Την 29/10/2020 το Εκλογοδικείο εξέδωσε την τρίτη απόφαση του βάζοντας τέλος στο «έπος» της 56ης έδρας των Κοινοβουλευτικών εκλογών του 2016.
Το «έπος» άρχισε όταν η κυρία Ελένη Θεοχάρους (ΕΘ), υποψήφια βουλευτής της Αλληλεγγύης και εν ενεργεία ευρωβουλευτής, έχοντας καταλάβει έδρα στην Ευρωβουλή με τον ΔΗΣΥ, αποφάσισε να μην καταλάβει τη βουλευτική έδρα που κέρδισε ως πρώτη σε σταυρούς υποψήφια της Αλληλεγγύης στην Λεμεσό. Για να καταλάβει την έδρα αυτή θα έπρεπε να παραιτηθεί από το Ευρωκοινοβούλιο.
Το ζήτημα που ανέκυψε ήταν, αδρά, κατά πόσον ενόψει της απόφασης της ΕΘ να μην καταλάβει την έδρα, η έδρα είχε «κενωθεί» και θα πληρωνόταν με τον δεύτερο επιλαχόντα της «Αλληλεγγύης» τον κύριο Γεώργιο Παπαδόπουλο (ΓΠ), ή για την πλήρωση της απαιτείτο διενέργεια εκλογών. Το πρόβλημα ανέδειξε για πρώτη φορά ο ευπαίδευτος συνάδελφος κ. Χ. Προύντζος με επιστολή του 25/5/2016 προς τον Έφορο Εκλογών όπου εξηγούσε ότι ίσχυε το δεύτερο.
Η 1/2019 ήταν η τέταρτη σχετική διαδικασία ενώπιον των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (3 ως Εκλογοδικείο και 1 ως Ανώτατο). Προηγήθηκαν οι Εκλογικές Αιτήσεις 2/16, 1/17 και η Αναφορά 4/18. Δεν θα κουράσω όσους έχουν παρακολουθήσει το ζήτημα με επανάληψη του ιστορικού εδώ. Παραθέτω σύντομο ιστορικό του ζητήματος στο τέλος του άρθρου αυτού.
Η απόφαση στην 1/2019 προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και έτυχε σχολιασμού από τον νομικό κόσμο με δηλώσεις, αρθρογραφία και σχόλια σε διαδικτυακές πλατφόρμες.
Δύο ευπαίδευτοι συνάδελφοι έχουν πραγματευθεί το ζήτημα με άρθρα τους: ο κ. Αχιλλέας Αιμιλιανίδης και ο κ. Χρίστος Στρόππος με τα άρθρα τους Η απόφαση για την 56η έδρα και Μια “πρώτη” Υπεράσπιση ( ; ) της Απόφασης για την 56η Έδρα αντίστοιχα. Πρόσφατα πραγματεύτηκε την απόφαση και τις προεκτάσεις της και η ευπαίδευτη, τέως ΑΕΔ, κυρία Αλεξία Λυκούργου στο άρθρο Η μεγάλη περιπέτεια μίας βουλευτικής έδρας.
Τα πλείστα επιχειρήματα που εκφράστηκαν από τους επικριτές της απόφασης συνοψίζονται στο άρθρο του κ. Αιμιλιανίδη. Οι επικρίσεις μπορούν σε γενικές γραμμές (με αποσπάσματα από το άρθρο) να συνοψιστούν ως εξής:
- Το Δικαστήριο έκρινε ως αντισυνταγματική μια διάταξη του Συντάγματος.
- Η πλήρωση της θέσης από τον δεύτερο σε σειρά ψήφων υποψήφιο βουλευτή ήταν η μοναδική σύμφωνη με το Σύνταγμα, τη νομοθεσία και το αναλογικό σύστημα εκλογής προσέγγιση και η μοναδική επιλογή που θα σεβόταν την επιλογή των ψηφοφόρων.
- Δεν νοείται έλεγχος συνταγματικότητας συνταγματικής διάταξης ως αντίθετης με αρχές που πηγάζουν από το πνεύμα του Συντάγματος.
Η πρώτη και τρίτη εισήγηση αφορούν λόγους τυπικούς που αφορούν το νομικό έρεισμα της απόφασης. Η δεύτερη εστιάζει στην φιλοσοφική και ηθική διάσταση του ζητήματος.
