“Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να απαγορεύσει την εμπορία της νομίμως παραγόμενης σε άλλο κράτος μέλος κανναβιδιόλης (CBD) όταν αυτή εκχυλίζεται από το σύνολο του φυτού cannabis sativa και όχι μόνον από τις ίνες και τους σπόρους του”, έκρινε σήμερα το Δικαστήριο της ΕΕ. Το ΔΕΕ επισημαίνει ότι “η εν λόγω απαγόρευση μπορεί ωστόσο να δικαιολογηθεί από σκοπό προστασίας της δημόσιας υγείας, αλλά δεν πρέπει να υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο”.
Αναλυτικά, απαντώντας σε ερώτημα του cour d’appel d’Aix-en-Provence (εφετείου Aix-en-Provence, Γαλλία), με τη σημερινή απόφασή του, το ΔΕΕ αποφαίνεται ότι το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε οι διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση.
Κατά πρώτον, το ΔΕΕ αποφαίνεται σχετικά με το δίκαιο που έχει εφαρμογή στην περίπτωση της υπό κρίση υπόθεσης.
Συναφώς, απορρίπτει την εφαρμογή των σχετικών με την κοινή γεωργική πολιτική κανονισμών .
Συγκεκριμένα, οι εν λόγω πράξεις του παράγωγου δικαίου εφαρμόζονται μόνο στα γεωργικά προϊόντα που διαλαμβάνονται στο παράρτημα Ι των Συνθηκών. Η CBD, όμως, η οποία εκχυλίζεται από το σύνολο του φυτού cannabis sativa δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γεωργικό προϊόν, σε αντίθεση, παραδείγματος χάριν, με την ακατέργαστη κάνναβη. Επομένως, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών αυτών.
Αντιθέτως, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Ένωσης (άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ), δεδομένου ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης CBD δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ναρκωτικό. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το ΔΕΕ υπενθυμίζει καταρχάς ότι τα πρόσωπα που εμπορεύονται ναρκωτικά δεν δύνανται να επικαλεστούν την εφαρμογή των ελευθεριών κυκλοφορίας, καθώς η εμπορία ναρκωτικών απαγορεύεται εντός όλων των κρατών μελών, με εξαίρεση την αυστηρώς ελεγχόμενη εμπορία προς χρήση για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς.
Ακολούθως, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, για τον ορισμό της έννοιας του ναρκωτικού, το δίκαιο της Ένωσης παραπέμπει σε δύο συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών, τη Σύμβαση για τις ψυχοτρόπους ουσίες και την Ενιαία Σύμβαση για τα ναρκωτικά . Η CBD, όμως, δεν μνημονεύεται στην πρώτη και, μολονότι είναι αληθές ότι, βάσει της γραμματικής ερμηνείας της δεύτερης, η CBD θα μπορούσε να καταταγεί ως ναρκωτικό, καθόσον συνιστά εκχύλισμα κάνναβης, εντούτοις η ερμηνεία αυτή θα ήταν αντίθετη προς το γενικό πνεύμα της εν λόγω Σύμβασης, επίμαχη CBD δεν έχει ψυχοτρόπο επίδραση ούτε επιβλαβή επίδραση στην ανθρώπινη υγεία, σε αντίθεση με την τετραϋδροκανναβινόλη (κοινώς αποκαλούμενη THC), ένα άλλο κανναβινοειδές της κάνναβης.
Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, η απαγόρευση εμπορίας της CBD συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς κατά την εισαγωγή, το οποίο απαγορεύεται από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ. Το ΔΕΕ τέλος καλεί το εθνικό δικαστήριο να αξιολογήσει τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα προκειμένου να βεβαιωθεί ότι ο προβαλλόμενος πραγματικός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία δεν στηρίζεται σε αμιγώς υποθετικές εκτιμήσεις, στην περίπτωση που η Γαλλία επιμείνει στον επιβάλει περιορισμό, αν εκτιμά ότι η επικινδυνότητα αυτής της ουσίας είναι εξίσου μεγάλη με της αντίστοιχης ναρκωτικής.
Πηγή : ΚΥΠΕ