Οι συνεκδικαζόμενες προσφυγές ασκήθηκαν από τις εταιρείες ExxonMobil Cyprus Ltd, Hellenic PetroleumCyprus Ltd, Petrolina (Holdings) Public Ltd και Coral Energy Products Cyprus Ltd (εφεξής οι «Αιτητές» ή «εταιρείες πετρελαιοειδών») εναντίον της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (εφεξής η «Καθ’ ης η Αίτηση» ή «Επιτροπή») για ακύρωση της απόφασης με αριθμό 51/2017 και ημερομηνία 30/10/2017 (στο εξής η «Προσβαλλόμενη Απόφαση») με την οποία τους επιβλήθηκε συνολικό πρόστιμο ύψους €20.775.630 λόγω διαπίστωσης παράβασης του άρθρου 3(1)(α) του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, Νόμος 13(Ι)/2008), (εφεξής ο «Νόμος»).
Ιστορικό
Στις 20/10/2005, η Καθ’ ης η Αίτηση είχε αποφασίσει τη διενέργεια αυτεπάγγελτης έρευνας εναντίον των εταιρειών ExxonMobil Cyprus Ltd, Hellenic Petroleum Cyprus Ltd, Petrolina (Holdings) Public Ltd και CoralEnergy Products Cyprus Ltd (τότε Lukoil Cyprus Ltd). Μετά από αλλεπάλληλες αλλαγές στην συγκρότηση της Καθ΄ ης η Αίτηση, αποφασίστηκε στις 6/8/2009 ότι οι πιο πάνω εταιρείες είχαν παραβιάσει το άρθρο 6(1)(α) του Νόμου καθότι είχαν αναπτύξει εναρμονισμένη πρακτική σε οριζόντιο επίπεδο μέσω ανταλλαγής πληροφοριών σε σχέση με τη μελλοντική τιμολογιακή τους πολιτική καθώς και κάθετη σύμπραξη μεταξύ μέσω της επιβολής εφαρμογής συγκεκριμένων τιμών μεταπώλησης στους πρατηριούχους. Η Καθ’ ης η Αίτηση είχε επιβάλει με τις αποφάσεις της με αριθμό 66/2009, 67/2009, 68/2009 και 69/2009 συνολικό πρόστιμο ύψους €42.900.000 στις εταιρείες πετρελαιοειδών.
Οι εν λόγω αποφάσεις της Καθ’ ης η Αίτηση ακυρώθηκαν από την πλήρη ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 25/5/2011 λόγω παράνομης συγκρότησης της Καθ’ ης η Αίτηση (βλ. Υποθέσεις αρ. 1544/09, 1545/09, 1596/09 και 1601/09, ExxonMobil Cyprus Ltd κ.ά. v. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, 3 ΑΑΔ 449).
Ακολούθως, η Καθ’ ης η Αίτηση υπό νέα συγκρότηση αποφάσισε στις 3/9/2012 να διεξάγει αυτεπάγγελτη έρευνα εναντίον των πιο πάνω εταιρειών πετρελαιοειδών, λαμβάνοντας υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυσε κατά τον χρόνο έκδοσης των πιο πάνω ακυρωθέντων αποφάσεών της, κάνοντας χρήση του υπάρχοντος υλικού στο σχετικό διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Η εν λόγω απόφαση υιοθετήθηκε μετέπειτα από την νέα συγκρότηση της Καθ’ ης η Αίτηση στις 7/2/2014.
Με απόφασή της ημερ. 3/12/2015, η Καθ’ ης η Αίτηση έκρινε ότι υφίσταται παράβαση του άρθρου 3(1)(α) του Νόμου λόγω κάθετης σύμπραξης των εταιρειών ExxonMobil Cyprus Ltd, Hellenic Petroleum Cyprus Ltd,Petrolina (Holdings) Public Ltd και Coral Energy Products Cyprus Ltd με τους πρατηριούχους τους. Η εν λόγω κάθετη σύμπραξη εφαρμόστηκε την περίοδο 1/10/2004 – 22/12/2006 και επεκτάθηκε μέχρι τις 3/12/2015 δεδομένου ότι από τα ενώπιον της Καθ’ ης η Αίτηση στοιχεία δεν προέκυπτε ο τερματισμός της εν λόγω παράβασης.
