Το Μέρος VIA N. 9/1965 περιλαμβάνει τις νομοθετικές πρόνοιες βάσει των οποίων διενεργούνται οι ιδιωτικοί πλειστηριασμοί υποθηκών από πιστωτές.
Στο άρθρο 44ΙΕ προνοούνται τα εξής αναφορικά με την επίδοση των απαιτούμενων ειδοποιήσεων για τη διενέργεια του σκοπούμενου πλειστηριασμού: «’επίδοση‘ σημαίνει σε κάθε περίπτωση την παράδοση ειδοποίησης ή επικοινωνίας με συστημένη επιστολή, η οποία απευθύνεται στην τελευταία γνωστή διεύθυνση της κατοικίας ή του εγγεγραμμένου γραφείου του προσώπου, στο οποίο η ειδοποίηση ή η επικοινωνία απευθύνεται, ή στη σχετική διεύθυνση που είναι καταχωρισμένη σε μητρώο του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, και σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό, την ιδιωτική επίδοση τέτοιας ειδοποίησης ή επικοινωνίας σε τέτοιο πρόσωπο: Νοείται ότι η ιδιωτική επίδοση δύναται να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο προβλέπεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, περιλαμβανομένης και της δυνατότητας υποκατάστατης επίδοσης με διάταγμα Δικαστηρίου κατόπιν γενικής αίτησης: Νοείται περαιτέρω ότι η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας δυνατόν να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο προβλέπεται σε Κανονισμό, διεθνή σύμβαση, νόμο, δευτερογενή νομοθεσία ή διαδικαστικό κανονισμό ισχύει στη Δημοκρατία: Νοείται έτι περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται η ειδοποίηση ή η επικοινωνία είναι πρόσωπο το οποίο έχει δικαίωμα στο εκπλειστηρίασμα της πώλησης λόγω της εγγραφής στο κτηματικό μητρώο επί του ενυπόθηκου ακινήτου οποιουδήποτε εμπράγματου βάρους προς όφελός του, η εν λόγω ειδοποίηση αποστέλλεται στη διεύθυνση που είναι καταχωρισμένη στο σχετικό Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο σε σχέση με το πρόσωπο αυτό και την οποία ο ενυπόθηκος δανειστής ή ο κάτοχος εμπράγματου βάρους δικαιούται να ζητήσει και να λάβει από το εν λόγω κτηματολογικό γραφείο.»
Αυτό που ενδιαφέρει είναι η επίδοση μέσω ταχυδρομείου ή με ιδιωτική επίδοση. Συγκεκριμένα, ανακύπτει ζήτημα ως προς την ερμηνεία της πιο πάνω πρόνοιας για την επίτευξη έγκυρης επίδοσης. Για την επίδοση μέσω ταχυδρομείου, απαιτείται η πραγματική παράδοση της ειδοποίησης στον παραλήπτη της ή η απλή ταχυδρόμηση της ειδοποίησης και η μη επιστροφή της. Αναλόγως της απάντησης στο ερώτημα αυτό, εξαρτάται το κατά πόσο θα προωθηθεί ιδιωτική επίδοση. Στο ερώτημα αυτό, πρωτόδικα δικαστήρια δίδουν διαφορετικές και αντικρουόμενες απαντήσεις. Αφενός, υποστηρίχθηκε στην αίτηση έφεση αρ. 113/2018, Ε. Δ. Λάρνακας, ημ. 7/1/2019 «ότι η ορθή ερμηνεία είναι ότι «παράδοση» σημαίνει την παράδοση της ειδοποίησης στο Ταχυδρομείο για την αποστολή της από το Ταχυδρομείο στον παραλήπτη της. Η εν λόγω ερμηνεία συνάδει με τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 44ΙΕ και συγκεκριμένα με την αναφορά ότι η ειδοποίηση ή επικοινωνία με συστημένη επιστολή θα πρέπει να απευθύνεται στην τελευταία γνωστή διεύθυνση της κατοικίας ή του εγγεγραμμένου γραφείου του προσώπου στο οποίο τέτοια ειδοποίηση ή επικοινωνία απευθύνεται. Αν η ορθή ερμηνεία ήταν η πραγματική παράδοση της ειδοποίησης στον παραλήπτη και η πραγματική παραλαβή της από αυτόν είναι δύσκολό να εξηγήσει κάποιος την αναγκαιότητα η εν λόγω ειδοποίηση να απευθύνεται στην τελευταία γνωστή διεύθυνση της κατοικίας ή του εγγεγραμμένου γραφείου του προσώπου στο οποίο απευθύνεται. Με άλλα λόγια ουδεμία σημασία θα είχε ο τόπος που η ειδοποίηση θα έπρεπε να απευθυνθεί.»
Συναφώς, υποστηρίζεται ότι η ερμηνεία αυτή «συνάδει και με το μαχητό τεκμήριο που δημιουργείται με βάση το Άρθρο 1 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1 και τη σχετική νομολογία όταν μια επιστολή αποστέλλεται μέσω Ταχυδρομείου αλλά ουδέποτε επιστρέφεται ως μη παραληφθείσα. Δημιουργείται εν προκειμένω τεκμήριο ότι μια επιστολή που αποδεικνύεται ότι έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το Ταχυδρομείο έχει παραδοθεί στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνετο.»
Αφετέρου, υποστηρίχθηκε στην αίτηση / έφεση αρ. 70/2019, Ε.Δ. Λάρνακας, ημ. 6/11/2019 ότι η ορθή ερμηνεία του άρθρου 44ΙΕ του Ν. 9/1965 καταδεικνύει «ότι σε περίπτωση που δεν περιέλθει σε γνώση του προσώπου στο οποίο έπρεπε να επιδοθεί ειδοποίηση τύπος «ΙΑ» με τον πρώτο τρόπο, δηλαδή δυνάμει συστημένης επιστολής, να γίνει με ιδιωτική επίδοση. Δεν αποτελεί επίδοση, στην έννοια που αποδίδεται σε αυτή στο νόμο, στη συγκεκριμένη περίπτωση η απλή αποστολή τα συστημένης επιστολής, αλλά και η παραλαβή της, που μόνο με την παραλαβή της καταδεικνύεται ότι επέρχεται και η γνώση της ημερομηνίας που προτίθεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση η Εφεσίβλητη, να προβεί στον πλειστηριασμό.»
Οι ιδιωτικοί πλειστηριασμοί διενεργούνται κατά κόρον από τα πιστωτικά ιδρύματα και όχι μόνο. Το ζήτημα της επίδοσης των σχετικών ειδοποιήσεων είναι θεμελιώδες, τόσο για την προάσπιση των δικαιωμάτων των οφειλετών αλλά και των ίδιων των πιστωτών αφού η μη ορθή επίδοση αποτελεί λόγο για ακύρωση ή παραμερισμό των σχετικών ειδοποιήσεων και του επικείμενου πλειστηριασμού. Ελλείψει σαφούς καθοδήγησης, νομοθετικής ή νομολογιακής, δημιουργείται κενό στην ερμηνεία βασικής πρόνοιας του πιο πάνω νόμου και δεν παρέχεται η απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου. Η αναγκαιότητα προς τούτο είναι, φρονώ, επιτακτική.
Η προσέγγιση της πιο πάνω πρόνοιας ως να απαιτεί όχι μόνο απόδειξη της παραλαβής της σχετικής ειδοποίησης αλλά επίσης, στην περίπτωση εταιρείας / νομικού προσώπου, παραλαβής της από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, με το βάρος, μάλιστα, απόδειξης τούτου να εναποτίθεται στους ώμους του πιστωτή, είναι προβληματική. Είναι δύσκολο να διαπιστωθεί πώς ο πιστωτής θα γνωρίζει ποιο πρόσωπο είναι εξουσιοδοτημένο από εταιρεία / νομικό πρόσωπο να παραλαμβάνει εκ μέρους της ταχυδρομικές επιστολές και πώς ο πιστωτής θα ελέγχει ότι το πρόσωπο που παραλαμβάνει εκ μέρους νομικού προσώπου ταχυδρομικές επιστολές είναι όντως εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό.
Επίσης, είναι πρακτικά ανεφάρμοστη η εισήγηση να παραλαμβάνονται οι ταχυδρομικές επιστολές από τους ίδιους τους αξιωματούχους εταιρειών / νομικών προσώπων ή τα πρόσωπα που καθορίζονται στην Δ. 5, θ. 7 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προκειμένου η επίδοση μέσω ταχυδρομείου να θεωρείται έγκυρη. Η προσέγγιση αυτή φαίνεται να αναιρεί, ουσιαστικά, το νομοθετικό δικαίωμα για επίδοση μέσω ταχυδρομείου.