Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ύπαρξη συμβάσεως διδασκαλίας μεταξύ διαδίκου και του δικηγόρου του, θίγει την απαίτηση περί ανεξαρτησίας του νομικού εκπροσώπου ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης. Επομένως, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναιρεί την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη.
Η υπόθεση της κύριας δίκης αφορούσε νομικό εκπρόσωπο πανεπιστημίου που μετείχε σε ερευνητικό συμβούλιο στην Πολωνία, αρμόδιο για την κατανομή ερευνητικών κονδυλίων μεταξύ πανεπιστημίων.
Με την απόφαση Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά REA (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-515/17 P και C-561/17 P), που εκδόθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2020, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναίρεσε τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε ως προδήλως απαράδεκτη η προσφυγή του Πανεπιστημίου του Wrocław κατά αποφάσεων του Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας (REA), με το σκεπτικό ότι ο εκπροσωπών το πανεπιστήμιο αυτό νομικός σύμβουλος δεν πληρούσε την περί ανεξαρτησίας απαίτηση την οποία θέτει ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το νομικό πλαίσιο της Ε.Ε και το πολωνικό δίκαιο
Το άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει εφαρμογή στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, προβλέπει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη καθώς και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αντιπροσωπεύονται ενώπιον του Δικαστηρίου από εκπρόσωπο που διορίζεται για κάθε υπόθεση· ο εκπρόσωπος δύναται να επικουρείται από σύμβουλο ή δικηγόρο. Κατά τον ίδιο τρόπο εκπροσωπούνται και τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο κράτη, εκτός των κρατών μελών, καθώς και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ που προβλέπεται από την εν λόγω συμφωνία. Οι λοιποί διάδικοι εκπροσωπούνται από δικηγόρο. Μόνον ο δικηγόρος που έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλόμενου στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο δικαιούται να εκπροσωπεί ή να επικουρεί διάδικο ενώπιον του Δικαστηρίου.»
Το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προβλέπει τα εξής: «Οι διάδικοι εκπροσωπούνται από εκπρόσωπο ή δικηγόρο σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 19 του Οργανισμού.»
Αντιθέτως, το πολωνικό δίκαιο αναγνωρίζει, παράλληλα με το δικηγορικό επάγγελμα, το επάγγελμα του νομικού συμβούλου (radca prawny). Οι νομικοί σύμβουλοι δικαιούνται να ζητήσουν την εγγραφή τους στον δικηγορικό σύλλογο και να έχουν δικαίωμα εκπροσώπησης των εντολέων τους ενώπιον των πολωνικών δικαστηρίων.
Το ιστορικό της διαφοράς μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:
Στο πλαίσιο προγράμματος δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης, ο REA συνήψε με το Πανεπιστήμιο του Wrocław σύμβαση επιδοτήσεως που όριζε, μεταξύ άλλων, ότι ο ερευνητής ο οποίος θα απασχολούνταν με πλήρες ωράριο στο πλαίσιο της επιδοτούμενης δραστηριότητας δεν μπορούσε να αποκτά εισοδήματα πέραν εκείνων που αφορούσαν την ερευνητική του εργασία. Προέκυψε όμως ότι ο συγκεκριμένος ερευνητής ελάμβανε αμοιβές και από άλλες δραστηριότητες, κατά συνέπεια δε ο REA κατήγγειλε τη σύμβαση επιδοτήσεως, απέστειλε στο Πανεπιστήμιο του Wrocław χρεωστικό σημείωμα ύψους 36 508,37 ευρώ και το ενημέρωσε ότι θα παρακρατούσε το ποσό των 6 286,68 ευρώ απευθείας από το ταμείο εγγύησης που προέβλεπε η σύμβαση επιδοτήσεως. Το Πανεπιστήμιο του Wrocław εξόφλησε το εν λόγω χρεωστικό σημείωμα. Κατόπιν έρευνας που διενήργησε η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), ο REA απέστειλε στο Πανεπιστήμιο του Wrocław δύο επιπλέον χρεωστικά σημειώματα για το ποσό, αντιστοίχως, των 58 031,38 ευρώ, που αντιπροσώπευε το υπόλοιπο της προς ανάκτηση επιδοτήσεως, και των 5 803,14 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας που προέβλεπε η σύμβαση επιδοτήσεως. Το Πανεπιστήμιο του Wrocław εξόφλησε επίσης τα δύο αυτά χρεωστικά σημειώματα.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι απλώς και μόνον η ύπαρξη, μεταξύ του Πανεπιστημίου του Wrocław και του εκπροσωπούντος αυτό νομικού συμβούλου, σύμβασης αστικού δικαίου αφορώσας την άσκηση διδακτικών καθηκόντων ήταν ικανή να θίξει την ανεξαρτησία του ως άνω συμβούλου λόγω του κινδύνου να επηρεαστεί, εν μέρει τουλάχιστον, η επαγγελματική γνώμη του συμβούλου αυτού από το επαγγελματικό περιβάλλον του. Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο αναίρεσε την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.
Διαβάστε ολόκληρη την απόφαση του ΔΕΕ