Προβληματισμοί και προβλεψιμότητα ποινικής ευθύνης για τις κατ’ εξαίρεση μετακινήσεις

Η κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Κύπρο εξαιτίας του κορωνοϊού οδήγησε την κυβέρνηση στη λήψη έκτακτων και πρωτόγνωρων για την κυπριακή πραγματικότητα μέτρων. Ενόψει της «έκτακτης ανάγκης» που δημιουργήθηκε, η κυβέρνηση ενεργοποίησε τις διατάξεις ενός απαρχαιωμένου νόμου με σκοπό να δοθεί η δυνατότητα στον Υπουργό Υγείας να εκδίδει διατάγματα με τα οποία καθορίζει, μεταξύ άλλων, τον τρόπο και τους λόγους για τους οποίους μπορούν να διακινούνται οι Κύπριοι πολίτες.

Η απαγόρευση αχρείαστων μετακινήσεων τέθηκε σε εφαρμογή από τις 24 Μαρτίου σύμφωνα με τις πρόνοιες της ΚΔΠ 117/2020.

Στη συνέχεια, με την εφαρμογή σε ισχύ της ΚΔΠ 152/2020, από τις 13 Απριλίου μέχρι και τις 4 Μάϊου και ώρα 5:59 π.μ.,  οι πολίτες οι οποίοι δεν είχαν άδεια μετακίνησης λόγω εργασίας είχαν το δικαίωμα μίας και μόνο κατ’ εξαίρεση μετακίνηση αφού πρώτα ακολουθούσαν τη διαδικασία αποστολής SMS ή τη χειρόγραφη συμπλήρωση του Εντύπου Β (για άτομα άνω των 65 ετών).

Από τις 4 Μάϊου και ώρα 6:00 π.μ., με την ΚΔΠ 183/2020, έχει επέλθει σημαντική «χαλάρωση» των μέτρων απαγόρευσης της κυκλοφορίας, αφού οι πολίτες πλέον έχουν το δικαίωμα 3 μετακινήσεων ημερησίως  και η ολική απαγόρευση της κυκλοφορίας εκτός για σκοπούς «αδήριτης ανάγκης» μεταφέρθηκε από τις 9:00 μ.μ. στις 10:00 μ.μ. Παράλληλα, από τις 4 Μαΐου επιτρέπεται η επαναλειτουργία της πλειονότητας των επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου ως πρώτο βήμα της σταδιακής επιστροφής στην «κανονικότητα». Περαιτέρω από  τις 21 Μαΐου αναμένεται η πλήρης κατάργηση του συστήματος αποστολής SMS και του Εντύπου Β. Παρά ταύτα, είναι γεγονός ότι το καθεστώς που ίσχυε από τις 13 Απρίλιου μέχρι και τις 4 Μαΐου, αποτέλεσε τον πιο σημαντικό περιορισμό του δικαιώματος μετακίνησης στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, εν καιρώ ειρήνης.

Η ανάλυση που ακολουθεί πιο κάτω αφορά, κατά κύριο λόγο, το νομικό καθεστώς ως ίσχυε για την περίοδο 13 Απριλίου μέχρι 4 Μαΐου και παρατίθενται διάφοροι προβληματισμοί, οι οποίοι μπορεί να φανούν χρήσιμοι για καταγγελίες και ποινικές διώξεις σε σχέση με την πιο πάνω περίοδο, ως επίσης και στην περίπτωση που υπάρξει νέο «κύμα» κορωνοϊού το φθινόπωρο και κριθεί αναγκαία η επιστροφή μας στο ιδιαίτερα περιοριστικό καθεστώς που ίσχυε μέχρι πρότινος.  Η «νέα πραγματικότητα» που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο 13 Απριλίου μέχρι 4 Μαΐου, πέραν από την ευρηματικότητα του Κυπρίου πολίτη στην εύρεση δικαιολογιών για τις μετακινήσεις του, αναδεικνύει και εγγενή προβλήματα που ανάγονται στην ασάφεια του περιεχομένου του διατάγματος του Υπουργού Υγείας, το οποίο εκδόθηκε με την ΚΔΠ 152/2020, και ενδεχομένως να παραβιάζει το άρθρο 12 του Συντάγματος. Σημειώνουμε, ότι, ανάλογες ασάφειες παρατηρούνται και στο νομοθετικό πλαίσιο της ΚΔΠ 183/2020.