Το Εκλογοδικείο δεν έκρινε την συνταγματικότητα των Νόμων
Όσον αφορά την πρώτη από τις τρείς αυτές «μομφές», εισηγούμαι ότι πρόκειται περί παρανόησης του λόγου της απόφασης αφού το Εκλογοδικείο δεν έκρινε την συνταγματικότητα των τροποποιήσεων. Αυτό που το Εκλογοδικείο έκρινε ήταν ότι:
η εκλογή του Γεώργιου Παπαδόπουλου, καθ΄ ου η αίτηση 3, ως βουλευτή και η ανακήρυξη τουως τέτοιου από τον Έφορο Εκλογής … είναι άκυρη ως προϊόν, κατά τα ανωτέρω, αντισυνταγματικής και παρανόμου ρύθμισης …
Το Εκλογοδικείο δεν έκρινε αντισυνταγματικό ούτε τον Ν 128(I)/2019 ούτε τον Ν.131(Ι)/2019. Έκρινε ως αντισυνταγματικό το αναδρομικό αποτέλεσμά τους στον βαθμό που οδηγούσε σε «δια της νομοθεσίας» εκλογή και ανακήρυξη του ΓΠ. Μάλιστα, το Εκλογοδικείο εξήγησε ότι στον βαθμό που δεν ενεργούν αναδρομικά οι πρόνοιες αυτές θα τύχουν σεβασμού λέγοντας: «Αυτά σαφώς ισχύουν για το μέλλον».
Εξάλλου, εάν κηρυσσόταν κάποιος από τους δύο νόμους ως αντισυνταγματικός, αυτός θα ήταν μάλλον ο Ν.131(Ι)/2019 ο οποίος περιέχει την επίδικη ειδική ρύθμιση η οποία οδηγεί σε αναδρομική εκλογή του ΓΠ – όχι ο γενικός Ν 128(I)/2019 ο οποίος τροποποίησε απλώς το Σ66.2 από :
«(2).- Κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται εντός προθεσμίας τεσσαράκοντα πέντε το πολύ ημερών από της κενώσεως καθ’ ον τρόπον νόμος ορίζει.
σε
2.(1) Αποποιηθείσα ή μη καταληφθείσα ή κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται καθ’ ον τρόπον νόμος ορίζει.
Η αναδρομική εκλογή του ΓΠ δια νομοθεσίας ορθά κρίθηκε ως αντισυνταγματική.
Το Εκλογοδικείο οδηγήθηκε στην απόφαση αυτή στην βάση της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας: Αφ’ ης στιγμής ο λαός είχε ψηφίσει, με τα δεδομένα που ίσχυαν στις εκλογές του 2016, δεν ήταν θεμιτό η Βουλή, εκ των υστέρων και «αναδρομικά» να ερμηνεύσει την ψήφο των εκλογέων και να επιβάλει την εκλογή του ΓΠ νομοθετώντας.
Το σκεπτικό και γεγονότα που επιβεβαιώνουν στην ορθότητα της απόφασης είναι απλά:
- Η ΕΘ δεν κατέλαβε την έδρα της.
- Η «μη πλήρωση» αυτή δεν ισοδυναμούσε με «κένωση».
- Το 2016, δεν υπήρχε υφιστάμενη ρύθμιση του ζητήματος ούτε στο Σύνταγμα ούτε στους 115(I)/1996 και 118(1)/96.
- Συνεπώς δεν υπήρχε ρητή ρύθμιση πριν ή κατά τις εκλογές, η αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας, καθιστούσε επιτακτική ανάγκη, την προκήρυξη εκλογών για τη θέση αυτή.
Τα γεγονότα αυτά δεν κρίθηκαν στην 1/2019 αλλά ήδη από την 2/2017 και επιβεβαιώθηκαν στην αναφορά 4/2018. Αυτό που αποφάσισε το Εκλογοδικείο στην 1/2019 είναι ότι το κενό το οποίο υπήρχε από το 2016, δεν μπορούσε να πληρωθεί με νομοθεσία αναδρομικά. Αυτό γιατί ένας τέτοιος νόμος θα συνιστούσε «ερμηνεία», από την Βουλή της ψήφου των εκλογέων, θα καταστρατηγούσε την αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας και θα παραβίαζε θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα περιλαμβανομένης της αρχής της ισότητας που θεσπίζει το άρθρο 28 του Συντάγματος.
