Αφορμή για την καταγραφή των σκέψεων και προβληματισμών μου αποτέλεσαν οι σχετικά πρόσφατες δημόσιες αναφορές του Προέδρου της Επιτροπής Δεοντολογίας και Προστασίας του Αθλητισμού για έναρξη έρευνας για ενδεχόμενο χειραγωγημένο αγώνα ομάδων της Α΄ κατηγορίας του Παγκυπρίου Ποδοσφαιρικού Πρωταθλήματος.
Και αυτό γιατί με τα δεδομένα της εποχής είναι ξεκάθαρο πως η όποια δημόσια αναφορά σε θέματα που ουσιαστικά άπτονται του ήθους και της νομιμότητας προσώπων και δη επαγγελματιών από αρμόδια πρόσωπα και όργανα έχει αντίκρισμα τόσο στους αθλητές όσο και στις ομάδες τους.
Το πόσο σημαντικό και αναγκαίο είναι να διαφυλαχθούν τα αθλητικά γεγονότα από την όποια χειραγώγηση τους δεν χρειάζεται να το υποδείξω ούτε και να το αναδείξω με το παρόν άρθρο. Είναι αυτονόητο και αδήριτη ανάγκη. Η θέσπιση και η ισχύς σχετικής νομοθεσίας και στην Κυπριακή Δημοκρατία από μόνη της αναδεικνύει άλλωστε στον μέγιστο βαθμό ότι το «Ευ αγωνίζεσθαι» και οι κλασικές αρχές που διέπουν τον Αθλητισμό είναι αγαθά που χρήζουν πια προστασίας και μάλιστα έννομης σε μια περίοδο που τα πάντα συμπεριλαμβανομένου και του Αθλητισμού τίθενται υπό αμφισβήτηση.
Βασικότατο πυλώνα για την προστασία των Αθλητικών Γεγονότων στην Κυπριακή έννομη τάξη αποτελεί η Επιτροπή Δεοντολογίας και Προστασίας του Αθλητισμού, η σύσταση και η λειτουργία της οποίας προνοείται στον Περί της Καταπολέμησης της Χειραγώγησης Αθλητικών Γεγονότων Νόμο, Ν.180(Ι)/2017.
Σύμφωνα με την σχετική νομοθεσία η Επιτροπή έχει ευρείες εξουσίες και αρμοδιότητες ώστε να δύναται να διερευνά και να αξιολογεί περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει καταγγελία ή ακόμα και υποψία για ενδεχόμενη χειραγώγηση αγώνα ή αθλητικού γεγονότος.
Στέκομαι ιδιαίτερα στο άρθρο 6 (1) (γ) και (δ) όπου η Επιτροπή Δεοντολογίας έχει αρμοδιότητα και εξουσία:
(γ) Να διερευνά αυτεπάγγελτα, σε περιπτώσεις ύποπτης στοιχηματικής δραστηριότητας, ή εξετάζει τις καταγγελίες ή και πληροφορίες που τίθενται ενώπιον της για πιθανή χειραγώγηση αθλητικού γεγονότος ή εκδήλωσης και αποφασίζει για τη λήψη μέτρων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9.
(δ) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου, να συλλέγει και αναλύει πληροφορίες από πρόσωπα που εμπίπτουν εντός των αρμοδιοτήτων της σχετικά με την εφαρμογή, συμμόρφωση ή παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου από τα εν λόγω πρόσωπα.
Είναι πρόδηλο ότι το αντικείμενο της όποιας έρευνας της Επιτροπής Δεοντολογίας είναι μεν η πιθανότητα χειραγώγησης ενός αθλητικού συμβάντος, στην πράξη όμως είναι επί της ουσίας η συγκεκριμένη ανθρώπινη συμπεριφορά, έχει να κάνει δηλαδή η έρευνα με τον ανθρώπινο παράγοντα και την ενδεχόμενη εμπλοκή ή και επέμβαση του οποιουδήποτε προσώπου στην χειραγώγηση ενός αθλητικού γεγονότος με προφανείς σκοπούς.
Είναι εκ του νόμου υποχρέωση της Επιτροπής Δεοντολογίας και Προστασίας του Αθλητισμού όπως σε τέτοιες περιπτώσεις τηρεί καταρχήν τις διατάξεις του Περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου και κατ΄ επέκταση να προστατεύει ακόμα και τους υπό διερεύνηση αθλητές ή άλλους αθλητικούς και μη παράγοντες φροντίζοντας να μην δημοσιευθεί ή δημοσιοποιηθεί οτιδήποτε σε σχέση με την υπό διερεύνηση υπόθεση. Ο νομοθέτης δηλαδή καθόρισε ότι οι εξουσίες της εν λόγω Επιτροπής θα ασκούνται με ιδιαίτερη προσοχή και στην βάση της ανάγκης συμμόρφωσης της με τις προυποθέσεις και περιορισμούς που τάσσει η υπό αναφορά νομοθεσία αναφορικά με τα προσωπικά δεδομένα του κάθε προσώπου που είτε καλείται προς διερεύνηση είτε καλείται να βοηθήσει στην διερεύνηση.
