Ο συγγραφέας του βιβλίου «Σχέση Εξηρτημένης Εργασίας και Μέτοχοι Ιδιωτικών Εταιρειών», Νίκος Παναγιώτου σε μια αποκλειστική συνέντευξη στη «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ».
Σύμφωνα με τον κ. Παναγιώτου στο βιβλίο του, που κυκλοφορεί από τις νομικές εκδόσεις Hippasus, αναλύεται η υπαγωγή στη νομοθετική επιφύλαξη της έννοιας του εργοδοτουμένου των μετόχων που απασχολούνται σε νομικό πρόσωπο, το οποίο ελέγχεται από μέλη της οικογένειας του κατά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα που προϋποθέτει σχέση εξάρτησης. Ο ίδιος αντιμετωπίζει κριτικά τόσο τη νομοθετική επιφύλαξη, όσο και τη νομολογία, ερμηνεύοντας την από την οπτική όχι μόνο του θετού δικαίου, αλλά και de lege ferenda.
Ο Νίκος Παναγιώτου είναι μέλος του Συνεργαζόμενου Επιστημονικού Προσωπικού της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και υποψήφιος διδάκτορας, στον τομέα του Εργατικού Δικαίου, κάτοχος πτυχίου νομικής από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και μεταπτυχιακού διπλώματος (LLM) στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο των Επιχειρήσεων από το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Εργάζεται ως δικηγόρος από το 2009 και έχει εκτεταμένη εμπειρία και γνώσεις σε θέματα εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου κι ασχολείται κυρίως με εθνικές και πολυεθνικές επιχειρήσεις, οργανισμούς δημοσίου δικαίου και φυσικά πρόσωπα.
1.Πως προέκυψε η ιδέα για το βιβλίο;
Η ιδέα για το βιβλίο προέκυψε κατά την ολοκλήρωση του μεταπτυχιακού προγράμματος στη Νομική του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, όταν και αποφάσισα, στο πλαίσιο της συγγραφής μεταπτυχιακής εργασίας, να εξετάσω ένα θέμα που αφορά το κατά την άποψη μου πολύ σημαντικό και σύγχρονο ζήτημα του καθορισμού των υποκειμενικών ορίων του εργατικού δικαίου, δηλαδή του καθορισμού των προσώπων που εντάσσονται στον ορισμό του εργοδοτουμένου για σκοπούς του εργατικού δικαίου, έτσι ώστε να απολαμβάνουν τις προστατευτικές ρυθμίσεις που προκύπτουν από αυτό. Έχοντας, δε, κατά νου τον γενικό κανόνα που βρίσκεται στην βάση του εργατικού δικαίου, ότι από τις προστατευτικές του διατάξεις απολαμβάνουν προστασίας μόνο τα πρόσωπα που παρέχουν εξηρτημένη και όχι ανεξάρτητη εργασία, θέλησα να θέσω υπό το μικροσκόπιο την πολύ ενδιαφέρουσα εξαίρεση που παρατηρείται στο Κυπριακό Εργατικο Δικαίο, όπου για σκοπούς συγκεκριμένων εργατικών νομοθετημάτων θεωρούνται εργοδοτούμενοι και πρόσωπα που παρέχουν ανεξάρτητη εργασία και όχι εξαρτημένη. Έτσι, προχώρησα στην συγγραφή της μεταπτυχιακής αυτής εργασίας, η οποία με την πολύτιμη στήριξη του Δρ. Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, της Δρ. Χριστίνας Ιωάννου και της Hippasus Publishing Limited, μετεξελίχθηκε στο βιβλίο αυτό.
