«Ο τρόπος με τον οποίο ήρθε και πάλι στο προσκήνιο το ζήτημα της Δικαστικής Μεταρρύθμισης, μπορεί να δίνει την εντύπωση σε πολλούς νεώτερους συναδέλφους δικηγόρους ότι πρόκειται για ένα θέμα που πρόσφατα έχει απασχολήσει τον νομικό κόσμο της Κύπρου. Στην πραγματικότητα οι μεταρρυθμίσεις αυτές με τον τρόπο που τελικά διαμορφώθηκαν αποτελούν υλοποίηση σε μεγάλο βαθμό ενός από τα βασικά αιτήματα για τα οποία αγωνιστήκαμε τρεις γενιές δικηγόρων εδώ και πενήντα χρόνια», αναφέρει σε ανάρτηση του ο δικηγόρος Λάρης Βραχίμης.
Σε δηλώσεις του στη ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ο κ. Βραχίμης, με αφορμή την ανάρτηση του, τόνισε πως ο αγώνας των δικηγόρων για δικαστική μεταρρύθμιση, με τρία βασικά αιτήματα α) την ανασύσταση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, β) τη δημιουργία τρίτου βαθμού δικαιοσύνης και γ) τον διορισμό δικηγόρων από το ελεύθερο επάγγελμα στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι ένας αγώνας που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’70. Ενδεικτικό αυτής της συζήτησης ήταν το άρθρο που είχε δημοσιεύσει το 1988 ο Λεύκος Κληρίδης στο οποίο υποστήριζε την επανασυγκρότηση του Ανωτάτου και Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής. Το αίτημα αυτό, σύμφωνα με τον κ. Βραχίμη, είχε υιοθετηθεί μεταξύ άλλων και από τον Δημοκρατικό Συναγερμό και αποτελούσε μέρος των δεσμεύσεων του κόμματος στα προεκλογικά του προγράμματα.
Δείτε επίσης: Οι εισηγήσεις του Λεύκου Κληρίδη για τη δικαστηριακή μεταρρύθμιση
Διαβάστε αυτούσια τη δήλωση του κ Βραχίμη:
«Με την εκλογή του Γλαύκου Κληρίδη στην Προεδρία το 1993 είχε γίνει έντονη προσπάθεια για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων αυτών. Πρωτοστάτης στη προσπάθεια αυτή ήταν ο Αλέκος Μαρκίδης ο οποίος σε κατ’ ιδία συζητήσεις μου ανάφερε ότι παρά την αρχική συμφωνία μεταξύ των κομμάτων, η προσπάθεια τελικά ναυάγησε λόγω ανησυχιών των άλλων κομμάτων πλην Δημοκρατικού Συναγερμού σε σχέση με τα πρόσωπα που θα επιλέγονταν από την τότε κυβέρνηση να στελεχώσουν τα νέα δικαστήρια.