Δεν μπορεί να «ερμηνεύεται» η πρόθεση των ψηφοφόρων
Όσον αφορά την δεύτερη μομφή, οι επικριτές της απόφασης, εισηγούνται ότι η προσέγγιση της 2/2019 είναι υπέρμετρα τυπολατρική. Προτάσσουν ότι η νομοθετική κατακύρωση της έδρας στον ΓΠ ήταν ορθή ως η μοναδική επιλογή που θα σεβόταν την επιλογή των ψηφοφόρων. Είναι όμως προφανές ότι ούτε αυτό ισχύει.
Για σκοπούς της πιο κάτω συζήτησης θυμίζω ότι:
- Η Αλληλεγγύη έλαβε 5254 ψήφους στην Λεμεσό.
- Η ΕΘ, πρώτη σε προτίμηση υποψήφια, έλαβε 3788 σταυρούς.
- Ο ΓΠ, δεύτερος σε προτίμηση, έλαβε 767 σταυρούς.
- Η ΕΘ κατείχε έδρα στο Ευρωκοινοβούλιο την οποία κέρδισε με τον ΔΗΣΥ, όχι με την Αλληλεγγύη η οποία συστάθηκε αργότερα.
- Η ΕΘ αποχώρησε από τον ΔΗΣΥ στα τέλη του 2015 όμως διατήρησε την έδρα την Ευρωβουλή.
- Αιτητής 1 της 1/2019 ήταν υποψήφιος βουλευτής του ΔΗ.ΣΥ στην επαρχία Λεμεσού.
Οι επικριτές του αποτελέσματος της απόφασης, ισχυρίζονται ότι η Λαϊκή Κυριαρχία απαίτησε αυτό που η Βουλή προσπάθησε να επιβάλει νομοθετικά: εάν η ΕΘ δεν αποδεχόταν την έδρα θα έπρεπε να περάσει η έδρα στον δεύτερο του κόμματος.
Αυτό είναι, σίγουρα ένα πιθανό ενδεχόμενο. Εντούτοις, δεν είναι το μόνο ενδεχόμενο ειδικά ενόψει των ιδιαίτερων περιστάσεων του ζητήματος.
Είναι επίσης πιθανόν ότι κάποιοι από τους 3788 ψηφοφόρους της ΕΘ αυτούς μπορεί να ήταν ψηφοφόροι του ΔΗ.ΣΥ που ψήφισαν την ΕΘ στρατηγικά, για να την θέσουν ενώπιον του διλλήματος να θυσιάσει είτε την έδρα στο Ευρωκοινοβούλιο για να κερδίσει το κόμμα της έδρα στην Βουλή ή το αντίθετο. Εάν έχανε την έδρα στο Ευρωκοινοβούλιο θα ευνοούσε μετά βεβαιότητας τον ΔΗΣΥ. Εάν έχανε την έδρα στην Βουλή πιθανώς να ευνοούσε τον ΔΗΣΥ στην Λεμεσό και να εκλεγόταν ο Αιτητής 1.
Ένα άλλο πιθανό ενδεχόμενο είναι ότι κάποιοι από τους 3788 ψηφοφόρους της ΕΘ δεν επιθυμούσαν την εκλογή άλλων υποψηφίων της Αλληλεγγύης. Πείστηκαν προεκλογικά ότι εάν ψήφιζαν την ΕΘ αυτή θα αναγκαζόταν να καταλάμβανε την έδρα της στην Κυπριακή Βουλή για να μην χάσει την έδρα. Η ΕΘ ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί του κόμματος, και ήλπιζαν ότι η ΕΘ θα θυσίαζε το Ευρωκοινοβούλιο για την Κυπριακή Βουλή. Το ότι η ΕΘ έχει σχεδόν πέντε φορές παραπάνω ψήφους από τον δεύτερο ΓΠ καθιστά το ενδεχόμενο αυτό επίσης πολύ πιθανόν.
