Ο Ανδρέας Πασχαλίδης πρώην Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λέκτορας Νομικής και νυν Πρόεδρος της Ανεξάρτητης Αρχής Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας, μίλησε στη «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ» για τη ζωή του, τις προσδοκίες που είχε για το δικαστικό σώμα, την πορεία του ως δικαστής ποινικών υποθέσεων και με το τι ασχολείται σήμερα. Στη συνέντευξη του αναφέρει σε ποιους χρωστάει την επιλογή του να γίνει δικαστής και γιατί δεν θα άλλαζε ποτέ του αυτή την επιλογή.
Το επάγγελμα του πατέρα του επηρέασε τη μελλοντική του πορεία
«Ο πατέρας μου ήταν για χρόνια αστυνομικός και μετά την Ανακήρυξη της Δημοκρατίας άσκησε το λειτούργημα της Εισαγγελίας στα δικαστήρια. Tότε στην Εισαγγελία δεν εργάζονταν δικηγόροι αλλά αστυνομικοί. Ως μαθητής Γυμνασίου τα καλοκαίρια στην Πάφο, πήγαινα μαζί του και παρακολουθούσα δίκες. Ο τρόπος διεξαγωγής της δίκης, η άμεση επαφή με τον κόσμο, ο τρόπος που προσπαθούσαν οι δικηγόροι να εκμαιεύσουν τα υπέρ και τα κατά στοιχεία, με επηρέασε σημαντικά. Σε βαθμό μάλιστα που μαζί με τα όσα διδασκόμαστε στο Γυμνάσιο σε σχέση με το διαλογικό τρόπο συζήτησης επέδρασαν, καθόρισαν θα έλεγα, τη μελλοντική μου πορεία.
Βέβαια δε θα μπορούσα τότε ως μαθητής, να φανταστώ τον εαυτό μου, ότι θα καταξιωνόταν μια μέρα να φορέσει την τήβεννο του δικαστή. Ακόμα κι όταν αποφάσισα να σπουδάσω νομικά, δεν είχα αποφασίσει κατά πόσο θα ασκήσω το επάγγελμα του δικηγόρου στην Κύπρο.
Όταν επέστρεψα στην Κύπρο, είχα στο μυαλό μου μικρός τότε, ότι μπαίνοντας στο δικαστήριο θα αντίκριζα την εικόνα που βλέπουμε παρακολουθώντας αμερικανικές ταινίες. Η εικόνα που αντίκρισα, δυστυχώς ή ευτυχώς και μιλώ για τα κυπριακά τουλάχιστον δικαστήρια δεν ήταν αυτή.
Η πορεία μου μέσα από το δικηγορικό λειτούργημα μου δίδαξε πάρα πολλά. Καταρχάς, θεωρούσα τη δικαστική έδρα, ως το πλέον κατάλληλο μέσο, από το οποίο θα μπορούσα να αλλάξω την εικόνα που έβλεπα καθημερινά, αυτή της αδικίας. Χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη σε αυτούς που με «παρότρυναν», με «πίεσαν» θα έλεγα να γίνω δικαστής, τους Δικαστές Γ. Πική, Π. Καλλή και μ. Σ. Νικήτα μιας και το δικηγορικό μου γραφείο τότε ήταν επιτυχημένο.
Όμως, τη χαριστική βολή για να πάρω την απόφαση να γίνω δικαστής, μου την έδωσε το πρώτο μου παιδί, το οποίο όταν σε ηλικία 4-5 χρονών του είπα ότι το απόγευμα θα τον έπαιρνα στο λούνα παρκ, όχι μόνο δεν έδειξε χαρά αλλά απογοήτευση.
Όταν τον ρώτησα το γιατί, μου είπε ‘‘μα αφού πάλι θα σου τύχει κάτι στο γραφείο και δεν θα έρθεις σπίτι το απόγευμα’’. Τότε ήταν που είπα φτάνει και υπέβαλα αίτηση για δικαστής. Σημειώστε ότι ο γιός μου, ο οποίος στο μεταξύ σπούδασε νομική, σήμερα είναι δικαστής. Δεν θεωρώ όμως ότι τον επηρέασα στη συγκεκριμένη επιλογή του. Δεν τον αποθάρρυνα θα έλεγα αλλά ούτε και τον ενθάρρυνα. Θα πρέπει όμως να πω ότι υπέβαλε αίτηση και έγινε δικαστής μετά από τη δική μου αφυπηρέτηση».
