Διαβάστε την Συνέντευξη Τύπου του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ. Γιώργου Σαββίδη για το θέμα του ελέγχου των κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων αλλοδαπών επενδυτών και επιχειρηματιών:
Τις τελευταίες εβδομάδες υπήρξαμε μάρτυρες θλιβερών γεγονότων. Γεγονότων που πέραν από το ότι εξέθεσαν τη χώρα μας διεθνώς, δικαιολογημένα προκαλούν αισθήματα θυμού, αγανάκτησης και ντροπής σε όλους μας. Οι φωνές και τα συναισθήματα απαξίωσης και αποτροπιασμού της κοινωνίας είναι απόλυτα δικαιολογημένα, οι δε φωνές για κάθαρση με βρίσκουν να συμφωνώ απόλυτα. Έχουμε πλήρη επίγνωση του βάρους που επωμίζεται ο Γενικός Εισαγγελέας, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας και η Νομική Υπηρεσία στην προσπάθεια αυτή.
Θέλω εξαρχής να αναφέρω ότι δεν υπάρχει περίπτωση, είτε εγώ είτε ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, να επιτρέψουμε τη συγκάλυψη οποιασδήποτε ποινικής υπόθεσης, κι αυτό απαντά στις όποιες ανησυχίες εκφράζονται.
Θέλω να υπενθυμίσω ότι μετά από τη μελέτη του πορίσματος της Ad hoc Επιτροπής Καλογήρου, δώσαμε ρητές οδηγίες στην Αστυνομία για να ξεκινήσει ανακριτικό έργο, για διαπίστωση τυχόν διάπραξης ποινικών αδικημάτων που σχετίζονται με τα ευρήματά της. Σχετική ανακοίνωση εκδόθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2020. Ήδη οι έρευνες αυτές είναι σε εξέλιξη και λαμβάνονται καταθέσεις.
Θέλω επίσης να υπενθυμίσω ότι μετά από τη δημοσιοποίηση του ντοκιμαντέρ του δικτύου Al Jazeera δώσαμε οδηγίες στην Αστυνομία για άμεση διερεύνηση, για τυχόν διάπραξη ποινικών αδικημάτων, μια έρευνα που αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και τονίζω, σε πλήρη εξέλιξη. Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας βρίσκεται σε ανοικτή γραμμή επικοινωνίας με τους ανακριτές και μαζί με μια ομάδα από έμπειρους λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας παρέχουν καθοδήγηση και συμβουλές προς τους ανακριτές. Πολύωρες συσκέψεις με την ηγεσία της Νομικής Υπηρεσίας και την Ηγεσία και τους ανακριτές της Αστυνομίας λαμβάνουν χώρα πολύ συχνά με σκοπό την ενημέρωσή μας και για να δοθούν οδηγίες για την πορεία των ερευνών. Είναι μια υπόθεση με πολλές νομικές δυσκολίες και πολύπλοκα νομικά θέματα. Απαιτείται προσεκτικός και μεθοδικός χειρισμός και όχι κινήσεις εντυπωσιασμού.
Το περασμένο Σάββατο εξέδωσα μια γραπτή ανακοίνωση, η οποία απευθύνετο στον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας και την Ελεγκτική Υπηρεσία. Πριν προχωρήσω να επεξηγήσω τους λόγους που με οδήγησαν σε αυτή την ανακοίνωση, θέλω να κάνω μια εισαγωγή.
Πρώτα απ’ όλα, σέβομαι το Σύνταγμα και τους Νόμους. Ο ύψιστος θεσμός τον οποίο κλήθηκα να υπηρετήσω έχει έναν πολύ σοβαρό συνταγματικό ρόλο να διαδραματίσει, τον οποίο οφείλω να εξασκήσω και θα εξασκήσω με μόνο γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.
