Σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προνομιακή του δικαιοδοσία ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για άδεια για καταχώρηση αίτησης για Certiorari και Prohibition. Η υπόθεση αφορούσε αγωγή για καταβολή ληξιπρόθεσμου ενοικίου που εγέρθηκε από τον εκτελεστή της διαθήκης της περιουσίας αποβιωσάσης, η οποία εν ζωή είχε ενοικιάσει εγγεγραμμένο επ΄ ονόματι της κατάστημα στη Λάρνακα. Ακολουθήθηκε η διαδικασία της νέας Δ. 30 προκειμένου περί αγωγής που δεν υπερβαίνει τις €3.000, καταχωρήθηκαν γραπτές μαρτυρίες και ακολούθησε αίτηση του ενάγοντα για αντεξέταση επί των παραγράφων, η οποία απορρίφθηκε. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αντεξέταση δεν ήταν αναγκαία και ότι σε παρόμοιες διαδικασίες η αντεξέταση μόνο κατ’ εξαίρεση πρέπει να γίνεται δεκτή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, κρίνοντας ότι ο αιτητής είχε πάντα τη δυνατότητα να εφεσιβάλει την τελική απόφαση και ότι κατ’ επέκταση δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για χορήγηση προνομιακού εντάλματος. Προσέθεσε όμως, ότι:
«Το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν χρειαζόταν ο,τιδήποτε να διευκρινιστεί σε μια σαφή δήλωση γεγονότος στη μαρτυρία του εναγομένου ότι δεν γνώριζε περί του προηγούμενου διορισμού του διαχειριστή. Η πιο πάνω άποψη δεν είναι όμως απολύτως ορθή. Ο εναγόμενος στην ένορκη κατάθεση του ως μαρτυρία δεν λέγει ότι αγνοούσε το διορισμό του διαχειριστή που εν πάση περιπτώσει δέχεται στην παράγραφο 2 της Υπεράσπισης ότι έλαβε γνώση στις 4.7.2017 όταν του επιδόθηκε επιστολή από τον ενάγοντα. Εκείνο που λέει είναι ότι την 1.9.2017 έλαβε ηλεκτρονικό μήνυμα από τον ενάγοντα στο οποίο περιέχονταν τα στοιχεία του λογαριασμού της αποβιωσάσης ώστε να επιτυγχανόταν αλλαγή στο λογαριασμό όπου κατατίθετο μηνιαίως το ενοίκιο. Αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Προφανώς το Δικαστήριο δεν κατέγραψε στην ενδιάμεση απόφαση του με ακρίβεια τα δεδομένα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι παραγνώρισε τα δικόγραφα. Η γνώση περί του διορισμού διαχειριστή στις 4.7.2017 και ο νέος λογαριασμός που του δόθηκε την 1.9.2017 είναι διαδοχικές σχετικές χρονικές περίοδοι που αφορούν τη διαχείριση. Η μια ημερομηνία δεν αναιρεί την άλλη. Θεωρείται δεδομένο από το παρόν Δικαστήριο ότι στην τελική του απόφαση το εκδικάζον την υπόθεση Δικαστήριο θα θέσει τα πράγματα και τα γεγονότα στην ορθή τους διάσταση ώστε να μην εμφιλοχωρήσει λανθασμένη αξιολόγηση. Προστίθεται δε ότι ήταν αδόκιμη η εκφρασθείσα θέση ότι ο ενάγοντας θα έπρεπε να είχε απαντήσει τον ισχυρισμό της παραγράφου 2 της υπεράσπισης ότι πληροφορήθηκε το διορισμό στις 4.7.2017, αφού η όποια διαφορά, κατά τον ενάγοντα, προέκυψε μετέπειτα και προέρχεται από τη μαρτυρία του εναγομένου. Ούτε και είναι αντιληπτό γιατί γίνεται σχόλιο ότι η κατατεθείσα εκ μέρους του ενάγοντα μαρτυρία προερχόταν από δικηγορική υπάλληλο. Αυτά καταγράφονται προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου επί της εναπομείνασας διαδικασίας στο πλαίσιο του εποπτικού ελέγχου που ενυπάρχει ως σύμφυτη εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο».
Σαφή επομένως τα σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πλην όμως δεν ενεργοποιήθηκε η προνομιακή δικαιοδοσία. Και όλα αυτά για μια μικροδιαφορά που, ως και το Δικαστήριο παρατήρησε «με κατάλληλες ενέργειες και λογιστικές πράξεις, εύκολα το ζήτημα επιλύεται, αντί να απασχολούνται τα Δικαστήρια για μια διαφορά €450».