Όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το άρθρο, στο μυαλό μου κυριαρχούσε διάχυτα, μια και μόνη λέξη. «Ελευθερία». Μια έννοια, που για να την κατανοήσει, αλλά και για να την εκτιμήσει – έστω και στοιχειωδώς – ο άνθρωπος, θα πρέπει φρονώ, να την νιώσει πρώτα μέσα του και για να την νιώσει, πρέπει οπωσδήποτε να την ζήσει. Πρόκειται για μια έννοια, που αν δεν την ζήσεις, δεν θα καταλάβεις ποτέ τι σημαίνει. Πόσο μάλλον δε, να κατανοήσεις το ανεκτίμητο της.
Οι πρόγονοί μας, ήταν βλέπετε για αιώνες υπόδουλοι. Του κάθε κατακτητή και του κάθε δυνάστη. Και τούτο, τους υποχρέωνε να σιωπούν. Πίστευαν πως αν τολμούσαν να μιλήσουν, θα πλήρωναν τίμημα. Διότι, οι δυνάστες καταστέλλουν με κάθε τρόπο την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης. Τα λόγια και οι ιδέες που αυτά μεταδίδουν, διεγείρουν τους δούλους και οδηγούν σε εξεγέρσεις και οι δυνάστες, δεν τα θέλουν αυτά. Θέλουν υποταγή και οσφυοκαμψία. Θέλουν δουλοπρέπεια. Αυτό θέλουν από εμάς οι δυνάστες. Έτσι λοιπόν, οι πρόγονοί μας, είχαν μάθει μέσα από τους αιώνες, να ζουν στη σιωπή. Και προκειμένου να μην χάσουν τα λογικά τους αλλά και το ξερό ψωμί που τους πετούσαν οι εκάστοτε δυνάστες, άρχισαν ακόμα και να εξυμνούν την σιωπή. Παρουσιάζοντας την στους κατιόντες τους, ως «χρυσό». Το χρυσάφι του δούλου. Και με την έλευση των χρόνων μας άφησαν κατανοητά ως παρακαταθήκη, το γνωστό «σιωπάτε να περάσουμε». Απλώς βέβαια, για να περάσουμε. Για να επιβιώσουμε την δουλεία. Έτσι είναι δυστυχώς που ζουν οι δούλοι, και έτσι μεγαλώνουν τα παιδιά τους. Το ακούσαμε δε τόσες πολλές φορές, αυτό το «σιωπάτε να περάσουμε» που φρονώ, πως έχει αποτυπωθεί στον γονότυπο μας σαν λαός. Εξου και ο Πρόεδρος μας μιλά για καταφύγια, αντί για οχυρά.
Δούλοι ασφαλώς, υπήρχαν παντού στον κόσμο. Όπως και στην αρχαία Αίγυπτο, όπου οι δούλοι έσπαζαν και κουβαλούσαν πέτρα, για τους εκάστοτε Φαραώ. Τους επίγειους «θεούς» τους. Όλα αυτά, για ένα κομμάτι ψωμί που τους έριχνε στο πάτωμα το δικό τους καθεστώς – όχι ως ανταπόδοση για τους μόχθους τους, αλλά – για να κρατηθούν στην ζωή και έτσι, να συνεχίζουν να σπάζουν και να κουβαλούν, σιωπηλοί, την πέτρα. Ούτως ώστε, να πληρώνουν φόρους, από τους οποίους να τρέφονται πλουσιοπάροχα, οι δυνάστες «θεοί». Κοιτάζοντας δε στο παρόν, είμαι σχεδόν βέβαιος, πως πολλοί από τους σιωπηλούς εκείνους δούλους του τότε, ίσως και να κατάφεραν να πείσουν τους εαυτούς τους, πως ζούσαν ελεύθεροι. Πως τα κάτεργα, ήταν τρόπον τινά, μέρος μιας μεγάλης εθνικής ιδέας και πως το ξερό εκείνο ψωμί, ήταν απόδειξή της ελευθερίας τους. Στο κάτω κάτω, αν οι δούλοι του τότε, σκέφτονταν αλλιώς, θα έχαναν και εκείνοι τα λογικά τους. Όπως ακριβώς είχαν χάσει, την τιμή και την αξιοπρέπεια τους. Έτσι λοιπόν επιβιώνουν οι δούλοι. Αλλά δυστυχώς, έτσι παραμένουν δούλοι. Ζούν στη σιωπή και για να μην τρελαθούν, την εξυμνούν. Κάποτε μάλιστα, επιβάλλοντας και οι ίδιοι, την σιωπή σε άλλους δούλους, οι οποίοι σκέφτονται να φωνάξουν και να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο. «Σιωπάτε δούλοι να περάσουμε». «Μην σκέφτεστε για κάτι καλύτερο». Μέσα τους βαθιά όμως, οι εχέφρονες δούλοι ξέρουν, πως η σιωπή είναι ενάντια στην φύση τους. Πως ο άνθρωπος μιλά, από την ώρα που γεννιέται και πως είναι, αυτό ακριβώς, που τον κάνει άνθρωπο. Ξέρουν πως τα μεγαλύτερα καλά της ανθρωπότητας, προέκυψαν και κοινωνίες βελτιώθηκαν, διότι κάποιοι κάποτε, έσπασαν τον Νόμο της Σιωπής και φώναξαν. Ξέρουν πως μόνο έτσι αλλάζουν τα πράγματα προς το καλύτερο. Αυτό, το ξέρουν καλά οι αιώνιοι δούλοι, έστω και αν δεν ξέρουν, τι σημαίνει ή τι αξίζει πραγματικά, η Ελευθερία. Έστω και αν δεν κατανοούν τη σοφία αλλά και τη δύναμη, που κρύβονται πίσω, από εκείνο το κερδισμένο με θυσίες «έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και του καθ’ οιονδήποτε τρόπου εκφράσεως».