Πολύ σημαντικό ρόλο έχει, επίσης, να διαδραματίσει και ο θεσμός του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας. Σέβομαι πλήρως τον θεσμό. Οι θεσμοί έχουμε ένα ουσιαστικό ρόλο να διαδραματίσουμε για να καταπολεμήσουμε, μεταξύ άλλων, τη διαφθορά στον τόπο μας και αυτό ξεκάθαρα είναι προς το δημόσιο συμφέρον, το οποίο πρέπει να αποτελεί τον μόνο οδοδείκτη μας.
Θα ήμουν ευτυχής εάν ο Γενικός Ελεγκτής, πέραν από τη φραστική έκφραση του σεβασμού του προς τον θεσμό που εκπροσωπώ, έδειχνε έμπρακτα μέρος αυτού του «σεβασμού».
Αντ’ αυτού, από την πρώτη ημέρα που ο Γενικός Ελεγκτής πληροφορήθηκε ότι η Εκτελεστική εξουσία ζήτησε γνωμάτευση από τον νομικό της σύμβουλο, τον Γενικό Εισαγγελέα (ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω είναι και ο δικός του νομικός σύμβουλος), για το αν θα έπρεπε να του δοθεί πρόσβαση στους φακέλους των πολιτογραφήσεων, επιδόθηκε σε μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία παρεμβάσεων στα ΜΜΕ με προφανή σκοπό να πιέσει, ή να εκφοβήσει, ή ακόμη να αποδομήσει προκαταβολικά τον Γενικό Εισαγγελέα. Αρχικά, προσπάθησε να μειώσει τον Γενικό Εισαγγελέα λέγοντας ότι δεν είναι υπόχρεος να υπακούσει στη νομική του συμβουλή, την οποία ούτε καν γνώριζε κατά τον ουσιώδη χρόνο, γιατί, απλούστατα, μέχρι τότε δεν είχε εκδοθεί. Δυστυχώς αυτή η προσέγγιση του Γενικού Ελεγκτή σαφέστατα διαφέρει πολύ από τις επικλήσεις του για ευλαβική συμμόρφωση της Διοίκησης με τις γνωμοδοτήσεις του τέως Γενικού Εισαγγελέα, δεικνύει προκατάληψη και ουδόλως συνάδει με τις συνεχείς διακηρύξεις του περί σεβασμού του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα. Βεβαίως αναγνωρίζω ότι ο Γενικός Ελεγκτής έχει κάθε δικαίωμα, σε περίπτωση που διαφωνεί, να προβεί στα διαβήματα που του παρέχει το Σύνταγμα για επίλυση της όποιας διαφωνίας του με τον Γενικό Εισαγγελέα, αλλά αποτελεί εκτροπή να συνεχίζει να καλεί τη Διοίκηση να μην συμμορφωθεί με τη γνωμάτευση του νομικού της συμβούλου, εξομοιώνοντας την υποχρέωση μάλιστα τήρησης της νομικής συμβουλής του Γενικού Εισαγγελέα με «πρόσκομμα».
Προέβη σε εξαγγελίες μέτρων για τα προτιθέμενα βήματά του εάν η γνωμάτευση δεν τον ικανοποιούσε, προέβη στην εξαγγελία ποινικών καταγγελιών κατά Υπουργού εάν αυτός υπακούσει στον νομικό του σύμβουλο με αποκορύφωμα την προσπάθεια αποδόμησης του Γενικού Εισαγγελέα αλλά και της Ερευνητικής Επιτροπής την οποία ο τελευταίος καθηκόντως διόρισε ως μη ανεξάρτητης, υπονοώντας ότι είναι ο εις και μόνος που μπορεί να προβεί σε ανεξάρτητη έρευνα επί του θέματος. Μετά από 37 τέτοιες απαράδεκτες δημόσιες τοποθετήσεις στα ΜΜΕ, απηύθυνα επιστολή στον Γενικό Ελεγκτή και υπέδειξα κατ’ ιδίαν την εκτροπή, και τον κάλεσα να παύσει να ενεργεί κατ’ αυτόν τον ανάρμοστο τρόπο.
