Αποτελεί σύνηθες φαινόμενο σε καιρούς κρίσης να ανθούν η παραπληροφόρηση και η διασπορά ψευδών και ανυπόστατων ειδήσεων, με μηδενική βάση επιστημονικής τεκμηρίωσης. Ιδιαίτερα την εποχή της πανδημίας του κορωνοϊού οι ψευδείς ειδήσεις, τα λεγόμενα «fake news» κυκλοφόρησαν παντού, σε όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με εκρηκτική ταχύτητα και εξακολουθούν να αποτελούν ένα καθημερινό φαινόμενο. Η ευρωπαϊκή και διεθνής κοινότητα συντεταγμένα και οργανωμένα μέσω ανακοινώσεων, συστάσεων και επίσημων δελτίων επιδιώκει την αντιμετώπιση αυτής της μάστιγας. Χαρακτηριστικό είναι ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκδίδουν συχνά τόσο κατευθυντήριες γραμμές για έγκυρη και αντικειμενική ενημέρωση όσο και αποδείξεις αποκατάστασης της αλήθειας λόγω της παραπληροφόρησης. Παράλληλα, οι νέες τεχνολογίες αξιοποιούνται ως σημαντικό εργαλείο καταπολέμησης του προβλήματος, μέσω της συστηματικής ανίχνευσης των ψευδών ειδήσεων. Επιπλέον, σύμφωνα με την στρατηγική κατά της παραπληροφόρησης που έχει χαραχτεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2018, κολοσσιαίες διαδικτυακές πλατφόρμες, όπως η Facebook, Google, Twitter και Amazon έχουν υιοθετήσει κώδικα δεοντολογίας βάσει του οποίου δεσμεύονται όχι μόνο για την μη ανάρτηση ψευδών ειδήσεων αλλά και για τον αποτελεσματικό έλεγχο έγκαιρου και άμεσου εντοπισμού τους, υποβάλλοντας εκθέσεις ανά τακτά χρονικά διαστήματα στα ευρωπαϊκά όργανα.
Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται ένας έντονος και οξύς, συχνά, διάλογος σχετικά με τα μέτρα αντιμετώπισης που εφαρμόζονται για την καταπολέμηση της πανδημίας του κορωνοϊού. Αφορμή δόθηκε από την εντολή του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη στην Ελλάδα, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, την Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος να αποσταλεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών υλικό αναρτήσεων στο διαδίκτυο προς ενημέρωση και ποινική αξιολόγηση. Ειδικότερα, πρόκειται για αναφορές που συνίστανται σε «θεωρίες συνωμοσίας» για τον κορωνοϊό και παροτρύνουν τον κόσμο να αρνείται να δεχτεί πρόστιμα και να μην εφαρμόζει τα μέτρα περιορισμού της διάδοσης του ιού, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την προτροπή σε γονείς να μην αφήσουν τα παιδιά τους να φορούν μάσκα στο σχολείο. Το ερώτημα που προκύπτει είναι εύλογο: πρόκειται για προσπάθεια φίμωσης της ελευθερίας του λόγου ή προστασίας της δημόσιας υγείας; Οι διαστάσεις που προσλαμβάνει γίνονται ακόμη μεγαλύτερες αν αναλογιστεί κανείς ότι παρόμοιες σελίδες στο facebook έχουν δημιουργηθεί και στην Κύπρο ενώ μάλιστα αριθμούν αρκετές χιλιάδες μέλη.
Η νομική προσέγγιση του ζητήματος συγκεντρώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αρχικά, πρέπει να σημειωθεί πως στον ελλαδικό χώρο η διασπορά ψευδών ειδήσεων τυποποιείται ποινικά στο άρθρο 191 ΠΚ, το οποίο προβλέπει χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:
1. Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις με αποτέλεσμα να προκαλέσει φόβο σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων, που αναγκάζονται έτσι να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους, με κίνδυνο να προκληθεί ζημία στην οικονομία, στον τουρισμό ή στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή να διαταραχθούν οι διεθνείς της σχέσεις, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.
2. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος της πράξης της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.
Από την ανάλυση του άρθρου προκύπτει ότι τρία είναι τα κύρια συστατικά στοιχεία του περιγραφόμενου ποινικού αδικήματος: πρώτον, η με οποιονδήποτε τρόπο «διάδοση» ή «διασπορά» ψευδών ειδήσεων σε απροσδιόριστο αριθμό αποδεκτών, έπειτα, η πρόκληση φόβου στους αποδέκτες των ειδήσεων οι οποίοι προβαίνουν σε «μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους» και, τέλος, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης σε ουσιώδη δημόσια συμφέροντα. Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορούσε να ειπωθεί στην περίπτωσή μας ότι δύσκολα μπορεί να εφαρμοστεί το εν λόγω άρθρο καθώς απαιτείται σωρευτική εφαρμογή των τριών ανωτέρω προϋποθέσεων και η τέλεση πράξεων δεν έχει επιβεβαιωθεί. Εντούτοις, το γεγονός ότι οι διωκόμενες σελίδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αριθμούν χιλιάδες μέλη σε συνδυασμό με το γεγονός ότι γονείς δηλώνουν σαφώς την πρόθεση τέλεσης πράξεων που αντιβαίνουν τον νόμο, υποδηλώνει τη βεβαιότητα πραγματοποίησής τους.
