Διαβάστε την έκθεση της Κομισιόν για την εφαρμογή ευρωπαϊκών κανόνων κατάσχεσης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες

Έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ για την κατάσχεση εργαλείων που χρησιμοποιούνται για τη διάπραξη εγκλημάτων και εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και η οποία δείχνει ότι η ΕΕ έχει καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για την εναρμόνιση των κανόνων για δήμευση και ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων, δημοσίευσε την Τρίτη η Κομισιόν.

Σύμφωνα με την έκθεση, χάρη στην οδηγία του 2014 για το πάγωμα και τη δήμευση προϊόντων εγκλήματος, υπάρχουν πλέον σαφείς κανόνες σε ολόκληρη την ΕΕ για την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων εγκληματιών. Επιπλέον, έχουν δημιουργηθεί γραφεία ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων σε όλα τα κράτη μέλη, βοηθώντας στον γρήγορο εντοπισμό παράνομων περιουσιακών στοιχείων. Ο πρόσφατα εγκριθείς κανονισμός για την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δέσμευσης και των αποφάσεων δήμευσης θα βελτιώσει επίσης τη διασυνοριακή συνεργασία. Ωστόσο, πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη. Μόνο το 1% των εγκληματικών εσόδων κατασχέθηκαν στην ΕΕ σύμφωνα με εκτιμήσεις της Europol, επιτρέποντας σε ομάδες οργανωμένου εγκλήματος να επενδύσουν στην επέκταση των εγκληματικών τους δραστηριοτήτων και να διεισδύσουν στη νομική οικονομία. Η Κομισιόν θα αξιολογήσει τώρα τις δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης του συστήματος ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων της ΕΕ, βάσει των αποτελεσμάτων της σημερινής έκθεσης, και σε στενή συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Tο οργανωμένο έγκλημα είναι μια από τις μεγαλύτερες απειλές για την ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βασίζεται στο κέρδος και οι παράνομες δραστηριότητές του αποφέρουν τεράστια κέρδη: τα έσοδα του οργανωμένου εγκλήματος εντός της ΕΕ υπολογίζονται επί του παρόντος σε περίπου 110 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Σύμφωνα με την Europol, περισσότερες από 5.000 ομάδες οργανωμένου εγκλήματος βρίσκονται υπό διερεύνηση στην Ευρώπη.

Η δήμευση και ανάκτηση εσόδων από το έγκλημα στερεί τους εγκληματίες από αυτό που έχουν εργαστεί σκληρά για να αποκτήσουν και, επομένως, θα μπορούσε να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα ενισχύοντας την ιδέα ότι το έγκλημα δεν πληρώνει.

Η διαδικασία ανάκτησης στοιχείων περιλαμβάνει διάφορες φάσεις:

– αναγνώριση και ανίχνευση των παράνομα αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων ·
– δέσμευση και κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων με σκοπό την ενδεχόμενη μεταγενέστερη δήμευσή τους ·
– διαχείριση παγωμένων και κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων για τη διατήρηση της αξίας τους ·
– κατάσχεση των παράνομα αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων ·
– διάθεση των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων, η οποία θα μπορούσε να περιλαμβάνει την επαναχρησιμοποίησή τους για δημόσιους ή κοινωνικούς σκοπούς.

Ο κ. Μαργαρίτης Σχοινάς, Αντιπρόεδρος αρμόδιος για την προώθηση του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής μας, δήλωσε τα εξής: «Πρέπει να χτυπήσουμε τους εγκληματίες εκεί που τους πονάει πιο πολύ. Η δήμευση παράνομων περιουσιακών στοιχείων είναι ένα από τα ισχυρότερα μέσα αντιμετώπισης του σοβαρού και οργανωμένου εγκλήματος. Οι εγκληματίες και τα περιουσιακά τους στοιχεία διασχίζουν εύκολα τα σύνορα, για αυτό πρέπει να ενισχύσουμε τη δράση σε επίπεδο ΕΕ, από κοινού με τα κράτη μέλη και τους οργανισμούς της ΕΕ».

Η κ. Ίλβα Γιούανσον, Επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων, δήλωσε: «Πρέπει να έχουμε στη διάθεσή μας τα κατάλληλα εργαλεία για να στερούμε από τους εγκληματίες, εύκολα και γρήγορα, τα οικονομικά τους οφέλη και να αχρηστεύσουμε το επιχειρηματικό τους μοντέλο. Θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε στενά με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και με το Συμβούλιο για την οικοδόμηση ενός αποτελεσματικότερου ενωσιακού συστήματος για την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων». 

Διαβάστε την έκθεση

Με πληροφορίες από Δελτίο Τύπου Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Print Friendly, PDF & Email