Η ουσία του ζητήματος είναι ότι δεν γνωρίζουμε, ούτε μπορούμε να γνωρίζουμε, πως θα ψήφιζαν αυτοί οι 3788 ψήφοι1 εάν γνώριζαν εκ των προτέρων ότι η Βουλή θα διοχέτευε την ψήφο τους με τον τρόπο αυτό ή αν γνώριζαν ότι η ΕΘ θα είχε την επιλογή να μην καταλάβει την έδρα χωρίς να την χάνει η αλληλεγγύη.
Το Εκλογοδικείο λοιπόν αποφάσισε το αυτονόητο: Δεν μπορούσε κανένας – ούτε η Βουλή – να ερμηνεύσει την πρόθεση των 3788 αυτών ψηφοφόρων. Εφόσον οι εκλογές του 2016 διεξήχθησαν χωρίς να υπάρχει ρύθμιση του ζητήματος όταν οι εκλογείς εξασκούσαν το εκλογικό τους δικαίωμα, το τυπικά αλλά και ουσιαστικά, ορθό και δίκαιο ήταν να διεξαχθούν εκλογές. Σχετικό το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση:
Καθίσταται φανερό ότι με τις τροποποιήσεις αυτές, στην ουσία η εκλογή του Γεώργιου Παπαδόπουλου έγινε στη βάση συγκεκριμένης νομοθεσίας και όχι διά ελεύθερης γενικής ή αναπληρωματικής εκλογής από το λαό που είναι η έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας που εμπίπτει μέσα σε εκείνα τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου και τα οποία δεν θα μπορούσαν, θεωρούμενα ως καλυπτόμενα από τη θεμελιακή δομή του Συντάγματος, να αποστερηθούν με νομοθετικό τρόπο.
Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η «ερμηνεία» της ψήφου ήδη γίνεται στην Κύπρο, λόγω του εκλογικού συστήματος. Ούτε αυτό ισχύει όμως. Η απλή αναλογική θέτει περιορισμούς και κανόνες για την διοχέτευση της ψήφου. Η ειδοποιός διαφορά με την εδώ επιχειρούμενη «ερμηνεία» είναι ότι όταν ο εκλογέας ρίχνει την ψήφο του, στην απλή αναλογική, γνωρίζει εκ των προτέρων τους κανόνες «διοχέτευσης» της. Οι κανόνες αυτοί είναι γνωστοί εκ των προτέρων και δεν υπάρχει εκ των υστέρων αλλοίωση. Η εδώ «ερμηνεία» της ψήφου είναι κάτι σαφώς διαφορετικό.
Αντισυνταγματικές Συνταγματικές Τροποποιήσεις
Όπως έχω ήδη εξηγήσει δεν θεωρώ ότι με την απόφαση 29/10/2020 κηρύχθηκαν αντισυνταγματικοί οι υπό συζήτηση νόμοι και σε καμία περίπτωση δεν κηρύχθηκε αντισυνταγματικό το σύνταγμα. Η συζήτηση όμως που αναπτύχθηκε για «αντισυνταγματικές συνταγματικές τροποποιήσεις» («Unconstitutional Constitutional Amendments») και για «απαραβίαστο πυρήνα» αποτελούν ευκαιρία για γενικότερο νομικό προβληματισμό.
Τόσο η ΑΛ όσο και ο ΧΣ έχουν εξετάσει το ζήτημα με αναφορά σε νομολογία και αρθρογραφία. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η απόφαση της μείζονας σύνθεσης του ΔΕΕ στην Kadi2 στην οποία αναφέρθηκε και ο συνάδελφος ΧΣ. Στη Kadi διακηρύχθηκε ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν είναι απλώς μια γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου, αλλά θεμέλιο της εννόμου τάξεως. Μάλιστα στην Kadi αφέθηκε η υπόνοια ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα είναι ένα είδος «Συντάγματος εντός του Συντάγματος»: υπέρτερα άλλων διατάξεων ή πράγματι ακόμη και των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου. Η υπόνοια αυτή εξανεμίσθηκε στην Schmidberger3 όπου διευκρινίστηκε ότι τα δικαιώματα αυτά δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια. Εντούτοις, αυτό που προκύπτει από την σχετική νομολογία είναι ότι ακόμη και εάν τυπικά ο Νομοθέτης έχει το δικαίωμα να τροποποιεί ή να καταστέλλει τα δικαιώματα αυτά, η εξουσία αυτή δεν είναι ατελεύτητη και υπάρχει δυνατότητα περιστολής των αυθαιρεσιών του Νομοθέτη.
