Ο Επίκουρος Καθηγητής στο Κέντρο Αριστείας για Έρευνα και Καινοτομία «ΚΟΙΟΣ» του Πανεπιστημίου Κύπρου, Δημήτρης Ηλιάδης μου έθεσε ορθά το ζήτημα ότι ιδιαίτερα σήμερα έχει διαφανεί η αναγκαιότητα να αναγορεύσουμε την πρόσβαση στο διαδίκτυο ως δημόσιο αγαθό κατά τρόπο ουσιαστικό. Μου τόνισε πως ιδιαίτερα στην παρούσα κρίση, η έλλειψη σύνδεσης στο διαδίκτυο, λογισμικών και υπολογιστών σε κάθε σπίτι, καθιστούν αδύνατη τη συμμετοχή των Κυπρίων πολιτών, αλλά και διαμενόντων, όχι μόνο στα κοινά, αλλά και στην εργασία και στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Το θέμα βέβαια δεν με απασχολεί για πρώτη φορά. Πέραν από διδακτικές και άλλες παρεμβάσεις, για το θέμα είχα κάνει και δημόσια παρέμβαση το 2015 σε μια ομιλία μου με αφορμή την μέρα ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε εκδήλωση που διοργάνωνε ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος. Μεταξύ άλλων είχα αναφέρει τα ακόλουθα:
«Είναι αναγκαίο να προστεθεί στον κατάλογο των συνταγματικών δικαιωμάτων μια νέα γενιά δικαιωμάτων: π.χ. η Εσθονία μια χώρα όχι πολύ μεγαλύτερη από την Κύπρο έχει ήδη από το 2000 κατοχυρώσει ως δικαίωμα την πρόσβαση στο διαδίκτυο, πολλά Συντάγματα έχουν κατοχυρώσει το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας. Το δικαίωμα στο διαδίκτυο και στην πληροφόρηση είναι ένα από τα σημαντικότερα δικαιώματα που δεν έχουν ακόμα θεμελιωθεί στην Κύπρο……».
Στην εποχή όμως της τέταρτης βιομηχανικής και τεχνολογικής επανάστασης, ο χρόνος τρέχει με διαφορετικές ταχύτητες όσον αφορά την τεχνολογία. Στα πέντε χρόνια που μας χωρίζουν από το 2015 όταν ανέφερα τα πιο πάνω λόγια, ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε την τεχνολογία και την ψηφιακή μας εποχή μεταβλήθηκε με ακόμα πιο γοργούς ρυθμούς. Η γενιά μου μεγάλωσε χωρίς διαδίκτυο, εμαιλ, κινητά τηλέφωνα, facebook ή ψηφιακή τηλεόραση. Όταν ερευνούσα πιο νέος σε μακρινές βιβλιοθήκες κείμενα στη γερμανική γλώσσα, έχοντας δίπλα μου το λεξικό και προσπαθώντας να κατανοήσω το ακριβές νόημα των λόγων ενός συγγραφέα, ουδέποτε θα φανταζόμουν πως χρόνια αργότερα θα μπορούσα να βρω πηγές χωρίς να εγκαταλείπω το σπίτι μου, ότι θα υπήρχαν βάσεις δεδομένων όπως η Wikipedia που τυγχάνουν επεξεργασίας σε μεγάλο βαθμό από συστήματα τεχνητής νοημοσύνης και όχι από ανθρώπους, ότι τα νέα των εφημερίδων θα τα διάβαζα από το διαδίκτυο ή ότι θα χρησιμοποιούσα μεθόδους μετάφρασης τύπου google translate για να κατανοώ κείμενα σε γλώσσες που δεν κατέχω. Αυτές τις μέρες και ενώ βρίσκομαι, όπως και εκατομμύρια συνάνθρωποι μου σε ολόκληρο τον κόσμο σε κατ’ οίκον περιορισμό, μπορώ να διδάσκω στους φοιτητές μου μέσω webex, να συναντώ πελάτες και συναδέλφους μέσω zoom, να έχω πρόσβαση στην πληροφορία και σε πηγές ενημέρωσης, να κάνω δημόσιες παρεμβάσεις, ακόμα και να έχω πρόσβαση σε χιλιάδες εργαλεία του επαγγέλματος μου σε ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες και βάσεις δεδομένων. Είναι βέβαια προφανές ότι σε μια παρόμοια περίοδο κρίσης η δικηγορική ύλη μειώνεται δραματικά, σε αντίθεση με την ύλη της εργασίας μου ως πανεπιστημιακού δασκάλου, αλλά η ουσία είναι ότι μια παρόμοια καραντίνα πριν δέκα χρόνια θα με είχε καταστήσει εργασιακά και κοινωνικά ανήμπορο. Σήμερα όχι. Είμαι βέβαια από τους τυχερούς, καθότι δεν είναι για όλους εφικτή η τηλεργασία – εξαρτάται από το επάγγελμα που ασκείς και τις τεχνικές δυνατότητες που έχεις.
