Η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Μαρία Στυλιανού – Λοττίδη, επέδωσε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, κ. Δημήτρη Συλλούρη, αντίγραφα των Ετήσιων Εκθέσεων του Γραφείου της για τα έτη 2018 και 2019, καθώς και της Έκθεσης με τις δράσεις κατά διετία 2018 και 2019, υπό την αρμοδιότητά της ως Εθνικός Μηχανισμός, Πρόληψης των Βασανιστηρίων (ΝΡΜ). Κατά τη συνάντηση υπήρξε εποικοδομητικός διάλογος και ανταλλάγησαν απόψεις σε σχέση με την ενδυνάμωση της μεταξύ τους συνεργασίας για την προάσπιση και διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Δείτε φωτογραφίες από τη συνάντηση:
Η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε τοποθέτηση με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά της Εμπορίας Ανθρώπων αναφέρει ότι η Κύπρος, λόγω και την γεωγραφικής της θέσης, αποτελεί χώρα προορισμού θυμάτων εμπορίας, σημειώνοντας παράλληλα ότι ο κάθε ένας μας ξεχωριστά μπορεί και πρέπει να συμβάλει στην καταπολέμηση αυτού του αποτρόπαιου εγκλήματος.
Διαβάστε το μήνυμα της Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων :
Με πρωτοβουλία του ΟΗΕ η 30η Ιουλίου έχει καθιερωθεί, από το 2013, ως Παγκόσμια Ημέρα κατά της Εμπορίας Ανθρώπων, με σκοπό να υπενθυμίζει στην ανθρωπότητα την ανάγκη για εντατικοποίηση των προσπαθειών καταπολέμησης του εγκλήματος της διακίνησης ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευσή του. Τόσο σε διεθνές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει εξελικτικά δημιουργηθεί ένα ευρύ νομικό και θεσμικό πλαίσιο που στοχεύει στην πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και την προστασία των θυμάτων της.[1]
Σύμφωνα δε, με το Ενωσιακό Δίκαιο,[2] το οποίο έχει ήδη ενσωματωθεί στη εθνική μας νομοθεσία,[3] η εμπορία ανθρώπων ορίζεται ως η παράνομη διακίνηση των θυμάτων με τη χρήση βίας, μέσω απειλών ή άλλων μέσων εξαναγκασμού, με σκοπό την (οικονομική) εκμετάλλευσή τους.[4]
Η Κυπριακή Δημοκρατία, ως κράτος μέλος της ΕΕ αλλά και ως κράτος που συμμετέχει σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, έχει μεταφέρει στο εθνικό της δίκαιο αριθμό διεθνών νομικών κειμένων που επικεντρώνονται στην πάταξη του φαινομένου της εμπορίας.[5] Επιπρόσθετα, έχει αναλάβει δράσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος, όπως: την εκπόνηση Σχέδιου Δράσης κατά της Εμπορίας,[6] την εγκαθίδρυση Πολυθεματικής Συντονιστικής Ομάδας κατά της Εμπορίας Προσώπων (με αρμοδιότητα τη διαμόρφωση πολιτικής, τη λήψη μέτρων και τον συντονισμό των δράσεων για αντιμετώπιση του προβλήματος), καθώς, επίσης, και τη λειτουργία κρατικού καταφυγίου για την προστασία των θυμάτων εμπορίας με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Ωστόσο, παρά τις όποιες θετικές εξελίξεις σε θεσμικό επίπεδο και την ανάληψη ενός ευρύτατου φάσματος δράσεων ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης διεθνώς, εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να θυματοποιούνται κάθε χρόνο, σε συνθήκες που ισοδυναμούν με σύγχρονη δουλεία, και να αποφέρουν κέρδη πέραν των 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε οργανωμένα και διασυνοριακά δίκτυα εμπορίας προσώπων.[7]
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, τα θύματα εμπορίας κατά το έτος 2016 ανέρχονταν σε 40.3 εκατομμύρια, το ένα τέταρτο εκ των οποίων ήταν παιδιά.[8] Εκτεταμένο όμως είναι, δυστυχώς, το έγκλημα της εμπορίας προσώπων και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με Έκθεση Προόδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2018, πέραν των 20.000 ανδρών, γυναικών και παιδιών, είχαν αναγνωριστεί κατά τα έτη 2015 και 2016, ως θύματα της εμπορίας ανθρώπων σε χώρες της Ε.Ε.,[9] ενώ ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων υπολογίζεται ότι είναι σημαντικά υψηλότερος, καθώς η πλειοψηφία των θυμάτων δεν εντοπίζονται από τις αρμόδιες κρατικές αρχές.
Σημειώνεται δε, ότι τη συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων εμπορίας με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση (περίπου 95%) αποτελούν οι γυναίκες και τα κορίτσια,[10]ενώ συνάμα αποτελούν, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, περίπου το 72% του συνολικού αριθμού των θυμάτων εμπορίας που εντοπίζονται παγκοσμίως για όλες τις μορφές εκμετάλλευσης.[11] Οι άντρες, κυρίως μετανάστες, αποτελούν την πλειοψηφία των θυμάτων εμπορίας στην εργασία και την καταναγκαστική εργασία. Παρά την ενίσχυση του θεσμικού μας πλαισίου και τις προσπάθειες της κυπριακής πολιτείας να καταπολεμήσει το φαινόμενο της εμπορίας προσώπων, δυστυχώς, ευάλωτοι άνθρωποι, συνεχίζουν, να υπόκεινται σε ακραίες μορφές εκμετάλλευσης, και αυτό γιατί σύμφωνα με σχετικές έρευνες και εκθέσεις διεθνών φορέων, η Κύπρος, λόγω και την γεωγραφικής της θέσης, αποτελεί χώρα προορισμού θυμάτων εμπορίας.[12]
Με βάση την ίδια πηγή (GRETA) μεταξύ των ετών 2015 και 2019, παραπέμφθηκαν στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων της Αστυνομίας 801 υποθέσεις που αφορούσαν εν δυνάμει θύματα εμπορίας, εκ των οποίων, αναγνωρίστηκαν τελικά 190. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι, περίπου το 80% των αναγνωρισμένων θυμάτων στην Κύπρο κατά την πιο πάνω περίοδο, ήταν γυναίκες.[13] Είναι φανερό πως εμπορία και εκμετάλλευση προσώπων εξακολουθεί να αποτελεί, σε παγκόσμιο επίπεδο, μια από τις σοβαρότερες μορφές παραβίασης δικαιωμάτων του ανθρώπου, και ειδικότερα των θεμελιωδών δικαιωμάτων στη ζωή, την ελευθερία, την ασφάλεια, την σωματική ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια.
Παρά την ύπαρξη του θεσμικού και νομικού επιπέδου προστασίας τα αποτελέσματα των εν λόγων ερευνών ανά το παγκόσμιο, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία καθότι αποκαλύπτουν τους δυο βασικούς παράγοντες που η εμπορία προσώπων δεν καταπολεμείται επαρκώς, αλλά μάλλον συνεχίζει να διαιωνίζεται με σταθερούς ρυθμούς. Ο πρώτος και κυριότερος παράγοντας είναι η ατιμωρησία των ενόχων/ διακινητών, είτε λόγω της δυσκολίας εντοπισμού τους, είτε στη δυσκολία καταδίκης τους μέσα από τα στοιχεία που έχουν οι αρμόδιες αρχές στην κατοχή τους, αλλά και μέσα από την διαδικασία που ακολουθείται για σκοπούς απόδειξης του εγκλήματος.
Γι’ αυτό η πάταξη αυτού του αποτρόπαιου εγκλήματος, εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο μας αφορά όλους. Ο κάθε ένας μας ξεχωριστά μπορεί και πρέπει να συμβάλει στην καταπολέμησή του μέσα από τη γνώση την οποία κατέχει, την πληροφορία που θα δώσει στις αρμόδιες αρχές, το σπάσιμο της σιωπής που εδράζεται στον φόβο, τον εφησυχασμό και την αδιαφορία, γιατί ο κίνδυνος της εμπορίας και εκμετάλλευσης ελλοχεύει σε όλους τους χώρους που ζουν ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, με αυξημένη ορατότητα γι’ αυτόν που νοιάζεται να δει. Γιατί μερικά μόνο παραδείγματα ευάλωτων ομάδων μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει, στις έμφυλες κοινωνικές ανισότητες, στη βία και διακρίσεις εις βάρος των γυναικών, στους απομονωμένους εποχιακούς εργάτες στη γεωργία και την κτηνοτροφία, στις οικιακές εργάτριες με τα υπέρογκα χρέη, αλλά και στους άτυπους μετανάστες, όπως διαχρονικά έχουν αναδειχθεί και μέσα από εκθέσεις του Θεσμού. Η δυσκολία στη πρόληψη και καταπολέμηση του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων, φανερώνει πως δεν αρκεί να αποτελεί έναν από τους πρώτιστους στόχους κάθε δημοκρατικής και αλληλέγγυας Πολιτείας, αλλά χρειάζεται τη συνδρομή όλων των θεσμών και των πολιτών της.