Δεν θεωρώ σκόπιμο να επαναλάβω εν εκτάσει τα όσα έχουν ήδη πραγματευθεί, πολύ ικανά οι ΧΣ και ΑΛ. Θα ήθελα ωστόσο να προσθέτω κάποιους δικούς μου προβληματισμούς και σκέψεις για το ζήτημα.
Παρότι καλούνται «θεμελιώδεις ελευθερίες», τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Μέρος 2 του Συντάγματος, δεν προστατεύονται ως «θεμελιώδη άρθρα», εν τη εννοία του άρθρου Σ182, άρθρα δηλαδή τα οποία δεν τροποποιούνται.
Εάν δεν υπάρχει ένας απαραβίαστος πυρήνας του Συντάγματος, το 75% της Βουλής θα μπορούσε εν μια νυκτί, να καταργήσει το κράτος δικαίου και να ψηφίσει π.χ. κατάργηση του άρθρου 15 (ιδιωτικής ζωής), το άρθρου 30 (δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη) και του άρθρου 31 (δικαίωμα ψήφου για όλους τους πολίτες).
Για όσους προτάξουν, ως απάντηση, στο επιχείρημα αυτό την αντίστοιχη παράλληλη προστασία της ΕΕ και της ΕΣΔΑ, θυμίζω απλά ότι η προστασία αυτή δεν είναι υπεράνω του Συντάγματος,4 καθώς και ότι ούτε το Σ1Α ούτε το Σ169 δεν προστατεύονται ως θεμελιώδη άρθρα από το Σ182.
Δεχόμαστε λοιπόν ότι η Βουλή μπορεί αυθαίρετα, αδικαιολόγητα και κατά το δοκούν να μας αφαιρέσει τις ελευθερίες και τα δικαιώματα αυτά;
Παρότι η Βουλή σύμφωνα με το Σ61 νομοθετεί «εν παντί θέματι» δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο λαός είναι αυτός που έχει απεριόριστη εξουσία και όχι η Βουλή, η οποία έλκει «παράγωγη», δευτεροβάθμια εξουσία από τον λαό. Ως εκπρόσωπος του λαού η βουλή πρέπει να ασκεί την εξουσία της προς το συμφέρον του λαού.
Η ουσία της θεωρίας των «Unconstitutional Constitutional Amendments» είναι ότι κάθε Σύνταγμα είναι μία σύμβαση η οποία εκφράζει την συντακτική εξουσία του λαού. Ως νομικό κείμενο, ένα σύνταγμα πρέπει να ερμηνεύεται συνολικά. Εάν η Βουλή νομοθετεί με τρόπο που αλλοιώνει την ουσία του Συντάγματος, ενεργεί εναντίον του λαού και συνεπώς και καθ’ υπέρβαση της παράγωγης αυτής εξουσίας που αντλεί από τον λαό.
Η εισήγηση ότι η Βουλή έχει ατελεύτητη εξουσία να νομοθετεί όσον αφορά εκλογικά ζητήματα, και μάλιστα με αναδρομική ισχύ είναι εξόχως προβληματική στην Κύπρο όπου το εκλογικό μας σύστημα δεν προνοείται στο Σύνταγμα. Εάν η εξουσία της Βουλής είναι πράγματι ατελεύτητη, χωρίς υποχρέωση σεβασμού της Λαϊκής κυριαρχίας και των άλλων θεμελιωδών αρχών του Συντάγματος που συνάγονται, χωρίς να εξειδικεύονται, το 50% της Βουλής θα μπορούσε να αλλάξει το εκλογικό σύστημα ώστε να εξυπηρετεί τα συμφέροντά του.
Συνταγματική Καινοτομία
Οι επικριτές της απόφασης έχουν αναφερθεί με αποδοκιμασία στο γεγονός ότι το Εκλογοδικείο δεν επικαλέστηκε νομολογία συνταγματικών δικαστηρίων όπως της Γερμανίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ που αποτελούσαν πολύτιμους καθοδηγητές στο παρελθόν.