Ένσταση θα μπορούσε να τεθεί ως προς τον χαρακτηρισμό των εν λόγω ειδήσεων ως «ψευδών» καθώς τα μέλη των σελίδων υποστηρίζουν ότι πρόκειται για απόψεις με έγκυρη επιστημονική βάση και, ως εκ τούτου, η διάδοσή τους καλύπτεται υπό την ελευθερία έκφρασης. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στο «γεγονός» και στην «αξιολογική κρίση». Ενώ τα γεγονότα επιδέχονται απόδειξη που απαιτείται για την προστασία των δικαιωμάτων των τρίτων, δεν συμβαίνει το ίδιο για τις αξιολογικές κρίσεις. Ωστόσο, σε περίπτωση που δεν υπάρχει επαρκής πραγματική βάση για την αξιολογική κρίση, τότε τυχόν απαξιωτικές ή αρνητικές αξιολογικές κρίσεις μπορούν να θεωρηθούν υπερβολικές και δεν προστατεύονται από την ελευθερία έκφρασης.
Την περίοδο πανδημίας εξαιτίας του κορωνοϊού, τόσο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας όσο και διεθνείς οργανισμοί και ενώσεις, όπως η Αμερικανική Παιδιατρική Εταιρία, η UNICEF και η Ελληνική Παιδιατρική Εταιρία, έχουν εκδώσει συντεταγμένα σαφείς οδηγίες και κατευθυντήριες γραμμές για τη σωστή χρήση μάσκας και όλα τα συναφή ζητήματα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται τόσο η κυκλοφορία ψευδών ειδήσεων όσο και η κατάλληλη ηλικία στην οποία συνίσταται η χρήση της. Ιδιαίτερα σημαντικό θεωρείται μάλιστα το γεγονός ότι όλες οι αντίθετες απόψεις που κυκλοφορούν σε πολλά μέσα κοινωνικής δικτύωσης όχι μόνο στερούνται επιστημονικής εγκυρότητας αλλά και διαψεύδονται επίσημα από ιατρούς και επιστήμονες, με αποτέλεσμα να μην θεωρούνται αξιόπιστες. Κατ’επέκταση, πληρούνται οι προϋποθέσεις για την διασπορά ψευδών ειδήσεων.
Επιπλέον, νομική βάση για τη δίωξη ατόμων-μελών στις επίμαχες σελίδες αποτελεί η διέγερση σε ανυπακοή (άρθρο 183 ΠΚ στο ελλαδικό δίκαιο) / διέγερση σε διάπραξη ποινικού αδικήματος (άρθρο 370 ΠΚ κυπριακού δικαίου, καθώς και στην Κύπρο παρατηρούνται αντίστοιχες παράνομες εκδηλώσεις). Από τη στιγμή που έχουν εκδοθεί νόμοι και διατάγματα που απαγορεύουν μαζικές συναθροίσεις χωρίς τις απαιτούμενες υγειονομικές προϋποθέσεις (χρήση μάσκας, τήρηση αποστάσεων), μπορεί κάλλιστα να υποστηριχτεί ότι και η διοργάνωση τέτοιων συναθροίσεων χωρίς να πληρούνται οι ανωτέρω συνθήκες καθίσταται παράνομη. Ως εκ τούτου, η σύλληψη ατόμων που παρακινούν μαζικά σε ανυπακοή ή μη τήρηση νόμων και διαταγμάτων θεωρείται νόμιμη. Επιπρόσθετα, από σκοπιά προσωπικών δεδομένων δεν υπάρχει καμία απολύτως παραβίαση των διατάξεων της σχετικής νομοθεσίας καθώς τα μέλη δημοσιεύουν δημόσια τις προθέσεις τους και με πλήρες ονοματεπώνυμο ενώ παράλληλα οι σελίδες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι δημόσιες, με δυνατότητα δηλαδή πρόσβασης σε απροσδιόριστο αριθμό προσώπων. Ακόμα όμως και στην περίπτωση όπου μια σελίδα είναι κλειστή, ευθύνη έχει ο διαχειριστής της, ο οποίος θεωρείται επίσης και ως υπεύθυνος επεξεργασίας δεδομένων, με αυξημένες υποχρεώσεις.
Συμπερασματικά, στη σύγχρονη εποχή των πρωτόγνωρων συνθηκών εξαιτίας του κορωνοϊού, η επιδημία της παραπληροφόρησης εξαπλώνεται με μεγάλη ταχύτητα και επικίνδυνες συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο. Εκείνο που απαιτείται είναι η έγκυρη και έγκριτη ενημέρωση και η εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Ο νόμος και η δικαιοσύνη πρέπει απαραιτήτως να λειτουργήσουν ως θεματοφύλακας αξιών και δικαιωμάτων όλων καθώς επίσης και ως προστάτης του δημοσίου συμφέροντος και της δημόσιας υγείας. Η ελευθερία έκφρασης αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα πιο διαχρονικά ιδανικά και δικαιώματα. Η επίκλησή της όμως δεν μπορεί ποτέ να λειτουργεί ως ασπίδα παρανομίας. Εξάλλου, και η ίδια η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ορίζει ρητά ότι όταν υφίστανται καθορισμένοι και νόμιμοι σκοποί, όπως είναι η προστασία εθνικής ασφάλειας και προάσπιση της τάξης και πρόληψης εγκλημάτων, η άσκηση της ελευθερίας έκφρασης υπόκειται σε αντίστοιχους περιορισμούς ή κυρώσεις, σύμφωνα πάντα με την αρχή νομιμότητας και αναγκαιότητας σε μια δημοκρατική κοινωνία.