Σε συνέχεια και ακολουθία με την υποχρέωση συμμόρφωσης της Επιτροπής με τα όσα προνοεί η νομοθεσία αναφορικά με τα προσωπικά δεδομένα, ο νομοθέτης έχει ως πρώτιστο μέλημα του να καθορίσει ως βασική νομική υποχρέωση αλλά και καθήκον της Επιτροπής την πλήρη εχεμύθεια και εμπιστευτικότητα στους χειρισμούς της, τόσο κατά την έρευνα της όσο και σε σχέση με τα όποια στοιχεία και τεκμήρια συλλέξει κατά την έρευνα της.
Όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κάποιος το Καθήκον Εχεμύθειας της Επιτροπής Δεοντολογίας και Προστασίας του Αθλητισμού είναι τέτοιας βαρύτητας και σημασίας που η παραβίαση του από τα Μέλη της Επιτροπής αποτελεί αξιόποινη πράξη (ορίζεται ως ποινικό αδίκημα που επισύρει ποινής) και αφετέρου αποτελεί τον μοναδικό λόγο για να ανακληθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο ο διορισμός της.
Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 8 της σχετικής νομοθεσίας «Κάθε μέλος της Επιτροπής, καθώς επίσης και κάθε ερευνών λειτουργός που διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 10:
(α) Έχει υποχρέωση τήρησης πλήρους εχεμύθειας σε σχέση με τις πληροφορίες, τα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που έρχονται σε γνώση του στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων του, και
(β) Aναλαμβάνει γραπτώς την υποχρέωση τήρησης του καθήκοντος εχεμύθειας που προβλέπεται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, η οποία τον δεσμεύει κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των καθηκόντων του καθώς και για περίοδο δύο (2) ετών μετά την ολοκλήρωση τους.
Στην παρούσα περίπτωση είναι προφανές ότι ο Πρόεδρος της Επιτροπής Δεοντολογίας και Προστασίας του Αθλητισμού μετά την λήξη του συγκεκριμένου ποδοσφαιρικού αγώνα δημοσιοποίησε ότι ο αγώνας αυτός τίθεται υπό το μικροσκόπιο της Επιτροπής αναφέροντας και δηλώνοντας μάλιστα και στοιχεία που αποτελούσαν αντικείμενο της έρευνας. Αναφέρθηκε π.χ σε βίντεο που έχει στην κατοχή του και που του στάληκε από φιλάθλους, το οποίο βέβαια ήδη είχε μεταδοθεί, αναφέρθηκε σε δηλώσεις προπονητή που επίσης είχαν μεταδοθεί, αναφέρθηκε σε πληροφορίες για στοιχηματική δραστηριότητα σε σχέση με το ακριβές σκόρ κλπ.
Το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι κατά πόσο τα ως άνω στοιχεία και δεδομένα στα οποία έκανε δημόσια αναφορά, ήρθαν στην γνώση του Προέδρου της Επιτροπής στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων του και εάν ναι κατά πόσο υπείχε Καθήκον Εχεμύθειας το οποίο και παραβίασε με τις δημόσιες αναφορές του.
Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι ούτε απλή ούτε και εύκολη και πάντως δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα αρθρογραφίας. Άλλωστε ουδείς, εκτός από τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Επιτροπής Δεοντολογίας και Προστασίας του Αθλητισμού, γνωρίζει πότε ακριβώς ενεργοποιήθηκε ο μηχανισμός της Επιτροπής για να τεθεί προς διερεύνηση ο εν λόγω ποδοσφαιρικός αγώνας, από ποιο πρόσωπο, αν υπήρξαν καταγγελίες, τί είδους καταγγελίες και από ποια πρόσωπα, αν απλά δημιουργήθηκαν υποψίες και στην βάση ποιων δεδομένων, πότε έλαβε στην κατοχή του τα στοιχεία της έρευνας ο Πρόεδρος κλπ.
Αυτό όμως που μπορεί να λεχθεί κατά την άποψη μου είναι ο έκδηλα λανθασμένος και βεβιασμένος τρόπος που ενήργησε ο Πρόεδρος της Επιτροπής Δεοντολογίας και Αθλητισμού και μάλιστα καθ΄ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που του παρέχει η νομοθεσία.