Αφήνουν συναφώς να νοηθεί πως το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι οι αρχές που υιοθέτησε το Εκλογοδικείο, είναι με κάποιον τρόπο νομικά «υποδεέστερες», γιατί δεν προήλθαν από τα συνταγματικά δικαστήρια δυτικών χωρών. Εντούτοις, μία άλλη ανάγνωση του γεγονότος αυτού, την οποία προκρίνω, είναι ότι σε καμία άλλη δυτική χώρα δεν επιχειρήθηκε αυτού του είδους η συμπεριφορά από την νομοθετική εξουσία. Όπως εύστοχα παρατηρεί η ΑΛ:
«το ιστορικό που περιβάλλει την απόφαση αποκαλύπτει την αδυναμία των θεσμών να χειριστούν αποτελεσματικά και να επιλύσουν ένα πρόβλημα … το οποίο, παρά την πρωτοτυπία του, δύσκολα μπορεί να αναγνωριστεί σαν ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα συνταγματικής τάξης.»
Εξάλλου γιατί να απαιτείται άλλο δυτικό προηγούμενο; Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου δεν είναι ξένο στην Συνταγματική καινοτομία, όταν επιβάλλεται από εξαιρετικές περιστάσεις. Το 1964 γέννησε το Κυπριακό Δίκαιο της Ανάγκης ως αναγνώριση της αρχής ότι το Σύνταγμα υπηρετεί τον λαό και όχι το αντίστροφο: Salus populi (η σωτηρία του κράτους, η ορθότερα του λαού) suprema lex» (είναι ο υπέρτατος νόμος).
Αναφέρομαι σε Κυπριακό Δίκαιο της Ανάγκη, όχι από ολίσθημα, αλλά γιατί πρόκειται για την πιο ουσιαστική, καινοτόμα και δραστική (τόσο σε διάρκεια όσο και «έκταση») έκφανση του δικαίου της ανάγκης παγκοσμίως.
Από το 1964, μέχρι σήμερα έχουν «τροποποιηθεί» ακόμη και θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος, ως αποτέλεσμα της αδρανοποίησης ή της μόνιμης παραβίασης τους.
Γιατί λοιπόν, με αυτά τα δεδομένα της Κύπρου, να μας ξενίζει πως το Εκλογοδικείο δήλωσε πρόθυμο και έτοιμο να ξεφύγει από τα στεγανά του γράμματος του Συντάγματος, όταν αυτό απαιτείται για να διαφυλάξει την ουσία του Συντάγματος;
Το δίδαγμα
Οι επικριτές της απόφασης, εισηγούνται ότι η απόφαση είναι εξόχως επικίνδυνη ενόψει της επικείμενης δικαστηριακής μεταρρύθμισης. Διάφοροι σχολιαστές, όχι μόνο επικριτές, έχουν τονίσει τον κίνδυνο διολίσθησης σε Δικαστική αυθαιρεσία, κατά την προσπάθεια της αποτροπής της νομοθετικής ασυδοσίας.
Από πλευράς μου θεωρώ ότι η απόφασή στην 1/2019 δεν έχει ούτε μπορεί να έχει τέτοιες προεκτάσεις. Εντούτοις, από το έπος της 56ης έδρας προκύπτουν σοβαροί προβληματισμοί όχι μόνο νομικοί αλλά και θεσμικοί.
Οι Συνταγματικές τροποποιήσεις πρέπει να γίνονται για σοβαρά ζητήματα, με περισυλλογή και με ιδιαίτερη φειδώ. Αυτό ισχύει διπλά στην Κύπρο όπου επικρατεί η έκρυθμη κατάσταση και όπου το Σύνταγμα περισώζεται στην βάση του δικαίου της ανάγκης.
Η Βουλή μπορούσε μετά την απόφαση στην 2/2017 να αναθεωρήσει την προσέγγισή της, και να μην εμπλακεί σε αυτήν την συνταγματική «διελκυστίνδα» με το Ανώτατο Δικαστήριο.
Όταν οι τρείς εξουσίες συγκρούονται, χαμένοι δεν είναι τα μέλη της «ηττηθείσας» εξουσίας, αλλά το κράτος και οι πολίτες. Ακόμη και εδώ όπου δεν υπήρξε ουσιαστική «σύγκρουση», η ζημιά, για ένα ευεπίλυτο πρόβλημα, ήταν τεράστια. Αναλώθηκε ο χρόνος των αρχαιότερων και εμπειρότερων Δικαστών της χώρας σε τέσσερεις υποθέσεις, για την έκδοση αποφάσεων, με το ίδιο ουσιαστικά αντικείμενο. Αναλώθηκε κοινοβουλευτικός χρόνος για την εξέταση και ψήφιση των νομοσχεδίων. Αναλώθηκε τέλος, ο χρόνος της νομικής υπηρεσίας τόσο για την νομοτεχνική επεξεργασία των νομοσχεδίων όσο και για την εμφάνιση στις εκλογικές αιτήσεις και την αναφορά 4/2019.