Δυστυχώς, και παρά τις διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου, και παρά την τοποθέτησή της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ότι δεν θα αμφισβητούσε τη γνωμάτευση με παραπομπή της διαφοράς στο Ανώτατο Δικαστήριο, αφού, όπως είπε, δεν επιχειρήθηκε η συνταγματική οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων του, επανήλθε προς τη Διοίκηση ζητώντας περαιτέρω φακέλους, οι οποίοι, σημειώνω, ότι εμπίπτουν στο πλαίσιο δικαιοδοσίας της Ερευνητικής Επιτροπής, συνεχίζοντας δημοσίως την αμφισβήτηση και τις προκλητικές παρεμβάσεις. Η εργολαβική προσπάθεια του Γενικού Ελεγκτή να αποδομεί και να αμφισβητεί τους πάντες αλλά ιδίως τον Γενικό Εισαγγελέα και την Ερευνητική Επιτροπή που ο Γενικός Εισαγγελέας διόρισε, δεν χωρεί, κατά την γνώμη μου, αμφιβολία ότι πρόκειται για εκτροπή την οποία δεν μπορώ ως Γενικός Εισαγγελέας να δεχθώ.
Σημειώνω επί τούτου την εκ διαμέτρου διαφορετική τοποθέτησή του σε σχέση με την περίοδο που η Ad hoc Επιτροπή Καλογήρου διενεργούσε έλεγχο σε φακέλους πολιτογραφήσεων συγκεκριμένης περιόδου, όπου ο ίδιος αποφάσισε να αναμένει την ολοκλήρωση του έργου της Επιτροπής και να αποφύγει την παράλληλη έρευνα, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι θα μεταθέσει τον έλεγχο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, αν τελικά υπήρχε η ανάγκη διεξαγωγής του, για μετά το πέρας του έργου της εν λόγω Επιτροπής. Αυτό αναφέρεται μεταξύ άλλων και στην Ειδική Έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για το Υπουργείο Εσωτερικών τον Ιανουάριο 2020.
Θα εξηγήσω στη συνέχεια τους λόγους για τους οποίους αποφάσισα ότι δεν θα έπρεπε, προς το παρόν, να δοθούν οι φάκελοι των πολιτογραφήσεων για παράλληλο έλεγχο από τον Γενικό Ελεγκτή.
Ενεργώντας προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος και έχοντας ταυτόχρονα υπόψη και τις συστάσεις του Ευρωπαίου Επίτροπου Δικαιοσύνης κ. Reynders για δικαστική διερεύνηση του θέματος σε εθνικό επίπεδο, στις 7 Σεπτεμβρίου 2020 διόρισα ανεξάρτητη Ερευνητική Επιτροπή, με διευρυμένους όρους εντολής ως προς τη διερεύνηση των κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων αλλοδαπών επενδυτών και επιχειρηματιών και το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα (ΚΕΠ) από το 2007 έως και την 17η Αυγούστου 2020.
Συγκεκριμένα, η έρευνα που διεξάγεται από την Ερευνητική Επιτροπή, η οποία συνιστά οιονεί δικαστική διαδικασία, και για τη διενέργεια της οποίας η Ερευνητική Επιτροπή είναι ενδεδυμένη με ευρύτατες εξουσίες, σκοπό έχει να καταδείξει όχι μόνο κατά πόσον εφαρμόστηκαν ορθά οι σχετικές νομοθεσίες, τα κριτήρια και οι διαδικασίες, οι όροι και οι προϋποθέσεις του ΚΕΠ περιλαμβανομένων και των οικονομικών κριτηρίων που θα έπρεπε να ικανοποιούνται από τους αλλοδαπούς επενδυτές, αλλά και το κατά πόσον προκύπτουν οποιαδήποτε στοιχεία ή γεγονότα τα οποία καταλογίζουν ευθύνες σε οποιοδήποτε εμπλεκόμενο οι οποίες μπορεί να προκύψουν από πράξεις ή παραλείψεις του κατά την άσκησή των καθηκόντων του, καθώς και που να δικαιολογούν την πιθανή έναρξη της διαδικασίας εξέτασης αποστέρησης της κυπριακής υπηκοότητας.