Η βιτρίνα της δικαιοσύνης είναι το ποινικό δίκαιο
«Η βιτρίνα της δικαιοσύνης για μένα είναι το ποινικό δίκαιο. Ο συγκεκριμένος τομέας της δικαιοσύνης, περικλείει, κατ’ εμένα την ουσία της δικαιοσύνης.
Ίσως να είμαι ο μόνος εκ των δικαστών εάν δεν κάνω λάθος που τα 14 από τα 20 χρόνια μου ως δικαστής στο Επαρχιακό δικαστήριο, ασχολήθηκα με το ποινικό δίκαιο.
Για παράδειγμα, εσάς τι θα σας ενδιέφερε περισσότερο; Εάν ο τάδε εκατομμυριούχος πλήρωσε ένα μεγάλο ποσό διατροφή στη γυναίκα τού ή εάν η Α πολυεθνική εταιρεία καταδικάστηκε να πληρώσει 300 εκατομμύρια αποζημίωση σε μια άλλη πολυεθνική ή εάν έχει επιβληθεί σωστή και δίκαιη ποινή σε έναν βιαστή ανηλίκου ή εάν ένας κατά συρροή δολοφόνος έχει καταδικαστεί ή όχι.
Στη δικαστική μου καριέρα, δίκασα πάρα πολλές υποθέσεις. Ορισμένες υποθέσεις που ξεχωρίζουν είναι οι εξής: Tο 1992, ως επαρχιακός δικαστής στο πρώτο μόνιμο Κακουργιοδικείο, έλαβα μέρος στην εκδίκαση υπόθεσης με κατηγορούμενους δύο ανώτερα στελέχη της αστυνομίας, που κατηγορούνταν για βασανισμό πολίτη. Επίσης, ενώπιον του ίδιου Κακουργιοδικείου, λίγο πριν τη λήξη της θητείας του, εκδικάστηκε υπόθεση που αφορούσε σύγκρουση ενός πετρελαιοφόρου με ψαροκάικο στα στενά της Μάγχης, στο οποίο σκοτώθηκαν δεκατρείς άνθρωποι. Θυμάμαι επίσης, ως Πρόεδρος πλέον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου την εκδίκαση υπόθεσης φόνου στην περιοχή της Σολέας, υπόθεση που εξιχνιάστηκε οκτώ περίπου χρόνια μετά το συμβάν, με την εξιχνίαση να οφείλεται στην παρατηρητικότητα και οξυδέρκεια δύο ανώτατων αξιωματικών του ΤΑΕ. Καθημερινά είχαμε να αντιμετωπίσουμε υποθέσεις με θέματα παιδεραστών. Ακόμη, δύο μεγάλες υποθέσεις που τέθηκαν ενώπιον μου, ως Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου πλέον, ήταν η υπόθεση της ‘‘Ήλιος’’ και η υπόθεση της ‘‘Έκρηξης στο Μαρί’’, οι οποίες εκδικάστηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Θα σας διηγηθώ και μία ευτράπελη ιστορία που αφορούσε θέματα βίας στην οικογένεια. Όταν ήμουν ποινικός δικαστής στη Λευκωσία πριν είκοσι χρόνια περίπου, είχαν φέρει ενώπιον μου ένα βοσκό που είχε κοπάδι στην περιοχή που σήμερα είναι κτισμένο το Πανεπιστήμιο Κύπρου στην Αγλαντζιά, ο οποίος κατηγορείτο για βία στην οικογένεια. Συγκεκριμένα, τον κατηγορούσαν ότι κτύπησε τη γυναίκα του. Παραδέχθηκε ενοχή. Αναφέρθηκαν τα γεγονότα στο δικαστήριο από τον Εισαγγελέα και ζήτησα από τον κατηγορούμενο τις δικές του θέσεις. Αυτός τότε με τη μεγαλύτερη φυσικότητα, μου είπε:
-‘‘Μα έσπασε με κύριε δικαστά, παντρεύτηκε ο γιος μας μία Ρωσίδα, την έφερε στο σπίτι κι όλη μέρα μιλάει στο τηλέφωνο με τη μητέρα της στη Ρωσία, πληρώνω 400 λίρες τηλέφωνα το μήνα, δε θα πουλήσω εγώ το κοπάδι μου, για να μιλάει η Ρωσίδα και είπα στη γυναίκα μου που είναι στο σπίτι να μην την αφήνει να μιλάει. Εκείνη την ημέρα πήγα στο σπίτι κουρασμένος και είδα ότι ήρθε ο λογαριασμός 308 λίρες, ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου και έδερα την, εν γυναίκα μου, εν έχω δικαίωμα;’’
Αφού του εξήγησα ότι δεν έχει τέτοιο δικαίωμα, τον ρώτησα ποιες είναι οι σχέσεις του σήμερα με τη γυναίκα του κι αν η γυναίκα του εξακολουθεί να μένει μαζί του.