Οι νομικοί, όπως και οι πολιτικοί, είμαστε εξαιρετικά αργοί στο να κατανοήσουμε την τεχνολογία και την ακολουθούμε άλλοτε επιφυλακτικά, άλλοτε εχθρικά, σπανίως ενθουσιωδώς. Όταν ξεκίνησε η επανάσταση του διαδικτύου οι περισσότεροι ασχολούμασταν πως να το ρυθμίσουμε, αλλά ώσπου να αποφασίσουμε, αυτό μετεξελίχθηκε καθιστώντας άνευ σημασίας τα όσα είχαμε στο ενδιάμεσο αποφασίσει. Όταν έγινε η επανάσταση του blockchain και των ψηφιακών νομισμάτων, οι περισσότεροι ασχολούμασταν πως να τα ποινικοποιήσουμε, και τώρα προχωρούμε σε νομοθετικές ρυθμίσεις όταν πλέον δεν μας έμεινε επιλογή γιατί η τεχνολογία μας ξεπέρασε. Όταν η τεχνητή νοημοσύνη εξελίχθηκε, όπως και οι περισσότεροι επαγγελματικοί κλάδοι θεωρήσαμε πως δεν αφορά εμάς, χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι σε λίγα χρόνια ο κλάδος μας δεν θα είναι πια ο ίδιος. Η Ελλάδα και η Κύπρος είμαστε βέβαια ακόμα πιο πίσω από άλλες χώρες και ακόμα περιμένουμε να υιοθετήσουμε τα βασικά της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης. Και ενώ σήμερα πολλές δίκες στο πεδίο του αστικού, εμπορικού και του διοικητικού δικαίου θα έπρεπε να διεξάγονται μέσω τηλεδιασκέψεων και με συστήματα ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, ακόμα ενεργούμε με τρόπους που για τους τεχνολόγους θυμίζουν ανθρώπους των σπηλαίων. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ΕΕ γενικότερα θα πρέπει να αισθάνεται περήφανη για τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιεί την τεχνολογία στο ρυθμιστικό της περιβάλλον συγκριτικά με τις ΗΠΑ.
Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ είχε αποφασίσει ότι η πρόσβαση και η ελεύθερη έκφραση στο διαδίκτυο αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα, ήδη από το 2012 και το γνωστό ψήφισμα L13. Το δικαίωμα λήψης και διάδοσης της πληροφορίας άλλωστε συνιστά κλασικό ανθρώπινο δικαίωμα και δεν υπάρχει λόγος γιατί αυτό να μην περιλαμβάνει και τη διαδικτυακή του πτυχή. Στην Ελλάδα το άρθρο 5Α, το οποίο προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001, προέβλεψε την πρόσβαση και συμμετοχή στην κοινωνία της πληροφορίας και την υποχρέωση διευκόλυνσης από το κράτος της παραγωγής, ανταλλαγής, διάδοσης και πρόσβασης σε ηλεκτρονικά διαμοιραζόμενες πληροφορίες. Το Γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας αναγνώρισε πως η πρόσβαση στο διαδίκτυο είναι βασικό ανθρώπινο δικαίωμα ήδη από το 2009 και το ίδιο έπραξαν και πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Ίσως κανένα κράτος δεν ενέταξε τόσο πολύ το διαδίκτυο στο ρυθμιστικό του πεδίο, ως είδος πρώτης ανάγκης για τον πολίτη του 21ου αιώνα όσο η μικρή σε μέγεθος Εσθονία. Είχα την ευκαιρία να μελετήσω από κοντά το καινοτόμο πρόγραμμα της Εσθονίας ήδη από τις αρχές του αιώνα που διανύουμε και η προσέγγιση σε θέματα ψηφιακής διακυβέρνησης, ηλεκτρονικής ψηφοφορίας και ψηφιακής κουλτούρας των Εσθονών είναι αξιοθαύμαστη.
