Η εμφάνιση στο προσκήνιο της τρομοκρατικής οργάνωσης “Ένοπλη Προλεταριακή Δικαιοσύνη”, επανέφερε, ύστερα από χρόνια στη Χώρα, τον εφιάλτη της τρομοκρατίας. Τόσο η κατασκευή της βόμβας που τοποθετήθηκε στα ΜΑΤ, στην Καισαριανή, όσο και ο λοιπός τρόπος δράσης και ανάληψης ευθύνης, αποδίδεται από την Αστυνομία αλλά και την κοινή λογική σε μετάγγιση τεχνογνωσίας από παλαιά στελέχη της τρομοκρατίας σε νεότερα. Η τρομοκρατία συνιστά ιδιαίτερη και πολύ επικίνδυνη μορφή εγκλήματος. Τούτο διότι ενώ το κοινό έγκλημα λαμβάνει χώρα στο σκότος και στην αφάνεια, η δε επιτυχία του δράστη υφίσταται ενόσω δεν αποκαλύπτεται, καθώς η αποκάλυψη συνεπάγεται αυτομάτως και τον τερματισμό της δράσης του, η τρομοκρατία συνιστά επικοινωνιακό έγκλημα, διαδραματιζόμενο στο κοινωνικό προσκήνιο από δολοφόνους που δήθεν αποδίδουν Δικαιοσύνη. Ο τρομοκράτης δηλαδή, σε αντίθεση με τον κοινό εγκληματία που ελπίζει στην μη αποκάλυψη της πράξης του, επιζητεί την μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα της πράξης του, με την οποία περνάει ένα μήνυμα στην εξουσία και την κοινωνία, καθιστώντας το θύμα φορέα του μηνύματος αυτού. Στοχεύει δηλαδή στην μεγαλύτερη δυνατή απήχηση. Ως εκ τούτου πρέπει να καταπολεμηθεί άμεσα, καθώς σαν λερναία ύδρα είναι εύκολο να βρει μιμητές, που δήθεν αποδίδουν την κατά τα ανωτέρω Δικαιοσύνη. Τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι σήμερα και ιδίως η ανεργία, υποδαυλίζουν το κλίμα για την σύσταση αντιεξουσιαστικών οργανώσεων και την άντληση στελεχών από τη δεξαμενή της παραβατικής νεολαίας. Από την τρομοκρατία δεν κινδυνεύουν μόνο οι στόχοι τέτοιων επιθέσεων αλλά ολόκληρη η κοινωνία, καθώς η τρομοκρατία προσβάλλει τους θεσμούς ενός κυρίαρχου Κράτους. Σε ένα κυρίαρχο και δημοκρατικό Κράτος η Δικαιοσύνη απονέμεται μόνον από τους Δικαστές με συγκεκριμένη διαδικασία, την ποινική δίκη.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν για τους τρόπους καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Ένας πρόσφορος τρόπος είναι η αναθεώρηση του θεσμού της υφ’ όρον απόλυσης για τους καταδικασμένους για τρομοκρατικές πράξεις. Η ιστορία έχει αποδείξει πως ο θεσμός της υφ’ όρον απόλυσης στους καταδικασμένους για τρομοκρατικές πράξεις (πχ μέλη 17 Ν), έχει αποτύχει. Ο σκοπός της υφ’ όρον απόλυσης πέραν του πρακτικού προβλήματος που επιλύει, ήτοι την αποσυμφόρηση των Καταστημάτων Κράτησης, (βέβαια, αν έχουμε πρόβλημα χώρου στα Καταστήματα Κράτησης, το ορθό είναι να οικοδομήσουμε νέα και όχι να απολύουμε εγκληματίες), στοχεύει και στην ομαλή επανένταξη του ευεργετούμενου στην κοινωνία. Η επανένταξη προϋποθέτει την ηθική μεταστροφή του εγκληματία, την αποδοχή του σφάλματός του και τον σωφρονισμό του. Αυτό που παρατηρήθηκε με τα μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων είναι ότι όχι μόνο δεν έχουν μετανοήσει για τις βαριές εγκληματικές τους πράξεις (συρροή ανθρωποκτονιών κλπ), αλλά αξιοποιούν το καθεστώς ελευθερίας τους, που ουσιαστικά είναι έκτιση ποινής σε καθεστώς ελευθερίας, επισκεπτόμενα προκλητικά τους χώρους των εγκληματικών τους πράξεων, αδιαφορώντας για την ψυχική ταλαιπωρία των συγγενών των θυμάτων τους. Περαιτέρω, αποφυλακιζόμενα τα μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων, ενδέχεται να επιδιώκουν την στρατολόγηση νέων μελών στην τρομοκρατία, καταστρατηγώντας το σκοπό του θεσμού της υφ’ όρον απόλυσης, των ευεργετημάτων του οποίου επωφελήθηκαν. Ενόψει των ανωτέρω διαπιστώσεων, βήμα προσανατολισμένο στην κατεύθυνση της καταπολέμησης της τρομοκρατίας στη ρίζα της αποτελεί η νομοθετική πρόβλεψη μη εφαρμογής του θεσμού της υφ ‘όρον απόλυσης επί ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης για τα μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων. Μόνον με τον τρόπο αυτόν θα βρεθούν αυτά σε αντικειμενική αδυναμία (ιδιαίτερα επί ισόβιας κάθειρξης) να μυήσουν στην τρομοκρατία τους μιμητές τους, οι δε τελευταίοι θα γνωρίζουν ότι, αν αναλάβουν σχετική δράση, θα τύχουν της ανωτέρω αυστηρής αντιμετώπισης. Φρονούμε ότι η ισχύουσα νομοθετική πρόβλεψη (αρθ. 105Β §6 ΠΚ), περί αυξημένων προϋποθέσεων (ως προς το χρόνο παραμονής στο Σωφρονιστικό Κατάστημα) για την χορήγηση υφ’ όρον απόλυσης στα κακουργήματα του άρθρου 187Α ΠΚ δεν αρκεί για την καταπολέμηση του φαινομένου. Προς την ορθή κατεύθυνση κινείται το νομοσχέδιο “Για την τροποποίηση του ΠΚ και του ΚΠΔ και την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας”, το οποίο προβλέπει ότι για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης θα λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, η επικινδυνότητα του εγκλήματος και τα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του δράστη.
Η επανεμφάνιση της τρομοκρατίας στην Ελλάδα συνιστά οπωσδήποτε ένα λίαν ανησυχητικό φαινόμενο. Το δηλητηριώδες δένδρο της, όπως φαίνεται, έχει ανθίσει ξανά. Οι τρομοκράτες, εν αντιθέσει με τους κοινούς εγκληματίες, είναι αμετανόητοι εγκληματίες, ο δε διάλογος της Πολιτείας με αυτούς στο πλαίσιο του σωφρονισμού είναι ατελέσφορος. Βασική λύση για την πάταξη της τρομοκρατίας αποτελεί η θραύση της αλυσίδας μεταξύ των γενεών τρομοκρατών με την αδρανοποίηση των εγκλείστων τρομοκρατών, ως αποτελεσματική απάντηση της Πολιτείας στην επικίνδυνη αυτή μορφή εγκλήματος.