2.Ποιο είναι το κύριο ζήτημα που πραγματεύεται το βιβλίο σας;
Το κυριότερο ζήτημα που πραγματεύεται το βιβλίο είναι ακριβώς αυτή η εξαίρεση στον βασικό εργατικό κανόνα που έχει τεθεί στο κυπριακό εργατικό δίκαιο, σύμφωνα με την οποία οι μέτοχοι ιδιωτικών εταιρειών που παρέχουν ανεξάρτητη εργασία στις εταιρείες που είναι μέτοχοι, εντάσσονται, κατ’ εξαίρεση, στον ορισμό του όρου εργοδοτούμενου για σκοπούς συγκεκριμένων εργατικών νομοθετημάτων. Αναλύοντας το ζήτημα αυτό, το βιβλίο προβαίνει σε μία ενδελεχή ανάλυση των συνθήκων εισαγωγής της πιο πάνω εξαίρεσης στο Κυπριακό Δίκαιο, των διαφόρων πρακτικών ζητημάτων που προέκυψαν από την εισαγωγή αυτή, καθώς και των ειδικότερων κριτήριων που θέτουν τα Κυπριακά Δικαστήρια αναφορικά με τη διάκριση μεταξύ μετόχων που εργάζονται κάτω από συνθήκες εξάρτησης και μετόχων που προσφέρουν ανεξάρτητες υπηρεσίες στις εταιρείες όπου κατέχουν μετοχές. Πέραν όμως της ανάλυσης των θεμάτων αυτών το βιβλίο πραγματεύεται και τον καθορισμό της σχέσης εξηρτημένης εργασίας η οποία κατά κανόνα προστατεύεται στο πλαίσιο του Κυπριακού Εργατικού Δικαίου, παραθέτοντας μίαν εις βάθος ανάλυση των κριτηρίων που τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν θέσει για τη διάκριση της εξηρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη.
3.Πού στηρίζεται το κυπριακό εργατικό δίκαιο; Στο Κοινοδίκαιο ή στο ηπειρωτικό δίκαιο;
Γίνεται δεκτό ότι το κυπριακό εργατικό δίκαιο συνιστά στην πράξη ένα μεικτό σύστημα, όπου το Ηπειρωτικό Δίκαιο αλλά και το Κοινοδίκαιο επηρεάζουν ουσιαστικά την κρίση των Εργατικών Δικαστηρίων. Πράγματι, με μία απλή μελέτη στην νομολογία των Κυπριακών Εργατικών Δικαστηρίων κάποιος μπορεί εύκολα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια πολύ συχνά εφαρμόζουν κατά τη λήψη των αποφάσεων τους, τόσο τις προσεγγίσεις του Κοινοδικαίου όσον αφορά το Εργατικό Δίκαιο, όσο και τις προσεγγίσεις Ελλήνων μελετητών, όπως αυτές έχουν διατυπωθεί σε βασικά συγγράμματα της Ελληνικής νομικής βιβλιογραφίας.
4.Σε ποιο βαθμό έχει επηρεάσει την εξέλιξη του κυπριακού εργατικού δικαίου η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ;
Είναι αλήθεια ότι το Κυπριακό Εργατικό Δίκαιο, πριν την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είχε περιορισμένο περιεχόμενο και ήταν περιορισμένο σε ολιγάριθμα νομοθετικά κείμενα τα οποία προέβαιναν σε ρύθμιση συγκεκριμένων θεμάτων όπως η ρύθμιση του τερματισμού της απασχόλησης ενός εργοδοτούμενου, η ρύθμιση του δικαιώματος σε λήψη άδειας ανάπαυσης μετ’ απολαβών, η συνδικαλιστική ελευθερία κ.α.. Με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ανάγκη εναρμόνισης του Κυπριακού Δικαίου με το Ευρωπαϊκό, το Κυπριακό Εργατικό Δίκαιο έχει αναπτυχθεί σε σημαντικό βαθμό και έχει περιλάβει στις ρυθμίσεις του ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως η προστασία των δικαιωμάτων των εργοδοτουμένων κατά την μεταβίβαση επιχειρήσεων, η απαγόρευση των διακρίσεων και της παρενόχληση στην εργασία, η προστασία της μητρότητας και της πατρότητας, η απαγόρευση της κατάχρησης των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και άλλα.