– Με κοίταξε με απορία, λέγοντας μου ‘‘Εν μαζί μου η γυναίκα μου, πού να πάει;’’ Όταν τον ρώτησα που είναι τώρα κι αν βρίσκεται στο δικαστήριο, μου απάντησε, ‘‘βλέπει το κοπάδι’’.
Επειδή, οι ποινές που προβλέπει ο νόμος είναι πολύ αυστηρές και σε τέτοιες περιπτώσεις η ποινή της φυλάκισης, φαντάζει πιθανή, αποφάσισα, σε μια ύστατη προσπάθεια να αποφύγω ποινή που θα διατάρασσε τις σχέσεις του κατηγορουμένου με τη σύζυγό του, να δώσω οδηγίες στην αστυνομία να επικοινωνήσει με τη σύζυγο και να τη ρωτήσει για τις σχέσεις της με το σύζυγο της. Η απάντηση ήρθε αργότερα την ίδια μέρα και ήταν ‘‘Κανένα πρόβλημα, περνάμε καλά’’.
Τότε αποφάσισα να δεσμεύσω τον κατηγορούμενο με μια εγγύηση, να έρθει να ακούσει απόφαση σε ένα χρόνο, πράγμα που σήμαινε ότι, αν μέσα σε αυτό το χρόνο ξανακτυπήσει τη γυναίκα του θα τιμωρηθεί εις διπλούν. Με έβλεπε απορημένος, σαν να μην κατάλαβε τι του είπα, άνοιξε την πόρτα για να φύγει και γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε:
-‘‘Δηλαδή κύριε δικαστά, δεν μπορώ να την ξανακτυπήσω για ένα χρόνο;’’ , για να πάρει αρνητική βέβαια απάντηση.
Αυτή η αμεσότητα που μπορούσαμε να έχουμε όχι μόνο εγώ, αλλά όλοι οι συνάδελφοι με αυτά τα στρώματα της κοινωνίας, ήταν κάτι ξεχωριστό. Εάν ξαναγεννιόμουν, πάλι θα επέλεγα να γίνω δικαστής.
Αυτοί οι δικαστές που ανέφερα πως με έχουν επηρεάσει για να γίνω δικαστής και κάποιοι από τους μετέπειτα συναδέλφους, όπως ο Φρίξος Νικολαΐδης, ο Άκης Χατζηχαμπής, ο Κωνσταντινίδης Γιαννάκης, ο Πέτρος Αρτέμης, ο Χρίστος Αρτεμίδης και όλοι αυτοί με τους οποίους εργάστηκα στην έδρα, με έκαναν παρά τις αντιξοότητες και τη δυσκολία του λειτουργήματος, να νιώθω ικανοποιημένος που επέλεξα να γίνω δικαστής.»
Περί συμπεριφοράς στη δικαστική έδρα: «Εάν υπήρχε αγχόνη θα επέβαλλα αγχόνη»
«Δεν ήμουν βλοσυρός δικαστής, δεν ήμουν απρόσιτος, δεν ήμουν αυτός που θα σου έκλεινε την πόρτα, βοηθούσα τους δικηγόρους, αλλά όταν θα επέβαλλα ποινή, ήμουν πολύ αυστηρός. Αν και η καρδιά του ανθρώπου έχει ευαίσθητες χορδές, προσπαθούσα να μην επηρεαστώ από το συναίσθημα γιατί θα μπορούσα να χάσω το παιχνίδι ως δικαστής. Πάρα πολλές φορές επέβαλα αυστηρές ποινές, για τις οποίες δεν μετανιώνω. Αν είχα να αποφασίσω αποκλειστικά με οδηγό την καρδιά μου, πιθανόν να μην τις επέβαλλα, ως δικαστής όμως, δεν είχα κανένα ενδοιασμό να τις επιβάλω. Εάν υπήρχε αγχόνη θα την επέβαλλα».
