Προ ολίγων ημερών είχα αναφέρει σε σχετικό μου άρθρο ότι η αλληλεγγύη δεν υπήρξε ποτέ το πραγματικό raison d’être της ΕΕ στις επτά δεκαετίες ζωής της. Το μεγάλο ερώτημα που είχα θέσει ήταν αν η ρητορική της αλληλεγγύης – αμέσως μετά την εξαγγελία της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής (general escape clause) του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) – ενδέχεται να μετουσιωθεί σε πράξη με την απλή μεν, αλλά πολυσυζητημένη δε, μέθοδο της έκδοσης ευρωομολόγων, σενάριο το οποίο θεωρώ απομακρυσμένο.
Αναντίλεκτα η έξαρση της νόσου COVID-19 βρήκε για ακόμα μια φορά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να μην είναι σε θέση να ανταποκριθούν έγκαιρα και συντονισμένα. Είχαμε ασκήσει έντονη κριτική στους εν λόγω θεσμούς (και ιδιαίτερα τους οικονομικούς) προ δεκαετίας, όταν όντως οι μηχανισμοί ήταν ανύπαρκτοι, αφού η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) χτίστηκε εξ αρχής σε λάθος βάσεις. Η ΕΕ έχει κάνει πολλά έκτοτε για να καλύψει το κενό αυτό. Παρόλα αυτά, ακόμα και οι δηλώσεις της επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ προ δεκαπενθημέρου κάθε άλλο παρά πρόοδο, ετοιμότητα ή αλληλεγγύη επιδεικνύουν. Ερωτηθείσα από δημοσιογράφο για την άποψή της σχετικά με την αύξηση των spreads, απάντησε ότι δεν είμαστε εδώ για να μειώνουμε τα spreads μεταξύ του κόστους δανεισμού των κρατών-μελών – “[the ECB is] not here to close spreads” – πυροδοτώντας (περαιτέρω) αύξηση των επιτοκίων των ιταλικών ομολόγων. Παράλληλα κάλεσε τις κυβερνήσεις να ενεργήσουν για να εξομαλύνουν το οικονομικό αντίκτυπο της επιδημίας. Ως ήταν αναμενόμενο, η ατυχής δήλωση της κας Λαγκάρντ εξόργισε την Ιταλική Κυβέρνηση, εφόσον είχε τεράστιο αντίκτυπο στα ιταλικά ομόλογα των οποίων τα επιτόκια εκτοξεύθηκαν, μεσούσης μάλιστα της αυξανόμενης κρίσης στη χώρα με την ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων από τον ιό, και προσθέτοντας στην αναταραχή που η κρίση προκάλεσε στο χρηματιστήριο του Μιλάνο, το οποίο μέσα σε μία μόνο μέρα (την μέρα των δηλώσεων Λαγκάρντ) σημείωσε πτώση ρεκόρ της τάξης του 17%.
Γιατί όμως δεν βρίσκονται οι ευρωπαϊκοί θεσμοί σε θέση να ανταποκριθούν έγκαιρα και συντονισμένα στην νέα αυτή κρίση; Η απάντηση που λαμβάνουμε δυστυχώς τις τελευταίες μέρες από άτομα που υπεραμύνονται των θέσεων της ΕΕ είναι ότι ο τομέας της δημόσιας υγείας εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους-μέλους και δεν έχει αρμοδιότητα η Ένωση να καλύψει πρωτίστως τις ανάγκες του τομέα αυτού. Προς απάντηση σε αυτό να υπενθυμίσω βέβαια ότι δεν μιλάμε πλέον για ένα απλό θέμα δημόσια υγείας αλλά για μια σοβαρή διασυνοριακή απειλή κατά της υγείας, και θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο ένα μεγάλο μέρος του Άρθρου 168 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ: «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, και την Επιτροπή των Περιφερειών, μπορούν επίσης να θεσπίζουν μέτρα ενθάρρυνσης της προστασίας και της βελτίωσης της υγείας του ανθρώπου, και ιδίως για την καταπολέμηση των σοβαρών ασθενειών με διασυνοριακή διάσταση, την επαγρύπνηση κατά σοβαρών διασυνοριακών απειλών κατά της υγείας, την κήρυξη συναγερμού σε παρόμοιες περιπτώσεις και την καταπολέμησή τους […], αποκλειόμενης οιασδήποτε εναρμόνισης των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών».