Το άρθρο 12 του Συντάγματος

Η 1η παράγραφος του άρθρου 12 του  Συντάγματος ενσωματώνει την αρχή Nullum Crimen Nulla Poena Sine Lege , η οποία προβλέπει ότι μόνο ο νόμος μπορεί να ορίσει ένα έγκλημα και να καθορίσει την τιμωρία.

Στην υπόθεση Kokkinakis v. Greece[1] το ΕΔΑΔ τόνισε ότι το άρθρο 7(1) της ΕΣΔΑ, το οποίο είναι σχεδόν ταυτόσημο με το άρθρο 12(1) του Συντάγματος, δεν περιορίζεται στο να απαγορεύει την αναδρομική εφαρμογή του ποινικού δικαίου εις βάρος ενός κατηγορούμενου. Ενσωματώνει επίσης, γενικότερα, και την αρχή ότι το ποινικό δίκαιο δεν μπορεί πρέπει να τυγχάνει ευρείας ερμηνείας προς ζημιά ενός κατηγορούμενου, για παράδειγμα κατ’ αναλογίαν. Σαν επακόλουθο αυτού είναι ότι ένα αδίκημα πρέπει να ορίζεται με σαφήνεια στο νόμο. Αυτός ο όρος ικανοποιείται εκεί που το άτομο μπορεί να γνωρίζει από τη διατύπωση της σχετικής πρόνοιας και, αν χρειάζεται, με τη βοήθεια της δικαστικής ερμηνείας αυτού, ποιες πράξεις και παραλείψεις θα τον καταστήσουν υπεύθυνο. [2]

Στην υπόθεση Kafkaris v Cyprus [3] κρίθηκε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 7(1) της ΕΣΔΑ καθότι κατά το χρόνο που ο Αιτητής διέπραξε το αδίκημα, η σχετική κυπριακή νομοθεσία στο σύνολό της δεν ήταν διατυπωμένη με επαρκή σαφήνεια, ώστε να επιτρέπει στον Αιτητή να διακρίνει, έστω και με την κατάλληλη συμβουλή, σ’ ένα βαθμό που ήταν εύλογος υπό τις περιστάσεις, το πεδίο εφαρμογής της ποινής της «δια βίου φυλάκισης» και τον τρόπο εκτέλεσής της.

Από τα πιο πάνω, καθίσταται εμφανές ότι απλώς και μόνο η ύπαρξη ενός ποινικού αδικήματος στο νόμο δεν επαρκεί για να υπάρξει συμμόρφωση με την αρχή Nullum Crimen Nulla Poena Sine Lege. Θα πρέπει να εξεταστεί η ποιότητα του εν λόγω νομοθετήματος για να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτό είναι διατυπωμένο με τρόπο που να επιτρέπει στον πολίτη να γνωρίζει, έστω και με την κατάλληλη νομική συμβουλή, αν μια συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη συνιστά αδίκημα και ποια θα είναι η ποινή που επισύρει. Δεν μπορεί επομένως να θεωρηθεί ως συνταγματικός ένας νόμος που περιγράφει κατά τρόπο γενικό και αόριστο τόσο την ποινή όσο και την αξιόποινη συμπεριφορά. Εξάλλου, δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι αόριστοι και «ευλύγιστοι» ποινικοί νόμοι είναι προσφιλείς στα δικτατορικά καθεστώτα.[4] Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι όσο σαφής και εάν είναι μια ποινική διάταξη, υπάρχει αναπόφευκτα ένα στοιχείο δικαστικής ερμηνείας. Το γεγονός ότι θα υπάρξουν περιπτώσεις στις οποίες τα γεγονότα μια υπόθεσης δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσο εμπίπτουν εντός του πλαισίου εφαρμογής του ποινικού νόμου, δεν καθιστούν το ποινικό νόμο ασυμβίβαστο με τις πρόνοιες του άρθρου 12(1) του Συντάγματος και του άρθρου 7(1) της ΕΣΔΑ, νοουμένου ότι η ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά είναι ξεκάθαρη στη πλειοψηφία των περιπτώσεων.[5]

Το «ποινικό αδίκημα της αχρείαστης μετακίνησης»

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του περί Λοιμοκαθάρσης Νόμου, ως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 31(Ι)/2020, όποιος παραβιάζει το διατάγματα που εκδίδονται στη βάση του περί Λοιμοκαθάρσης Νόμου είναι ένοχος αδικήματος.

