Η αναστολή της ποινικής δίωξης εναντίον του τέως Υπαρχηγού της Αστυνομίας δεν ισοδυναμεί με αθώωση και θεωρητικά ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας μπορεί να επαναφέρει οποιοδήποτε στιγμή τις ίδιες κατηγορίες ή παρόμοιες, δήλωσε ο Γενικός Εισαγγελέας, Κώστας Κληρίδης.
Κληθείς να σχολιάσει το γεγονός ότι ο τέως Υπαρχηγός της Αστυνομίας θεωρούσε εξ αρχής «λανθασμένη» την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του, ο κ. Κληρίδης είπε ότι «ο κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να θεωρεί την έναρξη και καταχώρηση ποινικής δίωξης εναντίον του λανθασμένη», ωστόσο, πρόσθεσε πως «ο Γενικός Εισαγγελέας, έχει την ευθύνη και την εξουσία να αποφασίζει, στη βάση πάντοτε του διαθέσιμου μαρτυρικού υλικού».
Εξήγησε ότι στην παρούσα περίπτωση είχε διοριστεί ομάδα τριμελής από ανεξάρτητους ποινικούς ανακριτές, με επικεφαλής τον Πρόεδρο της Ανεξάρτητης Αρχής Διερεύνησης Παραπόνων εναντίον της Αστυνομίας, η οποία είχε καταλήξει σε συγκεκριμένο πόρισμα και αφού μελετήθηκε το πόρισμα πάντα σε συνδυασμό με το συλλεγέν μαρτυρικό υλικό, αποφασίστηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα -έστω και με την περιστατική μαρτυρία η οποία έχει συλλεγεί- ότι δικαιολογείτο και στοιχειοθετείτο η υπόθεση εναντίον του συγκεκριμένου προσώπου.
Κληθείς να σχολιάσει επίσης τις δημόσιες δηλώσεις του κ. Κυριάκου, ο οποίος κάνει λόγο για «δικαίωση» με την απόφαση αυτή, ο κ. Κληρίδης ξεκαθάρισε πως «δεν πρόκειται για απόφαση να ζητήσω την αναστολή της ποινικής δίωξης, αλλά πρόκειται για έγκριση αιτήματος, που είχε υποβληθεί από τον ίδιο μέσω του δικηγόρου του, για συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους έχει δεχθεί ο Γενικός Εισαγγελέας».
Απαντώντας σε ερώτηση αν η ποινική δίωξη θα εξακολουθεί να έχει ανασταλτικό χαρακτήρα στην περίπτωση που ο τέως Υπαρχηγός κινηθεί νομικά, ζητώντας αποζημίωση, ο κ. Κληρίδης είπε: «Δεν θα απαντήσω στην ουσία, γιατί ο κάθε πολίτης έχει στη διάθεση του κάποια ένδικα μέσα, τα οποία με τη συμβουλή των δικηγόρων του μπορεί να ασκήσει ή μπορεί να μην ασκήσει».
Σε σχέση με το πόρισμα, που εκδόθηκε τότε και το οποίο καταλόγιζε ευθύνες και σε άλλα υψηλόβαθμα στελέχη της Αστυνομίας, τα οποία δεν διώχθηκαν ποτέ ποινικά, ο κ. Κληρίδης ανέφερε ότι «ο τελικός λόγος και η ευθύνη είναι στον Γενικό Εισαγγελέα και τη Νομική Υπηρεσία, αφού αξιολογήσουν όλο το υλικό, εκείνοι να κρίνουν κατά πόσο πράγματι μπορεί να στοιχειοθετηθεί ικανοποιητικά η υπόθεση, ώστε να μπορεί να σταθεί στο δικαστήριο». Πρόσθεσε πως «η απόφαση ήταν τότε να προσαχθούν οι συγκεκριμένες κατηγορίες και δεν νομίζω να είναι παραγωγικό τώρα να εξετάζουμε, γιατί κρίθηκε ότι άλλες κατηγορίες δεν μπορούσαν να στοιχειοθετηθούν».
Περαιτέρω σημείωσε ότι «εξαιτίας κάποιων γεγονότων και στοιχείων, που είχαν έρθει στο φως, είχε τότε διαταχθεί μια γενικότερη έρευνα από το Γενικό Εισαγγελέα, για θέματα ενδεχόμενης διαφθοράς στο αστυνομικό σώμα», για να προσθέσει πως «το πόρισμα ετοιμάστηκε στη βάση του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού και κρίθηκε ότι στη μεγάλη πλειοψηφία τους οι όποιες παραλήψεις και συμπεριφορές μελών της Αστυνομίας, ενδεχόμενα, να συνιστούσαν πειθαρχικά αδικήματα και όχι ποινικά αδικήματα, ενώ κάποιες άλλες συνιστούσαν ποινικά αδικήματα και η υπόθεση οδηγήθηκε με αυτή την κατάληξη στο δικαστήριο».
Αναφερόμενος περαιτέρω στην υπόθεση, ο κ. Κληρίδης εξήγησε ότι ο δικηγόρος του τέως Υπαρχηγού, με επιστολή του προς τον Γενικό Εισαγγελέα ημερ. 30.1.2020, ζητούσε την αναστολή της ποινικής δίωξης του πελάτη του στις κατηγορίες, τις οποίες αντιμετώπιζε στην παρούσα υπόθεση. Ο κ. Κληρίδης έκανε αποδεκτό το αίτημα, λαμβάνοντας υπόψη διάφορους παράγοντες, όπως το ότι τα αδικήματα που αντιμετώπιζε ο κ. Κυριάκου αφορούσαν πλημμελήματα, το μεγάλο χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη διάπραξή τους το 2016, τη μακρά ακροαματική διαδικασία που υπολείπεται με την παρουσίαση μεγάλου αριθμού μαρτύρων και τις σοβαρές συνέπειες και της ζημιάς που υπέστη λόγω της απόλυσής του από τη θέση του Υπαρχηγού.
Πηγή: KYΠΕ