Η κρίση της πανδημίας του νέου κορονοϊού μετέφερε λογικά το επίκεντρο αρκετών μειζόνων ζητημάτων στο παρασκήνιο. Ένα από αυτά τα ζητήματα είναι το Brexit, το οποίο μας απασχόλησε ιδιαίτερα προ κορονοϊού και ειδικότερα λόγω των έντονων διαπραγματεύσεων και των αδιεξόδων που έφτανε κατά καιρούς στην περίοδο της διαδικασίας αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση που τελικά επετεύχθη τον Ιανουάριο 2020. Έκτοτε, το Ηνωμένο Βασίλειο διάγει τώρα μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία διαπραγματεύεται με τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης την μελλοντική εμπορική του σχέση με την Ένωση των 27 κρατών.
Η συμφωνία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου αποτέλεσε το διαζύγιο της χώρας με την Ένωση. Αυτή προβλέπει για τα δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, το κόστος αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου και την διαδικασία της μεταβατικής περιόδου την οποία διάγουμε σήμερα, κατά την οποία τίποτα δεν έχει αλλάξει μέχρι στιγμής. Αν και οι διαπραγματεύσεις για την μελλοντική σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση περιορίστηκαν σε τηλεδιασκέψεις κατά την διάρκεια του κορονοϊού, η παρούσα χρονική στιγμή οριοθετεί την πρόσωπο με πρόσωπο επιστροφή στις διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες την στιγμή που δεν έχει καταγραφεί καμία πρόοδος και τα δυο μέρη – Ηνωμένο Βασίλειο και Ευρωπαϊκή Ένωση – διατηρούν τις κόκκινες τους γραμμές και ενίοτε αλληλοκατηγορούνται για το αδιέξοδο που υπάρχει, την ίδια στιγμή που ο χρόνος κυλάει αδυσώπητα και ο Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να παρατείνει την μεταβατική περίοδο. Το γεγονός αυτό φέρνει ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα του no deal την 31η Δεκεμβρίου 2020, οπόταν και λήγει η μεταβατική περίοδος.
Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων βρίσκεται ουσιαστικά ο τρόπος με τον οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχουν εμπορικές σχέσεις στο μέλλον. Είναι γεγονός ότι και τα δυο μέρη ξεκινούν από το ότι επιθυμούν μια συμφωνία ελευθέρου εμπορίου που ουσιαστικά θα σήμαινε ότι δεν θα υπάρχουν χρεώσεις ή ταρίφες ή δασμοί σε αγαθά που εμπορεύονται μεταξύ τους τα δυο μέρη και δεν θα υπάρχουν περιορισμοί στην ποσότητα των αγαθών που θα διέρχονται των συνόρων τους. Τα ζητήματα αυτά είναι φυσικά περίπλοκα και σίγουρα για να υπάρξει συμφωνία επί τούτων και τα δυο μέρη θα πρέπει να κάνουν εκπτώσεις στις αρχικές τους θέσεις. Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ζητά αρκετά και ότι, λόγω της αποχώρησης του από την ένωση, δεν θα πρέπει να ακολουθεί τους κανόνες εμπορίου που εφαρμόζονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την άλλη πλευρά, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιθυμεί την διασφάλιση του δικαίου του ανταγωνισμού που εφαρμόζει για όλους, με αυτό που ονομάζει “level playing field”, δηλαδή την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού επί ίσοις όροις μεταξύ εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο και τα κράτη – μέλη της Ένωσης, στα πλαίσια της ενιαίας αγοράς.
Ένα δεύτερο μείζον ζήτημα αφορά στον τομέα της αλιείας, με το Ηνωμένο Βασίλειο να επιθυμεί την πώληση ψαριών που αλιεύονται από βρετανικά αλιευτικά σκάφη στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς περιορισμούς, με την Ευρωπαϊκή Ένωση από την άλλη πλευρά να επιθυμεί την πρόσβαση ευρωπαϊκών αλιευτικών σκαφών στα ύδατα του Ηνωμένου Βασιλείου. Τέλος, παραμένει το αιώνιο ως φαίνεται ζήτημα των σκληρών ή όχι συνόρων με την Δημοκρατία της Ιρλανδίας, αν και αυτό επιλύεται αν τα πιο πάνω διευκρινιστούν και σαφώς οριοθετηθούν.
Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω υπάρχει επίσης το ζήτημα του ποιο δικαστικό όργανο και στην βάση ποιων νομικών κανόνων θα έχει δικαιοδοσία σε περίπτωση παραβίασης της οποιασδήποτε συμφωνίας. Επί τούτου, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιμένει στο ότι το ανώτατο δικαστικό όργανο θα είναι το δικό της δικαστήριο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με το Ηνωμένο Βασίλειο να θεωρεί ότι αυτό παραβιάζει την κυριαρχία του στην μετά Brexit εποχή.
Σε όλες τις περιπτώσεις το πεδίο παραμένει θολό, όχι μόνο των προβλημάτων του κορονοϊού αλλά και της αδυναμίας των μερών να αλλάξουν τις κόκκινες τους γραμμές. Αν και το χρονοδιάγραμμα που είχε τεθεί προ της κρίσης της πανδημίας αναφερόταν σε κατάληξη στους όρους της μελλοντικής σχέσης εντός Ιουλίου 2020, φαίνεται ότι οι νέες συνθήκες παραπέμπουν το θέμα το φθινόπωρο με τα χρονικά περιθώρια τότε να είναι ασφυκτικά, αφού η οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να κυρωθεί από τους θεσμούς και τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.