Τι απουσιάζει από το λειτούργημα του δικαστή και τη δικαιοσύνη γενικότερα
«Όσον αφορά το λειτούργημα του δικαστή, το θέμα είναι πολύ περίπλοκο. Οι δικαστές δεν μπορούν να συνδικαλίζονται, εξου και δεν μπορούν να κάνουν στάση εργασίας, απεργία. Εγώ, δεν συμφωνώ. Όταν αυτά τα όπλα, που είναι ισχυρά στα χέρια κάθε εργαζομένου, δεν τα έχει ο δικαστής, δεν μπορεί να συνδικαλιστεί. Όταν δεν συνδικαλίζεσαι δεν υπάρχει μεγάλο περιθώριο να φέρεις καινοτομίες.
Ως Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών που ήμουν για πέντε χρόνια (2004-2009), κάναμε αγώνες. Πετύχαμε να πάρουμε οικονομική χορηγία από την κυβέρνηση για να καλύπτουμε τα έξοδα μας γιατί δεν είχαμε σχεδόν καθόλου έσοδα. Πετύχαμε αναγνώριση ως οι μόνοι εκπρόσωποι δικαστικής οικογένειας στα ευρωπαϊκά φόρουμ με τους Τουρκοκύπριους να μένουν απ’ έξω. Πετύχαμε επίσης να τυγχάνουμε βοήθειας και αρωγής για να λαμβάνουμε μέρος σε ευρωπαϊκά και διεθνή συνέδρια των δικαστών. Η Ένωση μεταξύ άλλων, απαίτησε από το Ανώτατο Δικαστήριο και πέτυχε σοβαρές μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν τη λειτουργία των επαρχιακών δικαστηρίων, πχ. όπως το θέμα των μεταθέσεων.
Ως Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών, συμμετείχα σε Παγκόσμια και πανευρωπαϊκά συνέδρια, στα οποία ως μέχρι σήμερα συμμετέχουν αρκετοί δικαστές. Στο εξωτερικό οι Κύπριοι δικαστές χαίρουν μεγάλης εκτίμησης και το επίπεδο της κυπριακής δικαιοσύνης, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, θεωρείται πολύ υψηλό. Η κυπριακή δικαιοσύνη ουσιαστικά ένα πρόβλημα έχει, την καθυστέρηση. Υπάρχουν πάρα πολλοί αξιόλογοι δικαστές. Όλοι τους εκτελούν το λειτούργημα τους, σύμφωνα με τη διαβεβαίωση που έδωσαν κατά το διορισμό τους.
Σας το λέω με το χέρι στο Ευαγγέλιο, επί 25 χρόνια που ήμουν δικαστής ποτέ δεν κτύπησε το τηλέφωνο μου για να με επηρεάσει κάποιος σε μια υπόθεση που δικάζω, ούτε συνάδελφος μου.
Ως άνθρωπος δεν μου άρεσε ποτέ να βάζω περιορισμούς, ακόμα κι όταν ήμουν δικαστής. Δεν μπορώ να κλειστώ στο σπίτι, μ’ αρέσει η κοινωνική ζωή, να συναναστρέφομαι με κόσμο, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης. Ακόμα και με τα παιδιά της γειτονιάς έπαιζα μέχρι προσφάτως ποδόσφαιρο, με έβαζαν τερματοφύλακα. Με πολλούς δικαστές είμαστε και φίλοι. Με τον Παναγιώτη Καλλή για παράδειγμα, είμαστε φίλοι, επί τριάντα χρόνια, πάμε καθημερινά για περπάτημα. Μια φορά περπατούσα μόνος μου χωρίς αυτόν. Ξεκίνησα από το Επαρχιακό Δικαστήριο και έφτασα μέχρι την Αρχιεπισκοπή. Στη διαδρομή πέρασα έξω από μια παραδοσιακή ταβέρνα, όπου πάρα πολλοί δικηγόροι, των οποίων τα γραφεία τους βρίσκονταν στην οδό Λήδρας και Ονασαγόρου συνήθιζαν να μαζεύονται εκεί τα βράδια μετά τη δουλειά. Με φώναξαν για να με κεράσουν. Επειδή βιαζόμουν δεν δέχθηκα. Στην επιστροφή όμως δεν άντεξα στον πειρασμό και ως άλλος μαραθωνοδρόμος έκανα στάση και δέχθηκα ευχαρίστως έναν κονιάκ και μεζέ στο πιατάκι, που μου πρόσφερε ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, οποίος με ανέμενε έξω στο δρόμο».
Η ζωή μετά το Δικαστήριο
«Εκτός από Πρόεδρος της Ανεξάρτητης Αρχής Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας, είμαι μέλος μίας από τις δύο Επιτροπές του Συμβουλίου της Ευρώπης που ασχολείται με θέματα ρατσισμού, μισαλλοδοξίας και ανισότητας, εδώ και δώδεκα χρόνια, τη γνωστή Επιτροπή ECRI. Η θητεία μου λήγει το 2022. Συχνά ως μέλος της εν λόγω επιτροπής, επισκέπτομαι χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης, τις οποίες η Επιτροπή αξιολογεί σε θέματα ρατσισμού. Επίσης, λαμβάνω μέρος σε συνέδρια στην Κύπρο και στο εξωτερικό και ως προσκεκλημένος, δίνω διαλέξεις για θέματα που αφορούν στα ανθρώπινα δικαιώματα και γενικά στη δικαιοσύνη της Κύπρου. Διδάσκω στη σχολή Νομικής του Πανεπιστημίου Frederick Ποινικό Δίκαιο, Δίκαιο της Απόδειξης, Ποινική Δικονομία και Συμβάσεις. Είμαι επίσης, ένας από τους λέκτορες του Νομικού Συμβουλίου.
Η Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας είναι υποστελεχωμένη
«Η θέση του Προέδρου της Ανεξάρτητης Αρχής Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας, μου προτάθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, Κώστα Κληρίδη. Ήμουν πολύ διστακτικός γιατί ένιωθα φίλος της Αστυνομίας λόγω του πατέρα μου. Επίσης, δεν είχα χρόνο για τους λόγους που είχα αναφέρει πιο πάνω. Τελικά δέχθηκα και μπορώ να πω ότι δεν το μετάνιωσα.
Η Ανεξάρτητη Αρχής Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας συστάθηκε δυνάμει νόμου και συγκεκριμένα το Ν 9 (1)/ 2006, με στόχο τη διερεύνηση ισχυρισμών και παραπόνων που υποβάλλονται από πολίτες κατά μελών της αστυνομίας με πλήρη αντικειμενικότητα, αμεροληψία και χωρίς προκαταλήψεις.
Η εμβέλεια των εξουσιών της αρχής καλύπτει :
α) διαφθορά, δωροδοκία αθέμιτο πλουτισμό η διαπλοκή μέλους της αστυνομίας με εξωγενείς παράγοντες ή με οικονομικά ή άλλα συμφέροντα.
β) παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων
γ) μεταχείριση ή και συμπεριφορά κατά την εκτέλεση του καθήκοντος, που τείνουν να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού προς την αστυνομία ή να δυσφημίσουν το κύρος της.
Η διερεύνηση γίνεται μέσω ανακριτών που διορίζονται από την Αρχή. Αυτοί επιλέγονται από κατάλογο προσώπων, αρχικά πρώην αξιωματικών της αστυνομίας με πείρα στη διερεύνηση υποθέσεων, ενώ τα τελευταία χρόνια περιλαμβάνονται και δικηγόροι. Οι ανακριτές διορίζονται από το Γενικό Εισαγγελέα προς τον οποίο και υποβάλλεται η σχετική αίτηση. Οι δικηγόροι και οι ανακριτές τυγχάνουν εκπαίδευσης στην Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου. Η συμπερίληψη δικηγόρων στον κατάλογο ανακριτών υπεβλήθη ουσιαστικά από την ανάγκη εξάλειψης του ανεπίτρεπτου φαινομένου, να διορίζεται ανακριτής πρώην συνάδελφος των ύποπτων αστυνομικών, φαινόμενο που όχι μόνο από μόνο του δημιουργούσε καχυποψία ως προς το αμερόληπτο της έρευνας, αλλά και μετά που οι επιφορτισμένοι με την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θεσμοί του Συμβουλίου της Ευρώπης, έψεξαν και καταδίκασαν απερίφραστα.
Η Αρχή δυστυχώς σήμερα είναι υποστελεχωμένη σε βαθμό ανησυχητικό. Φτάνει να σας πω ότι δεν υπάρχει κλητήρας ή επαρκές γραμματειακό προσωπικό. Πέραν τούτου στερείται ιατροδικαστών και άλλων επιστημόνων. Υποχρεούται δηλαδή, ως μη έχοντας άλλη επιλογή, λόγω οικονομικών δυσκολιών, να προσφύγει οσάκις χρειάζεται η εξειδικευμένη γνώση ειδικών επί συγκεκριμένων θεμάτων, στους ειδικούς της αστυνομίας, όπως δακτυλοσκόπους, ιατροδικαστές, φωτογράφους κ.α, πράγμα που θεωρώ ανεπίτρεπτο. Στο εξωτερικό ένας τέτοιος οργανισμός λειτουργεί ως πολυεθνική εταιρεία. Δεν γίνεται να εξετάζεις υπόθεση εναντίον της αστυνομίας και ο ιατροδικαστής που είναι ο κύριος μάρτυρας να είναι και ιατροδικαστής της αστυνομίας. Θα έπρεπε να είναι αυτάρκης.»