Στο μεταξύ το 1990 οι δικηγόροι ξεκίνησαν μια απεριόριστο απεργία στη Λευκωσία αρνούμενοι να εμφανιστούν σε ποινικές υποθέσεις. Αφορμή της απεργίας ήταν ο διορισμός δικηγόρων της νομικής υπηρεσίας στη θέση του Επαρχιακού Δικαστή. Αντιδρώντας στην απεργία τα ποινικά Δικαστήρια πήραν οδηγίες να προχωρούν στην ακρόαση των υποθέσεων στην απουσία των δικηγόρων. Η προσπάθεια των δικηγόρων να εμποδίσουν αυτή την εξέλιξη απέτυχε αφού το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις certiorari που καταχώρισαν δικηγόροι που εκπροσωπούσαν διαδίκους σε ποινικές υποθέσεις με τις οποίες ζητούσαν να απαγορευτεί στα ποινικά δικαστήρια να εκδικάζουν τις υποθέσεις αυτές στην απουσία δικηγόρων. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν να σταματήσει η απεργία και να χαθεί το σημαντικότερο όπλο που είχαν οι δικηγόροι για να διεκδικήσουν αιτήματα τους. Δυστυχώς οι συναδέλφοι τότε δεν άσκησαν το δικαίωμα που είχε λίγο πριν εισαχθεί για ατομική προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Το 2003, εκλέγηκε Πρόεδρος ο Νίκος Αναστασιάδης με προεκλογικό πρόγραμμα το οποίο περιλάμβανε δέσμευση να προχωρήσει στην ανασύσταση του Ανωτάτου και Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και τη δημιουργία δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η θέση αυτή όμως δεν προωθήθηκε. Αντίθετα, η κυβέρνηση Αναστασιάδη αμέσως μετά την εκλογή της υιοθέτησε τις εισηγήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη βάση των οποίων αρχικά δημιουργήθηκε το Πρωτοβάθμιο Διοικητικό Δικαστήριο, η δημιουργία του οποίου ούτως ή άλλως τύγχανε ουσιαστικά καθολικής υποστήριξης. Το Ανώτατο Δικαστήριο επίσης ευνοούσε τη δημιουργία νέου εφετείου κάτω από το εφετείο ώστε το Ανώτατο Δικαστήριο να λειτουργεί ως τριτοβάθμιο.
Σταδιακά οι σοβαρές καθυστερήσεις στην εκδίκαση εφέσεων άρχισαν πλέον να καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για ολοκλήρωση της διαδικασίας της δικαστικής μεταρρύθμισης. Η αρχική σκέψη ήταν να εφαρμοστεί η εισήγηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όμως στο μεταξύ άρχισε να ασκείται έντονη κριτική τόσο στο εσωτερικό με αφορμή τις καταγγελίες Νίκου Κληρίδη όσο και στο εξωτερικό από την Greco σε σχέση με τον ανεξέλεγκτο τρόπο που το Ανώτατο Δικαστήριο ασκούσε το σύνολο των εξουσιών του. Η κριτική αυτή τελικά υποχρέωσε την υιοθέτηση θέσης για την ανάγκη ανασυγκρότηση των δυο Ανωτάτων δικαστηρίων που προβλέπονται στο Σύνταγμα. Παράλληλα υιοθετήθηκε η θέση ως προς την ανάγκη δημιουργίας τριών βαθμών δικαιοσύνης πλην όμως η λύση που επιλέγηκε, αυτή της αναβάθμισης του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε δικαστήριο τρίτου βαθμού αντί της ίδρυσης νέου τριτοβάθμιου δικαστηρίου πάνω από το Ανώτατο δεν είναι η επιθυμητή και θα οδηγήσει σε νέα δυσκολίες».
Ο ίδιος όπως αναφέρει στην ανάρτηση του ο Τομέας Δικαιοσύνης του ΔΗΣΥ του οποίου ο ίδιος ήταν τότε συντονιστής είχε προτείνει το 2000 στο κόμμα ημερίδα με θέμα τη «Δομή και Λειτουργία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου», όπου θα συζητούνταν οι πιο κάτω εισηγήσεις για τη δικαστηριακή μεταρρύθμιση:
– Η εισήγηση για επαναφορά του διαχωρισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε Εφετείο και Συνταγματικό/Διοικητικό.
– Η εισήγηση για δημιουργία τριτοβάθμιου εφετείου στα πρότυπα του Αρείου Πάγου, του House of Lords ή του Αμερικανικού Supreme Court.
– Η ανάγκη ριζικού εκσυγχρονισμού των κανόνων της Πολιτικής Δικονομίας και η αποτυχία του υφιστάμενου μηχανισμού αναθεώρησης των κανόνων. Οι εισηγήσεις για ενίσχυση των διαδικασιών αναθεώρησης της πολιτικής δικονομίας οι οποίες εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου και μελέτη των περιθωρίων παρέμβασης της Πολιτείας / Βουλής.
– Η εισήγηση για ενίσχυση του θεσμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το διορισμό στο Ανώτατο Δικαστήριο νομικών από το ελεύθερο επάγγελμα.