Άρα, θα ελεγχθούν όλες οι αιτήσεις, σε όλο τους το φάσμα, έναντι όλων των εμπλεκομένων δημοσίων προσώπων ή ιδιωτών, με πλήρεις εξουσίες απόδοσης ευθυνών καθώς και εισηγήσεις για ανάκληση υπηκοότητας.
Συνεπώς, οποιαδήποτε άλλη παράλληλη έρευνα ενόσω εκκρεμεί οιονεί δικαστική διαδικασία από την Ερευνητική Επιτροπή για όλα τα πιο πάνω θέματα και καθ’ όλη την περίοδο που το Πρόγραμμα βρισκόταν σε ισχύ, θα συνιστούσε παρέμβαση στο έργο της, κι αυτό απαντά και γιατί δεν μπορούν να δοθούν φωτοτυπίες. Επιπρόσθετα, η διεξαγωγή παράλληλων διαδικασιών θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τα ευρήματα των ερευνών αλλά και επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα προσώπων που τυχόν να εμπλέκονται, με αποτέλεσμα να αξιοποιηθεί το γεγονός αυτό προς όφελός τους σε μελλοντικές διαδικασίες.
Περαιτέρω θα πρέπει να τονίσω ότι ο Γενικός Εισαγγελέας και η Νομική Υπηρεσία έχουν την ευθύνη χειρισμού της διαδικασίας παράβασης που έχει ξεκινήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εναντίον της Κύπρου και θα πρέπει η Ελεγκτική Υπηρεσία να κατανοήσει ότι οι διαδικασίες της Νομικής Υπηρεσίας θα πρέπει να συνεχίσουν απρόσκοπτα.
Δεν έχω καμία πρόθεση να παρεμποδίσω ή να περιορίσω τις εξουσίες του Γενικού Ελεγκτή, ωστόσο, ο έλεγχος από την Ελεγκτική Υπηρεσία των οικονομικών κριτηρίων του Προγράμματος θα μπορούσε να γίνει σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, στο πλαίσιο των εξουσιών της, όπως ήδη έγινε παλαιότερα με ειδική έκθεση για συγκεκριμένες πολιτογραφήσεις.
Από τη στιγμή που στην ενάσκηση των δικών μου καθηκόντων αποφάσισα να διορίσω Ερευνητική Επιτροπή για να εξετάσει όλους τους φακέλους πολιτογραφήσεων κι όλες τις συναφείς αιτήσεις, καθώς κι όλες τις πτυχές του θέματος, περιλαμβανομένης και της ικανοποίησης των οικονομικών κριτηρίων του Προγράμματος, κρίνω ότι δεν μπορεί να διεξαχθεί άλλη ταυτόχρονη, παράλληλη και αποσπασματική έρευνα, με περιορισμένη συνταγματική έκταση, από την Ελεγκτική Υπηρεσία ή άλλη Υπηρεσία της Δημοκρατίας για θέματα που ήδη εμπίπτουν τους όρους εντολής της Ερευνητικής Επιτροπής. Υπενθυμίζω συναφώς ότι, για τους ίδιους λόγους είχα ζητήσει από την Εκτελεστική Εξουσία την ίδια στιγμή και τον τερματισμό της εντολής της Ad hoc Τριμελούς Επιτροπής υπό την Προεδρία της κας Δήμητρας Καλογήρου, που διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο για να διερευνήσει συγκεκριμένο αριθμό πολιτογραφήσεων, παρά το ότι μέχρι την στιγμή εκείνη η Επιτροπή Καλογήρου είχε παράξει πολύ αξιόλογο έργο.