Σύμφωνα με τις  ΚΔΠ 152/2020 και ΚΔΠ 183/2020 (τα «διατάγματα του Υπουργού Υγείας») η κατ’ εξαίρεση μετακίνηση των πολιτών πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Εντύπου Β, και με την εξασφάλιση άδειας μέσω της αποστολής μηνύματος SMS στον αριθμό 8998, εκτός για άτομα άνω των 65 ετών όπου ήταν κα είναι επιτρεπτή η χειρόγραφη συμπλήρωση του Εντύπου Β. Σημειώνουμε ότι το Έντυπο Β επισυνάπτεται ως Παράρτημα στα Διατάγματα του Υπουργού Υγείας και αποτελεί μέρος των κανονισμών.

Η  κατ’ εξαίρεση μετακίνηση προσώπων, σύμφωνα µε τις πρόνοιες του Εντύπου Β ως ίσχυε αλλά και ως ισχύει σήμερα, δικαιολογείται για 7+1 λόγους. Στα σημεία 1 μέχρι 7 του Εντύπου Β προβλέπονται συγκεκριμένοι λόγοι μετακίνησης οι οποίοι αντιστοιχούν στις ανάλογες εξαιρέσεις που προβλέπονται στα διατάγματα του Υπουργού Υγείας. Το σημείο 8 του Εντύπου Β προνοεί ότι επιτρέπεται η μετακίνηση για οποιοδήποτε άλλο σκοπό  (ο οποίος δεν αναφέρεται ρητά στο διάταγμα του Υπουργού Υγείας και στο Έντυπο Β) που μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τα μέτρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Το πρόβλημα με το σημείο 8 του Εντύπου Β είναι ότι δεν δίνονται κατευθυντήριες γραμμές στα διατάγματα του Υπουργού Υγείας,  ως προς τι είναι αυτό που μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τα μέτρα απαγόρευσης κυκλοφορίας.

Ποιο είναι λοιπόν το κριτήριο με βάση το οποίο μπορεί κάποιος να αποφασίσει πότε δικαιολογείται η μετακίνηση του με βάση το σημείο 8;

Η φύση των περιπτώσεων όπου μπορεί να επιτραπεί  η μετακίνηση με βάση το σημείο 8 του Εντύπου Β, παραμένει απροσδιόριστη. Στη πράξη, ο πολίτης, όταν ο λόγος μετακίνησης του δεν εμπίπτει στα σημεία 1 ως 7 του Εντύπου Β, θα στείλει μήνυμα στο 8998, χωρίς να αναφέρει τον λόγο μετακίνησης του και θα λάβει την απάντηση «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ 8 […] ΓΙΑ ΕΥΛΟΓΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ», χωρίς να γνωρίζει αν η μετακίνηση του θα θεωρηθεί ως δικαιολογημένη από τον Αστυνομικό που θα διενεργήσει την έρευνα, σε περίπτωση που γίνει έλεγχος.  Ακόμα και αν ο πολίτης, αναζητήσει νομική συμβουλή για τη νομιμότητα της μετακίνησης του, δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι θα μπορεί να γνωρίζει σε ένα βαθμό που θα είναι εύλογος υπό τις περιστάσεις κατά πόσο θα καταγγελθεί για παραβίαση των μέτρων απαγόρευσης της κυκλοφορίας.