Διαβάστε αυτούσια την ανάρτηση του
Όπως ανάφερε ο κύριος Βραχίμης, οι απόψεις αυτές περιλήφθηκαν τελικά στο προεκλογικό πρόγραμμα του Δημοκρατικού Συναγερμού για τις εκλογές του 2001 το οποίο περιλάμβανε την πιο κάτω εισήγηση σε σχέση με τη δικαστηριακή μεταρρύθμιση για τη Λειτουργία Ανωτάτου Δικαστηρίου:
«Ο Δημοκρατικός Συναγερμός αναγνωρίζει το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει το Ανώτατο Δικαστήριο στην ερμηνεία του νόμου και στον έλεγχο και την εποπτεία των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Ο Δημοκρατικός Συναγερμός όμως θεωρεί ότι η παράλληλη εκτέλεση του ρόλου του εφετείου αφενός και το διοικητικού δικαστηρίου αφετέρου η οποία επήλθε σαν αποτέλεσμα της συνένωσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έχει θέσει εμπόδια στη σωστή λειτουργία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Θεωρεί επίσης ότι η σημερινή δομή των Δικαστηρίων με την απουσία Δικαστηρίου Τριτοβάθμιας Δικαιοδοσίας δυσχεραίνει το έργο της σωστής απονομής της δικαιοσύνης αφού έχει οδηγήσει σε σημαντική εξασθένισης της αρχής του δεσμευτικού του δικαστικού προηγούμενου με αποτέλεσμα τη δημιουργία αβεβαιότητας δικαίου η οποία με τη σειρά τείνει μεταξύ άλλων να προκαλέσει αύξηση στον αριθμό των εφέσεων στο Ανώτατο Δικαστήριο και κατ’ επέκταση στο φόρτο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, ο Δημοκρατικός Συναγερμός προτείνει το διαχωρισμό της Δικαιοδοσίας Διοικητικού Δικαίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου από τους υπόλοιπους ρόλους του.
Ο Δημοκρατικός Συναγερμός προτείνει επίσης τη δημιουργία τριτοβάθμιου δικαστικού οργάνου ταυτόχρονα με την εισαγωγή της αρχής αυστηρής δέσμευσης του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου από το Δικαστικό Προηγούμενο όπως αυτό διαμορφώνεται από το ίδιο το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και από το προτεινόμενο Τριτοβάθμιο Δικαστικό όργανο.
Ο Δημοκρατικός Συναγερμός θεωρεί ότι ο διορισμός δικαστικών τόσο στο Ανώτατο Δικαστήριο όσο και σε θέσεις Ανωτέρων Επαρχιακών Δικαστών και Προέδρων Επαρχιακών Δικαστηρίων από το ελεύθερο επάγγελμα επιβάλλεται για ενίσχυση του δικαστικού θεσμού καθώς και του επιβαλλόμενου δεσμού και επαφής του δικαστικού σώματος με την ευρύτερη κοινωνία. Το Σύνταγμα της Δημοκρατίας προβλέπει ως μοναδικό κριτήριο διορισμού δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο το ανώτατο επαγγελματικό και επίπεδο ηθικό επίπεδο των υποψηφίων. Ως εκ τούτου, ο Δημοκρατικός Συναγερμός υποστηρίζει ότι στη λίστα επιλογής νομικών για διορισμό τους στο Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει να περιλαμβάνονται και έγκριτοι νομικοί από τη μαχόμενη δικηγορία και ότι η δικαστική προϋπηρεσία δεν μπορεί να αποτελεί απαραίτητο προσόν διορισμού στο Ανώτατο Δικαστήριο.»
Η υλοποίηση των πιο πάνω εισηγήσεων βρισκόταν εδώ και χρόνια στην ατζέντα του Δημοκρατικού Συναγερμού και αποτελούσαν πάγιο αίτημα του δικηγορικού κόσμου, αλλά λόγω δυσμενών συγκυριών δεν κατάφεραν ακόμη να ολοκληρωθούν, σύμφωνα με τον κ. Βραχίμη.