Θεωρώ σημαντικό να αναφέρω επιγραμματικά γιατί η Ερευνητική Επιτροπή είναι το μόνο κατάλληλο όργανο για την διεξαγωγή της συγκεκριμένης έρευνας:
- Είναι το πλησιέστερο σε δικαστική διαδικασία όπως ζήτησε η Ευρωπαϊκή Ένωση.
- Έχει εντολή να εξετάσει όλους τους φακέλους πολιτογραφήσεων και όχι επιλεκτικής αξιολόγησης μερικών δεκάδων φακέλων που επιθυμεί να εξετάσει η Ελεγκτική Υπηρεσία. Αυτό ικανοποιεί, το κοινό πιστεύω αίτημα για έλεγχο όλων των πολιτογραφήσεων.
- Η Ερευνητική Επιτροπή μπορεί να κλητεύσει μάρτυρες, να επιβάλει παρουσίαση ενώπιον της ατόμων και εγγράφων από οπουδήποτε, δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα.
- Η Ερευνητική Επιτροπή έχει απεριόριστο εύρος εξέτασης θεμάτων. Έστω και αν υπάρχει κάποια διαφωνία στην οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, σαφώς οι συνταγματικές και νομικές αρμοδιότητες της Ελεγκτικής Υπηρεσίας είναι πιο περιορισμένες και σχετίζονται γενικά σε οικονομικής φύσεως θέματα του δημοσίου.
- Η Ερευνητική Επιτροπή μπορεί να ελέγξει και να/εξετάσει και τυχόν παραβιάσεις από ιδιώτες. Η Ελεγκτική Υπηρεσία μπορεί να ελέγξει /εξετάσει μόνο Κυβερνητικά τμήματα.
Για τους πιο πάνω λόγους έκρινα ότι, επί του παρόντος, δεν θα εξεταστούν από την Ελεγκτική Υπηρεσία τα όποια επιμέρους θέματα, για τα οποία ζητά να διενεργήσει έλεγχο στο πλαίσιο των καθηκόντων της, αφ’ ής στιγμής αυτά αποτελούν μέρος της ευρύτερης και πληρέστερης έρευνας που διεξάγει η Ερευνητική Επιτροπή.
Οφείλω να παράσχω και θα παράσχω την πλήρη στήριξή μου προς την Ερευνητική Επιτροπή, την οποία καλώ όλους όπως αφήσουν απερίσπαστη και ανεπηρέαστη να διεξάγει απρόσκοπτα την πολύ σημαντική εντολή της.
Ενστερνίζομαι απόλυτα τη λαϊκή απαίτηση για κάθαρση και διαβεβαιώ ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να επιτευχθεί αυτό, το οποίο, υπογραμμίζω, απαιτείται να γίνει με νόμιμο, ορθό και στο πλαίσιο του Συντάγματος τρόπου. Κι αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους.
Θα επιδιώξω να συναντηθώ σύντομα με τον Γενικό Ελεγκτή για να συζητήσουμε τόσο το συγκεκριμένο θέμα όσο και όλα τα θέματα που θα πρέπει να απασχολούν και να συζητούν οι δύο ανώτατοι, ανεξάρτητοι θεσμοί του Κράτους.
Οι περαιτέρω δημόσιες συζητήσεις δεν ωφελούν τη συνεργασία των θεσμών και την εύρυθμη λειτουργία του Κράτους, ωστόσο ένιωθα την ανάγκη να εξηγήσω στους πολίτες και να διευκρινίσω τους λόγους για τους οποίους έκρινα ότι το πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής θα πρέπει να προηγηθεί σε σχέση με οποιεσδήποτε διαδικασίες ελέγχου.
Τελειώνοντας, θέλω να διαβεβαιώσω ότι θα ενισχύσω τον Γενικό Ελεγκτή στην άσκηση των συνταγματικών αρμοδιοτήτων του και με κανένα τρόπο δεν θα πρέπει να εκληφθεί ότι οι θεσμοί δεν μπορούν να λειτουργήσουν από κοινού προς το δημόσιο συμφέρον.
Πηγή: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών