Mόνο το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ) είναι αρμόδιο να κρίνει αν μια πράξη θεσμικού οργάνου της ΈΕ είναι αντίθετη ή όχι προς το κοινοτικό δίκαιο, υπενθυμίζει σήμερα το ΔΕΕ, μετά από επίμονα ερωτήματα του Τύπου σχετικά την πρόσφατη απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου σχετικά με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημειώνει σχετικά με την απόφαση του BVerfG (Bundesverfassungsgericht – Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο) τα εξής:
“Οι υπηρεσίες του θεσμικού οργάνου ουδέποτε σχολιάζουν απόφαση εθνικού δικαστηρίου”.
“Ως γενική παρατήρηση, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου δεσμεύει το εθνικό δικαστήριο όσον αφορά την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης”.
“Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο, το οποίο ιδρύθηκε από τα κράτη μέλη για τον σκοπό αυτόν, είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει ότι μια πράξη θεσμικού οργάνου της Ένωσης είναι αντίθετη στο ενωσιακό δίκαιο”, αναφέρει το ΔΕΕ.
“Τυχόν αποκλίσεις μεταξύ των δικαστηρίων των Κρατών Μελών όσον αφορά το κύρος των πράξεων των θεσμικών οργάνων θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ενότητα της έννομης τάξης της Ένωσης και να θίξουν τη θεμελιώδη αρχή της ασφάλειας δικαίου”, προειδοποιεί.
“Όπως και οι λοιπές αρχές των Κρατών Μελών, τα εθνικά δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να εγγυώνται την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης”, υπενθυμίζει.
“Μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να διασφαλισθεί η ισότητα των κρατών μελών εντός της Ένωσης την οποία τα ίδια έχουν δημιουργήσει”, τονίζει.
“Το θεσμικό όργανο δεν πρόκειται να προβεί σε άλλη δήλωση επί του θέματος αυτού”, καταλήγει.
Πηγή: ΚΥΠΕ