Έτσι η πραγματική απάντηση στο ερώτημα δεν είναι ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν είναι σε θέση να βοηθήσουν ή ότι κωλύονται από την Συνθήκη, αλλά ότι δεν υπάρχει η θέληση να ληφθούν μέτρα που θα έχουν άμεσο εφαρμόσιμο αποτέλεσμα. Ας μην ξεχνάμε ότι σε κάποια κράτη του Ευρωπαϊκού νότου η βοήθεια αυτή την στιγμή δεν εμπίπτει απλά στο τομέα της δημόσιας υγείας, αλλά και σε αυτόν της ανθρωπιστικής βοήθειας. Βάσει του Άρθρου 4 ΣΛΕΕ , στον τομέα αυτό η Ένωση έχει αρμοδιότητα να αναλαμβάνει δράσεις και να ασκεί κοινή πολιτική, χωρίς η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής να έχει ως αποτέλεσμα να κωλύει την άσκηση των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών.
Δυστυχώς όμως, ενώ το δράμα των κρατών αυτών δεν έχει τελειωμό και καθημερινά τα παρακολουθούμε να κατεβαίνουν τα σκαλιά της κολάσεως (ενώ απευχόμαστε το ίδιο και για εμάς), το μήνυμα των Βρυξελλών είναι ξεκάθαρο: Προκειμένου να ανταπεξέλθουμε πρέπει να γίνουμε πιο ελαστικοί και να δώσουμε χώρο στο κράτος μέλος να πάρει πίσω την κυριαρχία του. Βλέπουμε δηλαδή το έθνος κράτος να περιχαρακώνεται όλο και περισσότερο και την ιδέα του περιφερειακού οργανισμού να αποδομείται. Αυτό δεν απέχει και πολύ από αυτό που έχουμε πρόσφατα δει να γίνεται και με το θέμα του μεταναστευτικού – κάτι που βέβαια στην περίπτωση της Ελλάδας ακόμα συνεχίζεται στον Έβρο, όπου πολύ λίγα Ευρωπαϊκά κράτη, και αυτά μέσω των δικών του Κυβερνήσεων, έχουν δείξει εμπράκτως την αλληλεγγύη τους.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα παντελούς έλλειψης αλληλεγγύης ήταν η πρόσφατη άρνηση της Γερμανίδας Καγκελάριου να επιτρέψει τις περισσότερες εξαγωγές προστατευτικού ιατρικού εξοπλισμού που προορίζονταν για τις αγορές άλλων Ευρωπαϊκών κρατών. Με αφορμή το συγκεκριμένο σκάνδαλο, ο Υπουργός Οικονομικών της Αυστρίας πρότεινε μάλιστα τη μετεγκατάσταση της παραγωγής ορισμένων φαρμάκων σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, με στόχο τη δημιουργία αποθεματικού 12 μηνών για τα πιο βασικά από αυτά. Σε ένα άλλο πολύ πρόσφατο περιστατικό, η Πολωνία δεν επέτρεψε στην ρωσική αποστολή που μετέφερε γιατρούς, ιολόγους, επιδημιολόγους, νοσηλευτικό προσωπικό και ιατροφαρμακευτικό εξοπλισμό στην Ρώμη, να περάσει από τον εναέριο της χώρο. Δεν είναι τυχαίο που στην Ιταλία κάποιοι κατεβάζουν τις σημαίες της ΕΕ εις ένδειξη αγανάκτησης.
Με την παντελή πια αίσθηση εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης εν μέσω μιας πρωτίστως ανθρωπιστικής κρίσης, το να λέμε ότι έχουμε βυθιστεί στον Άδη είναι λίγο. Το πιο λυπηρό ίσως είναι ότι στις Βρυξέλλες δεν βλέπουμε σήμερα ούτε το καθαρτήριο και σίγουρα ούτε τον Εωσφόρο.