5.Συνιστούν οι αρχές του εργατικού δικαίου παρέκκλιση από το γενικότερο δίκαιο των συμβάσεων;
Ως γνωστό, η ελευθερία των συμβάσεων είναι μία θεμελιώδης αρχή του δικαίου των συμβάσεων, η οποία μάλιστα απολαμβάνει και συνταγματικής κατοχύρωσής στο πλαίσιο του Άρθρου 26 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή τα συμβαλλόμενα μέρη μίας σύμβασης έχουν, κατά κανόνα, την δυνατότητα να καθορίζουν τους συμβατικούς όρους ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς και κρατικές παρεμβάσεις. Φυσικά, ως το ίδιο το Σύνταγμα καθορίζει ότι η ελευθερία αυτή δεν είναι απόλυτη και ότι ο Νομοθέτης έχει την δυνατότητα να την περιορίζει όταν ο περιορισμός τίθεται για την αποφυγή του κινδύνου εκμετάλλευσης προσώπων από πρόσωπα που διαθέτουν ιδιάζουσα οικονομική ισχύ. Τέτοιο κίνδυνο ο Νομοθέτης έχει αναγνωρίσει σε σχέση με τις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, όπου κατά κανόνα η εργασία παρέχεται από ένα οικονομικά ασθενέστερο πρόσωπο, τον εργοδοτούμενο, προς ένα οικονομικά ισχυρότερο πρόσωπο, τον εργοδότη. Έτσι, το Εργατικό Δίκαιο, με τις προστατευτικές του ρυθμίσεις αποτελεί περιορισμό της αρχής της ελευθερία των συμβάσεων, υπό την έννοια ότι οι ρυθμίσεις του παρεμβαίνουν δραστικά στο επίπεδο της διαπραγματευτικής ισχύος (bargain power) των μερών της εργασιακής σχέσης και με συνεχείς διορθωτικές παρεμβάσεις στο επίπεδο της νομικής ελευθερίας των δύο μερών επιδιώκουν τη δημιουργία μιας τεχνητής (νομικής) ισορροπίας ισχύος μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου.
6.Συμφωνείτε με την υπαγωγή στη νομοθετική επιφύλαξη της έννοιας του εργοδοτουμένου των μετόχων που απασχολούνται σε νομικό πρόσωπο κάτω από συνθήκες μη εξάρτησης;
Δεν διαφωνώ με την υπαγωγή των προσώπων αυτών στην έννοια του όρου εργοδοτούμενου για σκοπούς των συγκεκριμένων νομοθετικών κειμένων. Θεωρώ ότι ο Κύπριος νομοθέτης, ως προκύπτει άλλωστε και από την αιτιολογική έκθεση του Νόμου με τον οποίο εισήχθηκε η εξαίρεση αυτή στην Κυπριακή έννομη τάξη, έθεσε τον κανόνα αυτό δικαίου για να επιτύχει κάτι συγκεκριμένο, δηλαδή την πληρωμή των προσώπων αυτών, στην περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης για λόγους πλεονασμού, μειωμένης πληρωμής πλεονασμού στο πλαίσιο του 1Α του Τέταρτου Πίνακα του Ν. 24/1967. Όμως, δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω με την οποιαδήποτε προσέγγιση ότι τα πρόσωπα αυτά δύνανται να απολαύσουν οποιονδήποτε άλλο δικαίωμα πέραν της μειωμένης πληρωμής πλεονασμού. Δε νοείται, θεωρώ, χωρίς να υπάρχει τουλάχιστον ξεκάθαρη και ρητή εκδήλωση της πρόθεσης του Νομοθέτη, η απόδοση των εργατικών δικαιωμάτων που πηγάζουν από την εργατική νομοθεσία σε πρόσωπα που δεν απασχολούνται κάτω από συνθήκες εξάρτησης. Τα δικαιώματα αυτά προκύπτουν και υφίστανται ως αποτέλεσμα της προστατευτικής λειτουργίας του Εργατικού Δικαίου το οποίο έρχεται, ως μέτρο κοινωνικής ασφάλειας, να θωρακίσει τον υπό εξάρτηση εργοδοτούμενο από τις μονομερείς πράξεις και ενέργειες του εργοδότη του. Συνεπώς, θεωρώ ότι, θα ήταν λανθασμένο να καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι ο Κύπριος νομοθέτης, χωρίς να αναφερθεί ρητά και ξεκάθαρα στο γεγονός αυτό, επέλεξε να παραχωρήσει στη συγκεκριμένη κατηγορία εργοδοτουμένων άλλα εργατικά δικαιώματα πέραν του δικαιώματος για περιορισμένη πληρωμή πλεονασμού (στο οποίο γίνεται ξεκάθαρη αναφορά στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου).
7.Ποια τα μελλοντικά σας ερευνητικά σχέδια;
Αυτή τη στιγμή, πέραν της εξάσκησης της δικηγορίας, είμαι υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσία, όπου διεξάγω έρευνα, υπό την επίβλεψη της Δρ. Χριστίνας Ιωάννου, σε θέματα που αφορούν την εξέταση των υποκειμενικών και αντικειμενικών ορίων της εργασιακής σχέσης, εξετάζοντας κυρίως τη σύγκρουση της σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου με την δημόσια πολιτική και την παρανομία.