, στο μεγαλύτερο βαθμό, στις τράπεζες και όχι στην ελλιπή νομοθεσία ή στις αποτρεπτικές ποινές. Συμφωνώ ότι πρέπει να λαμβάνονται αυστηρότερα κριτήρια στο άνοιγμα, κυρίως, τρεχούμενων λογαριασμών, που θα παρεμποδίζουν την καταδολίευση αθώων ατόμων ή που θα παρεμποδίζουν τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων ή καταχρηστική χρήσης επιταγών, παρόλο που η χρήση της αντικαταστάθηκε από άλλα μέσα πληρωμής. Είναι νομίζω λογικό και επιβαλλόμενο να ζητούνται περισσότερες λεπτομέρειες και στοιχεία των νέων πελατών για να προλαμβάνονται οι καταχρήσεις.