Το ΕΔΔΑ έχει τονίσει πως δεν πρόκειται απλώς για τη διασφάλιση ενός ατομικού δικαιώματος που αξιώνει έναν χώρο ελευθερίας και μη παρέμβασης των κρατικών οργάνων για την άσκησή του (status negativus), αλλά ταυτόχρονα προϋποθέτει και τη θετική υποχρέωση δημιουργίας ενός κανονιστικού πλαισίου εντός του οποίου μπορεί να ασκηθεί η ελευθερία αυτή μέσω της δημιουργίας ενός κατάλληλου κανονιστικού πλαισίου για την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης στο διαδίκτυο (βλ. π.χ. Editorial Board of Pravoye Delo and Shtekel v. Ukraine, 5.5.2011). Το να επικεντρωνόμαστε όμως στην ελευθερία της έκφρασης όταν αναφερόμαστε στην κοινωνία της πληροφορίας είναι περιοριστικό. Η πρόσβαση στο διαδίκτυο πρέπει να είναι φθηνή, καθολική και απρόσκοπτη, καθώς συνδέεται με τις πολιτικές ελευθερίες, την οικονομική ελευθερία και την δυνατότητα του πολίτη να έχει ίσα δικαιώματα. Σε εποχές καραντίνας μπορεί κάποιος να διαπιστώσει εύκολα την ανισότητα όταν άλλοι φοιτητές και μαθητές (ακόμα και δάσκαλοι ή καθηγητές) δεν έχουν προσωπικό υπολογιστή και με τον τρόπο αυτό δεν μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα τους στην εκπαίδευση. Πόσο μάλλον το δικαίωμα στην πολιτική συμμετοχή, πραγματική ελευθερία της έκφρασης, άσκησης θρησκευτικών πιστεύω, συνδικαλίζεσθαι, εργασία κοκ.
Η κοινωνία της πληροφορίας δεν είναι απλώς δικαίωμα – είναι προϋπόθεση πλέον για την υγιή άσκηση όλων των υπόλοιπων δικαιωμάτων. Όπως αντίστοιχα είναι – και ελπίζω επιτέλους να έγινε αυτό κατανοητό μετά την παρούσα κρίση – το δικαίωμα στη δημόσια υγεία και το δικαίωμα στο περιβάλλον, αυτά που συχνά καλούμε ως κοινωνικά δικαιώματα. Το διαδίκτυο δεν είναι δικαίωμα διότι εκφράζει κάποια αξία από μόνο του, αλλά διότι χωρίς αυτό τα υπόλοιπα δικαιώματα δεν μπορούν στην εποχή μας να καταστούν το ίδιο αποτελεσματικά. Ενώ στην Κύπρο κάποιοι νομικοί ακόμα αντιμετωπίζουν ατομικά δικαιώματα ως απόλυτα, είναι καιρός να κατανοήσουμε ότι κανένα ατομικό δικαίωμα δεν υπάρχει χωρίς κοινωνία και ότι για να έχουμε δικαιώματα ως πολίτες θα πρέπει να δούμε παράλληλα και τις υποχρεώσεις μας, αλλά και τις υποχρεώσεις του κράτους τόσο έναντί μας, όσο και έναντι της κοινωνίας και των παραμέτρων που την καθιστούν εύλογα εφικτή. Τα δικαιώματα προϋποθέτουν διαρκή στάθμιση έναντι των δικαιωμάτων των συνανθρώπων μας εφόσον η ύπαρξη μας ως ανθρώπων νοηματοδοτείται από την ιδιότητά μας ως μελών μιας κοινωνίας στην οποία ζούμε.
Δυστυχώς πολλά κράτη δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να παρέχουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες δημόσιας υγείας και πλήρη φθηνή πρόσβαση στο διαδίκτυο στους πολίτες τους. Κανένα κράτος βέβαια δεν έχει απεριόριστους πόρους και για αυτό η έμφαση είναι στην ορθολογικότητα, τη κοινωνική δικαιοσύνη και την αποτελεσματικότητα, στον διαμοιρασμό των πόρων με τρόπο που να στοχεύει στην προστασία του κοινωνικού συνόλου, στη σύνθεση των επί μέρους δικαιωμάτων δυνάμει των αρχών της αναλογικότητας, της ίσης μεταχείρισης και της αποφυγής καταχρήσεων δικαιώματος. Υπέρτατη όμως αρχή οποιουδήποτε συνταγματικού χάρτη είναι η διασφάλιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η παροχή στον άνθρωπο της δυνατότητας να αναπτύξει ελεύθερα την προσωπικότητά του. Για να το πετύχουμε αυτό ως κοινωνίες δεν αρκεί η ρητορική αναγνώριση συνταγματικών δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα δεν υπάρχουν για να τα επικαλούμαστε οι νομικοί. Υπάρχουν – ή πρέπει να υπάρχουν – για να βοηθούν τον πολίτη, τον κάτοικο, τον πρόσφυγα κατά τρόπο ουσιαστικό.
Αυτές τις μέρες δυστυχώς παρακολουθήσαμε εκπροσώπους της ΕΕ να δηλώνουν ότι η δημόσια υγεία δεν είναι αρμοδιότητα της ΕΕ, αλλά των κρατών μελών, παραγνωρίζοντας όχι μόνο το κείμενο των συνθηκών που αναφέρεται σε κοινή αρμοδιότητα, αλλά κυρίως το γεγονός ότι προφανώς και η ΕΕ κατεξοχήν έχει αρμοδιότητα με βάση τις Συνθήκες για την μεγαλύτερη κρίση δημόσιας υγείας στην ιστορία της (και βεβαίως εκτός από τις Συνθήκες, το δικαίωμα στην υγεία κατοχυρώνεται και στην Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ως υποχρέωση της ΕΕ απέναντι στους πολίτες της). Όταν κρίνουμε την οικονομική πολιτική της ΕΕ ως αποτυχημένη είναι διότι αποστέρησε εκατομμύρια πολίτες από την πρόσβαση σε βασικά αγαθά και όταν κρίνουμε την αποτυχία των ηγετών του δυτικού κόσμου (ΗΠΑ, ΕΕ, ΗΒ) να ενεργήσουν έγκαιρα και αποτελεσματικά για να αντιμετωπίσουν την παρούσα κρίση, το κάνουμε διότι με την αποτυχία τους αυτή προξένησαν ουσιαστική ζημία στην αξία, την ζωή, την διαβίωση των πολιτών τους.
Η ΕΕ, όπως και τα κράτη, έχει ως λόγο ύπαρξης την συμβολή στη βελτίωση της ευημερίας των πολιτών της και έχουμε δικαίωμα να απαιτούμε από τα κράτη μας και την ΕΕ ορθολογική και αποτελεσματική ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας, του κοινωνικού κράτους, του κράτους που διασφαλίζει τη δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος, του κράτους που μεριμνά για την ορθολογική διαχείριση των πόρων του προς όφελος των πολιτών του, του κράτους που προστατεύει τους πολίτες του και τους επιτρέπει να αναπτυχθούν ελεύθερα και με αξιοπρέπεια. Και για αυτό είναι θεμελιώδης η απαίτηση για ισότιμη και αποτελεσματική συμμετοχή στην κοινωνία της πληροφορίας, η αναβάθμιση των ψηφιακών μας δεξιοτήτων και η επένδυση στον ψηφιακό εγγραμματισμό.