Βολές κατά των δημοσιογράφων κι όχι μόνο
«Έχω πολλά παράπονα και από τους δημοσιογράφους. Κρίνουν και κριτικάρουν μια απόφαση χωρίς να έχουν νομικές γνώσεις, αυτό είναι λάθος. Αν δεν μπορούν να εξηγήσουν μια απόφαση λόγω του ότι δεν έχουν νομικές γνώσεις, θα πρέπει προτού εκφέρουν άποψη, να προσφύγουν στις υπηρεσίες δικηγόρου. Βεβαίως, η ίδια κατάσταση επικρατεί ευρύτερα στην κοινωνία και τούτο γιατί το σύστημα τη συντηρεί. Είναι πραγματικά λυπηρό να διαπιστώνεις ότι οι φορείς θεσμών που είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον λήψης μέτρων για θεραπεία μιας κατάστασης, αντί να ασχολούνται με το καθήκον τους, αναλώνουν την ενέργεια τους σε λαϊκισμούς. Την πρώτη φορά που άκουσα δάσκαλο να μου λέει ‘‘συγγνώμη, δεν ξέρω την απάντηση, θα διαβάσω και μετά θα σου απαντήσω’’, ήταν στην Αγγλία και συγκεκριμένα όταν ήμουν φοιτητής. Θυμάμαι όταν εξέφρασα μια απορία στα πλαίσια διάλεξης στο Ποινικό Δίκαιο, ο καθηγητής με όλη τη φυσικότητα, μου απάντησε ‘‘Δεν είμαι σίγουρος για αυτό που με ρωτάς, να μου επιτρέψεις να μελετήσω το θέμα και να σου απαντήσω αύριο’’.
Στην Κύπρο, είτε βουλευτής είσαι είτε δικαστής είτε γιατρός είτε δημοσιογράφος είτε ιερέας, είσαι ειδήμων επί παντός επιστητού…»
Όλοι φταίμε για τις καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης
«Η μεταρρύθμιση των δικαστηρίων είναι με ανακούφιση, που όχι μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι με την απονομή της δικαιοσύνης, δηλαδή δικαστές και δικηγόροι αλλά και το ευρύ κοινό, βλέπουμε επιτέλους την πολιτεία να καταπιάνεται έστω και την ύστατη με τα προβλήματα της δικαιοσύνης. Τα προβλήματα δεν είναι καινούργια, δεν πρόκειται για φαινόμενο των τελευταίων χρόνων, είναι διαχρονικά και δεν είναι παράξενο το ότι φτάσαμε σε σημείο να αδυνατούμε να αποδώσουμε δικαιοσύνη. Ας μη ξεχνάμε ότι καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης αποτελεί άρνηση Δικαιοσύνης.
Οι καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην εκδίκαση των υποθέσεων είναι φυσιολογική απόρροια της μέχρι πρόσφατα αδράνειας η αδιαφορίας και γιατί όχι άρνησης των αρμοδίων να εγκύψουν έγκαιρα στο θέμα. Όλοι φταίμε και δικαστές και δικηγόροι και τύπος και εκάστοτε κυβέρνηση και Βουλή. Οι μόνοι που ίσως δεν φταίνε, είναι ο απλός κόσμος που στη δυστυχώς όχι και τόσο χρηστή κοινωνία που ζούμε, εναπόθετε τις οποιεσδήποτε ελπίδες για ευνοούμενη πολιτεία που του είχαν απομείνει, στα Δικαστήρια κι αυτά παραλίγο να χρεωκοπήσουν. Έστω και τώρα με το κάλεσμα ξένων εμπειρογνωμόνων, τη δημιουργία Σχολής δικαστών, τη συνεχή επιμόρφωση των δικηγόρων αλλά και με την οικονομική στήριξη, ελπίζω η κατάσταση να αλλάξει, πρέπει να αλλάξει.»
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο κ. Ανδρέας Πασχαλίδης, στις 23 Δεκεμβρίου 2019, τιμήθηκε από το Φιλοαστυνομικό Σύνδεσμο Κύπρου για τη διαχρονική και άριστη συνεργασία του.