Δούλος ήμουν και εγώ. Και για εκείνο το ξερό ψωμί, σιωπούσα. Έβλεπα τον εμφύλιο σπαραγμό που έχει μοιράσει και που κατατρώει ζωντανή την μικρή μου πατρίδα, για τα οικονομικά συμφέροντα των πατριδοκάπηλων και σιωπούσα. Έβλεπα το στημένο χρηματιστήριο να απομυζά τους συμπολίτες μου, προκειμένου να θησαυρίσουν οι «θεοί» και σιωπούσα. Άκουσα την έκρηξη στο Μαρί και σιώπησα. Άκουσα το «δεσμεύομαι» και είδα τους μόχθους μιας ζωής να εξαϋλώνονται. Πάλι σιώπησα. Έβλεπα την Δικαιοσύνη στον τόπο μου να εξευτελίζεται και να γίνεται περίγελο, και δουλοπρεπώς, σιωπούσα. Εγώ ο δούλος, σιωπούσα, για να περάσω. Όμως στην πραγματικότητα ήξερα πως δεν περνούσα. Η σιωπή, αλλοίωνε την φύση μου. Βεβήλωνε την ύπαρξή μου. Έπαιρνε συχνά τον αέρα από τους πνεύμονες μου. Έφτασε μια στιγμή που έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και δεν μπορούσα πλέον, να με δω κατάματα. Η σιωπή των δούλων με σκότωνε. Με εξευτέλιζε.
Έτσι ήταν λοιπόν που «περνούσα», μέχρι που μια μέρα, είδα τυχαία ένα άρθρο του Δρ. Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, στη ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, «Ψάχνοντας για μια δυσεύρετη αυθεντία». Και όταν το διάβασα, ένιωσα μέσα μου κάτι το οποίο, δεν μπορώ να μεταδώσω με λόγια. Ήταν ωσάν να ανάβλυσε ξαφνικά μπροστά μου, μια πηγή δροσερού κρυστάλλινου νερού, στα μέσα της ερήμου. Εκεί που διψασμένος και σιωπηλός, έσπαζα δουλοπρεπώς την πέτρα. Δεν γνωρίζω προσωπικά τον Δρ. Αιμιλιανίδη και υπήρξαν φορές που διαφώνησα με τις νομικές του απόψεις. Όμως του οφείλω εν πολλοίς το σημερινό ευ ζην. Και γι’ αυτό του είμαι ευγνώμων. Χωρίς να το ξέρει, μου πρόσφερε, μια στιγμή ελευθερίας.
Διάβασα λοιπόν το άρθρο του εκείνο, και ήταν τότε που κατάλαβα, όσο ποτέ προηγουμένως, το βάρος της ταφόπλακας, της σιωπής των δούλων. Και με πέννα που έτρεμε, έγραψα τότε το «Μεταρρυθμίσεις χωρίς ρύθμιση». Και μετά το «Μεταρρυθμίσεις Κράτους Δικαίου». Και έκτοτε συνεχίζω να γράφω. Το δε σημαντικό είναι, πως κάθε φορά που γράφω, νιώθω μέσα μου, ακόμα πιο έντονα, εκείνο που δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια. Το τι σημαίνει να ζεις ελεύθερος. Το υπέροχο, του να είσαι ελεύθερος. Και ασφαλώς την διαφορά που υπάρχει, με το να είσαι δούλος. Και ενώ κάποιοι δούλοι μου ψιθυρίζουν ασπόνδυλα, πως αν δεν επιστρέψω στη σιωπή, θα χάσω το ξερό ψωμί, και ενώ κάποιοι άλλοι, με απαρνούνται, από φόβο μήπως χάσουν, εκείνοι το δικό τους, εγώ πλέον σκέφτομαι, πως δεν ξέρουν τι θα πει Ελευθερία. Ξέρουν μόνο να μεμψιμοιρούν στην σιωπή, για την χαμένη τους αξιοπρέπεια. Ξέρουν μόνο να βολεύονται ως δούλοι και ίσως να μην τους αξίζει καν η Ελευθερία.
Έχοντας πλέον ελευθερωθεί από τα δεσμά του εαυτού μου, τώρα μπορώ να βλέπω πράγματα, που δεν μπορούσα να τα δω πριν. Και είμαι, πραγματικά, πολύ περήφανος, που σήμερα βλέπω ολοένα και περισσότερους – κυρίως νέους – συναδέλφους, να καλλιεργούν, αλλά και να υπερασπίζονται με σθένος, τον ιερό τούτο σπόρο, που ονομάζεται «Ελευθερία του λόγου και της έκφρασης». Διότι μόνο έτσι, αν θα αλλάξουν κάποτε τα πράγματα. Μόνο έτσι, καταποντίζονται οι επίγειοι «θεοί». Έτσι είναι που γίνονται, οι σύγχρονες επαναστάσεις. Και μέσα μου νιώθω, πως αυτή θα είναι, η δική τους παρακαταθήκη για τους επόμενους. Το πως να σπάζουν τις αλυσίδες, αντί να τις εξυμνούν «για να περάσουν».