Ακόμη ένα στοιχείο προβληματισμού σχετικά με το Έντυπο Β, ως ίσχυε μέχρι τις 4 Μάϊου εντοπίζεται στο σημείο 6, το οποίο ανέφερε ότι επιτρεπόταν η σωματική άσκηση μόνο σε γειτνιάζουσες με την κατοικία περιοχές, χωρίς και πάλι να καθοριζόταν ποιες περιοχές θεωρούνται γειτνιάζουσες με την κατοικία με βάση το διάταγμα. Το ότι ο  εκάστοτε Αστυνομικός έπρεπε να κληθεί να καθορίσει εντός ποιων περιοχών θα μπορούσε κάποιος να μετακινηθεί για άθληση ή πότε μια δικαιολογία μετακίνησης με βάση το σημείο 8 του Εντύπου Β είναι θεμιτή ή όχι, δρώντας στην ουσία ως «οιονεί νομοθέτης ή/και Δικαστής», δημιουργούσε και δημιουργεί μια κατάσταση ανομοιομορφίας και ενδεχομένως τις προϋποθέσεις για έκδοση ή μη εξωδίκων και καταχώρισης διώξεων κατά τρόπο αυθαίρετο και αναλόγως με τις προσωπικές απόψεις και τα βιώματα του κάθε Αστυνομικού. Διευκρινίζεται, ότι τα πιο πάνω αναφέρονται απλώς για σκοπούς συζήτησης αφού μέχρι στιγμής η Αστυνομία φαίνεται ότι εκτελεί το έργο της με σοβαρότητα και υπευθυνότητα.

Είναι γεγονός ότι στο τελευταίο Διάταγμα του Υπουργού Υγείας (ΚΔΠ 183/2020), το οποίο θα συνεχίσει να ισχύει μέχρι να ανακοινωθούν τα νέα μέτρα, έχει απαλειφθεί ο περιορισμός που αφορά τις γειτνιάζουσες περιοχές. Περαιτέρω, με την επαναλειτουργία του μεγαλύτερου μέρους των επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου και την προσθήκη κάποιων προνοιών για νέες δραστηριότητες που επιτρέπονται, όπως για παράδειγμα η μετάβαση σε εκκλησία για προσευχή και η μετάβαση από μια πόλη σε άλλη για σκοπούς κολύμβησης, αναπόφευκτα θα οδηγήσουν σε ένα «ελαστικότερο» καθεστώς αλλά και σε περιορισμό της δυνατότητας αστυνόμευσης των πολιτών. Αναπόφευκτα, ωστόσο, για ένα ακαθόριστο και ενδεχομένως αρκετά μεγάλο αριθμό μετακινήσεων, οι οποίες προκύπτουν από τις καθημερινές ανάγκες του καθενός, και οι οποίες φαινομενικά καλύπτονται από το σημείο 8 του Εντύπου Β, δεν υπάρχει βεβαιότητα ως προς το πότε δικαιολογούνται ή πότε διαπράττεται ποινικό αδίκημα με βάση τα διατάγματα του Υπουργού Υγείας.

Δεδομένων των πιο πάνω, στα πλαίσια μιας ποινικής διαδικασίας, για παραβίαση των διαταγμάτων του Υπουργού Υγείας (και του άρθρου 7 του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου), σε περίπτωση που τεθεί  ζήτημα παραβίασης του άρθρου 12(1) του Συντάγματος, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο απόφασης για παραβίαση της αρχής Nullum Crimen Nulla Poena Sine Lege λόγω της “ποιότητας” του νομοθετικού πλαισίου.


[1] ECtHR, Kokkinakis v. Greece, No. 14307/88, 25/05/1993, para. 52

[2] Σύγγραμμα Ανδρέα Νικόλα Λοϊζου, Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, 2001, σελ, 80.

[3] ECtHR, Kafkaris v. Cyprus, No. 21906 [CG], 12/02/2008 para. 150

[4] Σύγγραμα Δρ. Κώστα Παρακευά, Κυπριακό Συνταγματικό Δϊκαιο-Θεμελιώδη Δικαιώματα & Ελευθερίες, σελ. {Παραπομπή στον Δάγτογλου, Π.Α., ό.π., σελ 271}

[5] ECtHR Cantoni v. France, No 17862/91, 11/11/1996, para 32

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , ,