Παρά την κατάθεση αναθεωρημένου νομοσχεδίου, παραμένουν οι διαφωνίες μεταξύ Κυβέρνησης και Βουλής ως προς το νομοσχέδιο που δίνει σε εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων και διαχειριστές μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) το δικαίωμα να ερευνούν στοιχεία δανειοληπτών και εγγυητών από τη βάση δεδομένων ΑΡΤΕΜΙΣ και το Κτηματολόγιο, ενώ οι διαχειριστές θα εποπτεύονται από την Κεντρική Τράπεζα.
Το Υπουργείο Οικονομικών κατάθεσε τροποποιημένο νομοσχέδιο βάσει του οποίου οι εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων και οι διαχειριστές δεν δύνανται, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση του επηρεαζόμενου προσώπου, να προβαίνει σε έρευνα σε σχέση με στοιχεία τα οποία τηρούνται στη βάση δεδομένων ΑΡΤΕΜΙΣ τα οποία σε σχέση με τον υπό διερεύνηση δανεισμό αφορούν πάροχο εξασφάλισης ή/και συνδεδεμένο με το δανειολήπτη πρόσωπο.
Στις περιπτώσεις των εγγυητών, τόσο οι εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων όσο και οι διαχειριστές δεν δύνανται να προχωρούν σε διερεύνηση σε σχέση με τη σύμβαση εγγύησης του οποίου, όταν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση που ακυρώνει τη σύμβαση εγγύησης, η οποία περιλαμβάνει καταχρηστικές ρήτρες σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου ή ο εγγυητής απαλλάσσεται από τις συμβατικές του υποχρεώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου.
Σημειώνεται ότι το νομοσχέδιο αυτό περιλαμβάνεται στις προϋποθέσεις για την εκταμίευση της πρώτης δόσης από τα ευρωπαϊκά κονδύλια του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η εκπρόσωπος του ΥΠΟΙΚ Αυγή Λαπαθιώτη είπε παράλληλα ότι το Υπουργείο θα καταθέσει νομοσχέδιο για νομοτεχνικό έλεγχο στη Νομική Υπηρεσία τον Ιανουάριο του 2023 για μεταφορά της ολότητας της οδηγίας 2167/2021, που προνοεί μεταφορά στο εθνικό δίκαιο μέχρι το τέλος του 2023. Εξήγησε ότι πρέπει να υπάρξει μεταβατική περίοδος διότι θα υπάρξει διατάραξη της αγοράς λόγω συμφωνιών τραπεζών με διαχειρίστριες εταιρείες.
Σημείωσε ότι με άμεση υιοθέτηση της οδηγίας η κρατική ΚΕΔΙΠΕΣ (διαχειρίζεται τα ΜΕΔ του πρώην Συνεργατισμού) θα τεθεί σε δυσμενέστερη θέση λόγω αδυναμίας αποτελεσματικής διαχείρισης από τη διαχειρίστρια εταιρεία (Altamira).
Πάντως, ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος Παύλος Ιωάννου, ο οποίος κατέθεσε και σχετικό υπόμνημα διαφώνησε με τις τροποποιήσεις του ΥΠΟΙΚ όσον αφορά τους εγγυητές, λέγοντας πως εφόσον υπάρχει απόφαση Δικαστηρίου ουσιαστικά ο εγγυητής παύει να είναι εγγυητής.
Πρόσθεσε δε πως στην οδηγία και στο σχέδιο δράσης δεν υπάρχει πουθενά αναφορά στη λέξη εγγυητής.
«Επομένως η λόγω προτεινόμενη τροποποίηση δεν διασφαλίζει τα δικαιώματα των εγγυητών, οι οποίοι ως φυσικά πρόσωπα εμπλέκονται στη διαδικασία και επομένως ως καταναλωτές προστατεύονται από την οδηγία» 2167/2021 αναφέρει στο υπόμνημά του προς την Επιτροπή.
Εξάλλου, ο κ. Ιωάννου είπε ότι το πρόβλημα αφορά στο σχέδιο ενοίκιο έναντι υποθήκης (mortgage to rent) που σχετίζεται με την ΚΕΔΙΠΕΣ και το νομικό πλαίσιο με την εφαρμογή του εν λόγω σχεδίου.
«Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα ξεχωριστό νόμο για την ΚΕΔΙΠΕΣ», είπε, προσθέτοντας πως «θέλουμε να εφαρμόσουμε την οδηγία και από την άλλη δεν θέλουμε να την εφαρμόσουμε για να προστατέψουμε την ΚΕΔΙΠΕΣ».
Απαντώντας η κ. Λαπαθιώτη υπενθύμισε πως ΚΕΔΙΠΕΣ λειτουργεί σε ένα πλαίσιο το οποίο καθορίζεται από τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ συνεργάζεται με διαχειριστή και το έργο της δυσχεραίνεται.
Εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας ανέφερε ότι οι εισηγήσεις του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου δεν είναι νομικά ορθές, διότι κατακερματίζουν την οδηγία χωρίς να γίνεται ορθή μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο στο σύνολό της. «Θα οδηγήσει σε προβλήματα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία είναι αρμόδια να κρίνει την ορθή μεταφορά στις αποφάσεις στο εθνικό δίκαιο», πρόσθεσε.
Από πλευράς της Κεντρικής Τράπεζας αναφέρθηκε ότι ο στόχος των τροποποιήσεων που εισηγείται το Υπουργείο είναι ώστε να μην αποδυναμωθεί το εργαλείο που έχουν στα χέρια τους τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε ένα κακό περιουσιακό στοιχείο να μπορεί να μεταφερθεί εκτός τραπεζών, ενώ πρόσθεσε ότι αναλόγως των προνοιών μπορεί να επηρεαστεί και η κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η διευθύντρια του ΣΥΠΡΟΔΑΤ Τζένη Παπαχαραλάμπους εξέφρασε λύπη για το ότι δεν επήλθε συμφωνία για τις πρόνοιες του νομοσχεδίου και πρόσθεσε πως το αναθεωρημένο κείμενο δεν διασφαλίζει την κατάχρηση που μπορεί να επέλθει σε βάρος των εγγυητών.
Ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Προστασίας Πρώτης Κατοκίας Μιχάλης Παρασκευά αναφέρθηκε σε σημείωμα του Γενικού Ελεγκτή βάσει του οποίου η συμφωνία μεταξύ ΚΕΔΙΠΕΣ και Altamira προνοεί προμήθεια 4,5% σε περίπτωση πώλησης ακινήτων και 0,5% για αναδιαρθρώσεις, κάτι που όπως είπε ευνοεί τους πλειστηριασμούς και ζήτησε όπως αποκαλυφθούν οι συμφωνίες που έχουν γίνει με τις εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων.
Εκ μέρους του ΔΗΣΥ, ο Αναπληρωτής Πρόεδρος του κόμματος Χάρης Γεωργιάδης εξέφρασε ανησυχία για την καθυστέρηση στη συζήτηση, η οποία δεν μπορεί να διαιωνιστεί. «Θεωρούμε σημαντικό να ολοκληρωθεί η συζήτηση και να οδηγηθεί στην Ολομέλεια», πρόσθεσε.
Εξάλλου, ο βουλευτής του ΑΚΕΛ Άριστος Δαμιανού χωρίς να εισέλθει στην ουσία των αναθεωρημένων κειμένων, είπε πως θεωρούμε πως «σε καμία περίπτωση δεν ικανοποιούνται οι βάσιμες ανησυχίες των δανειοληπτών και σε καμιά περίπτωση το ΑΚΕΛ δεν θα συναινέσει σε διαδικασίες εξπρές εκτός δικαστικού ελέγχου. «θεωρούμε ότι (το νομοσχέδιο) έπασχε ευθύς εξαρχής και πάσχει και σήμερα».
Από την πλευρά του, ο βουλευτής των Οικολόγων Σταύρος Παπαδούρης είπε πως η εμμονή είναι ξεκάθαρη και αφορά την ΚΕΔΙΠΕΣ και τον διαχειριστή της, Altamira και πρόσθεσε μέχρις ότου εξευρεθεί η χρυσή τομή, η τροπολογία που ο ίδιος κατέθεσε παραμένει. Είπε τέλος πως οι αιτιάσεις του ΥΠΟΙΚ για τους εγγυητές δεν δικαιώνονται, αφού πουθενά στην ευρωπαϊκή οδηγία δεν υπάρχει αναφορά για εγγυητές.
Πηγή: ΚΥΠΕ