Η ορθότερη και δικαιότερη λύση ήταν να γίνουν εκλογές για την 56η έδρα και παράλληλα η θέσπιση των προνοιών που τελικώς θεσπίστηκαν για την μελλοντική ρύθμιση του ζητήματος.
Αντ’ αυτού η Βουλή, «αψηφώντας» 3 αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προσπάθησε νομοθετικά για ακόμη μια φορά να οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα.
Εάν μας διδάσκει κάτι το έπος της 56ης έδρας είναι ότι όταν οι εξουσίες ενεργούν στα απώτερα άκρα της εξουσίας και της νομιμοποίησής τους, αναφύονται προβλήματα με απρόβλεπτες προεκτάσεις και συνέπειες.
Ιστορικό
- Την 31/3/2017, με την απόφαση στην εκλογική αίτηση 2/2016, το Εκλογοδικείο έκρινε ομόφωνα πως δεν υπήρχε νομικό έρεισμα για την κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 35(1) του βασικού εκλογικού νόμου Ν. 72/1979.
- Η Βουλή θέσπισε τον Ν. 82(1)/2017, τροποποιητικό του εκλογικού νόμου, με τον οποίο επιχειρήθηκε η αναδρομική εφαρμογή του 35(1), στην 56η θέση που δεν είχε καταληφθεί.
- Την 30/4/2018, το Εκλογοδικείο εξέτασε την νομιμότητα της τροποποίησης αυτής στην εκλογική αίτηση 1/2017. Κρίθηκε (κατά πλειοψηφία) ότι εφόσον οι πρόνοιες του Σ66.2 αναφέρονταν σε κενωθείσα (σύμφωνα με το Σ71) και όχι «μη πληρωθείσα», ο νόμος ήταν αντισυνταγματικός καθότι «δεν συνάδει με τα Άρθρα 65, 66, 69 και 71 του Συντάγματος αλλά και τη δημοκρατική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας που είναι διάχυτη στο Μέρος IV του Συντάγματος και η οποία επιτάσσει την εκλογή των Βουλευτών από το λαό.»
- Η Βουλή θέσπισε τον «περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2018». Ζητήθηκε η γνωμάτευση του ΑΔ για τον νόμο.
- Την 19/3/2019, το ΑΔ γνωμάτευσε στην Αναφορά 4/2018 ότι ο νόμος αυτός «είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 31, 35, 61, 64, 65, 66, 71, 85, 136, 145, 148 και 179 του Συντάγματος και την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και την Αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας, οι οποίες απορρέουν και διαπνέονται από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας.»
- Την 3/10/2019, η Βουλή τροποποίησε τα Άρθρα 66 και 71 του Συντάγματος με τον Ν 128(I)/2019 και την 15/10/2019 τροποποίησε το Άρθρο 35 του εκλογικού νόμου, με τον Ν.131(Ι)/2019.
- Οι εν λόγω τροποποιήσεις οδήγησαν τον Έφορο Εκλογής στην ανακήρυξη του ΓΠ της Αλληλεγγύης ως 56ου βουλευτή, ανακήρυξη που έγινε στις 29/10/2019.
- Η ανακήρυξη αποτέλεσε το έναυσμα για την καταχώριση της εκλογικής αίτησης 1/2019, η οποία οδήγησε στην απόφαση 29/10/2020.
1 Η το λιγότερο 3021 εάν όλοι οι σταυροί του ΓΠ ήταν κοινοί με την ΕΘ)
2 Yassin Abdullah Kadi and Al Barakaat International Foundation v Council of the European Union and Commission of the European Communities – Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-402/05 P και C-415/05 P
3 Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 2003. Eugen Schmidberger, Internationale Transporte und Planzüge κατά Republik Österreich. Υπόθεση C-112/00
4 Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωνσταντίνου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1356