Είμαι της άποψης ότι το γράμμα και το πνεύμα της σχετικής νομοθεσίας όχι μόνο δεν επιτρέπει στην Επιτροπή Δεοντολογίας και Προστασίας του Αθλητισμού να δημοσιοποιεί τα ονόματα ή τις ομάδες ή τους παράγοντες που προτίθεται να διερευνήσει αλλά αντίθετα επιτάσσει την πλήρη και καθολική «σιωπή» και «σιγή» της για κάθε της ενέργεια ή απόφαση της. Σκοπός του νομοθέτη είναι να δημιουργήσει το υπόβαθρο που θα οδηγήσει πραγματικά στην αποκάλυψη χειραγωγημένων αθλητικών γεγονότων και αγώνων και των προσώπων που εμπλέκονται σε αυτούς μέσα όμως από μια ασφαλή και κάτω από πλήρη εχεμύθεια διερευνητική διαδικασία και όχι να εκθέτει ή να θέτει πρόσωπα (αθλητές και επαγγελματίες) σε καταστάσεις αφόρητης πίεσης, αμφισβήτησης και ενδεχομένως δημόσιου εξευτελισμού.
Είναι η τελική έκβαση και το τελικό πόρισμα της Επιτροπής Δεοντολογίας και Προστασίας του Αθλητισμού (ή κατά αναλογία του ερευνώντος λειτουργού) που θα ικανοποιήσει την αρχή ότι ζητήματα δημοσίου συμφέροντος ή δημοσίας τάξης μπορεί να δημοσιοποιούνται και αυτό και πάλι υπό προυποθέσεις.
Το ζήτημα καθίσταται ιδιαίτερα σοβαρό αν αναλογιστεί κάποιος ότι στην προκειμένη περίπτωση η αναφορά του Προέδρου της Επιτροπής Δεοντολογίας ενέπλεκε ουσιαστικά δύο επαγγελματίες ποδοσφαιριστές που ανήκαν σε δύο ιστορικά σωματεία της Κύπρου που ακολουθούνται από όγκο οπαδών και υποστηρικτών και των οποίων η τιμιότητα, η εντιμότητα, η φήμη αλλά και ο επαγγελματισμός τέθηκαν εν αμφιβόλω εξαρχής από τις Δημόσιες Δηλώσεις του Προέδρου της Επιτροπής ο οποίος ανακοίνωσε δημόσια ότι εξ αιτίας τους τίθεται υπό διερεύνηση ο ποδοσφαιρικός αγώνας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ίδιους, τις οικογένειες τους το επαγγελματικό τους μέλλον.
Ζητήματα της φύσης και του αντικειμένου που διερευνά καθηκόντως η Επιτροπή Δεοντολογίας και Προστασίας του Αθλητισμού έχουν πολλές παραμέτρους και είναι για αυτόν τον λόγο που η σιγή είναι το ισχυρότερο όπλο της Επιτροπής.
Ουδείς αμφισβητεί την εκτεταμένη εξουσία της να διερευνά οτιδήποτε περιέλθει στην αντίληψη της ή της καταγγελθεί και έχει σχέση με χειραγώγηση αθλητικού γεγονότος πλην όμως αυτό που ισχυρίζομαι και πιστεύω είναι πως η εξουσία της Επιτροπής πρέπει να ασκείται σε συνθήκες πλήρους εμπιστευτικότητας, σεβασμού των νομοθετικών προνοιών αλλά και των ατομικών και συνταγματικών δικαιωμάτων των προσώπων που διερευνώνται αν αναλογιστεί κάποιος ότι σύμφωνα με την νομοθεσία σε περίπτωση που η Επιτροπή καταλήξει σε εύρημα ενδεχόμενης παράβασης που δυνατόν να συνιστά ποινικό αδίκημα συντάσσει πόρισμα ή έκθεση γεγονότων και τα υποβάλλει στον Γενικό Εισαγγελέα ή στην οικεία αθλητική ομοσπονδία για διενέργεια πειθαρχικής έρευνας.
Στην παρούσα περίπτωση το ότι το τελικό αποτέλεσμα της έρευνας της Επιτροπής είναι αθωωτικό προς τους δύο ποδοσφαιριστές και τα σωματεία τους δεν έχει κάποια σημασία. Σημασία έχει το ότι η εν λόγω έρευνα μολύνθηκε εξαρχής και ως τέτοια δεν θα μπορούσε να έχει καμία αξία, όποιο και να ήταν το τελικό αποτέλεσμα αφού κατά την άποψη μου υπήρξε υπέρβαση καθήκοντος και παραβίαση δικαιωμάτων των αθλητών.
Καταληκτικά είναι η θέση μου ότι ο ρόλος της Επιτροπής Δεοντολογίας είναι καθοριστικός και αποφασιστικός στην προάσπιση της καθαρότητας των αθλητικών αγώνων και στην διερεύνηση κάθε περιστατικού που πιθανόν να αφορά χειραγώγηση ενός γεγονότος. Η αξία των ευρημάτων σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά βασίζεται στην πιστή τήρηση των νομικών υποχρεώσεων και καθηκόντων της Επιτροπής από την ίδια την Επιτροπή.