Υπό νέα συγκρότηση, στις 30/6/2017 η Καθ’ ης η Αίτηση υιοθέτησε την προηγούμενη απόφαση ημερ. 3/12/2015 και αποφάσισε να ειδοποιήσει τις εν λόγω εταιρείες πετρελαιοειδών για την πρόθεσή της να επιβάλει πρόστιμο.
Στις 30/10/2017 η Καθ’ ης η Αίτηση αποφάσισε ότι οι εταιρείες ExxonMobil Cyprus Ltd, Hellenic PetroleumCyprus Ltd, Petrolina (Holdings) Public Ltd και Coral Energy Products Cyprus Ltd παραβίασαν το άρθρο 3(1)(α) του Νόμου λόγω κάθετης σύμπραξης με τους πρατηριούχους τους την περίοδο 1/10/2004 – 3/12/2015. Περαιτέρω, η Καθ’ ης η Αίτηση αποφάσισε όπως επιβάλει συνολικό πρόστιμο στις εν λόγω εταιρείες ύψους €20.775.630 (που αντιστοιχεί στο 2,5% του ετήσιου κύκλου εργασιών τους κατά το έτος 2005).
Κατόπιν προσφυγών που άσκησαν οι πιο πάνω εταιρείες πετρελαιοειδών, το Διοικητικό Δικαστήριο αποφάσισε στις 7/9/2020 όπως εξετάσει κατά προτεραιότητα δύο λόγους ακύρωσης της Προσβαλλόμενης Απόφασης της Καθ’ ης η Αίτηση ημερ. 30/10/2017.
Πρώτον, η απόφαση που λήφθηκε από την Καθ’ ης η Αίτηση στις 20/10/2005 για διενέργεια αιφνίδιας έρευνας στα γραφεία των εταιρειών πετρελαιοειδών ήταν παράνομη, καθότι λήφθηκε από τον Πρόεδρο της Καθ’ ης η Αίτηση και όχι την Καθ’ ης η Αίτηση σε αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 25 του Νόμου 207/89(τότε ισχύων νόμος Περί Προστασίας του Ανταγωνισμού).
Δεύτερον, η εντολή για πραγματοποίηση της αιφνίδιας έρευνας που είχε επιδοθεί στους Αιτητές στις 10/11/2005 και 11/11/2005 δεν καθόριζε επακριβώς το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας κατά παράβαση του άρθρου 25(3) του Νόμου 207/89.
Θέσεις εμπλεκόμενων μερών και απόφαση Δικαστηρίου
(i) Λήψη απόφασης από αναρμόδιο όργανο
Οι Αιτητές υποστήριξαν ότι η απόφαση που λήφθηκε στις 20/10/2005 βάσει της οποίας η Καθ’ ης η Αίτηση εξουσιοδοτούσε τον Πρόεδρο της να γίνει αν χρειαστεί επιτόπια αιφνίδια έρευνα στις εταιρείες πετρελαιοειδών, σε χρόνο που θα καθοριστεί από τον Πρόεδρο της Καθ’ ης η Αίτηση, ήταν παράνομη καθότι παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 25 του Νόμου 207/89. Πιο συγκεκριμένα, οι Αιτητές υπέβαλαν ότι οι αιφνίδιες έρευνες που είχαν διεξαχθεί στα γραφεία τους στις 10/11/2005 και 11/11/2005 έγιναν κατόπιν απόφασης του Προέδρου της Καθ’ ης η Αίτηση και όχι απόφασης της Καθ’ ης η Αίτηση όπως προνοούσε το άρθρο 25 του Νόμου 207/89. Ως εκ τούτου, ισχυρίστηκαν οι Αιτητές, η Προσβαλλόμενη Απόφαση ημερ.30/10/2017 είναι άκυρη καθότι στηρίζεται σε υλικό που είχε συλλεγεί κατά τη διάρκεια μίας παράνομης αιφνίδιας επιτόπιας έρευνας. Οι Αιτητές ισχυρίστηκαν επίσης ότι τα ερωτηματολόγια που είχαν αποσταλεί από την Καθ’ ης η Αίτηση τόσο σε αυτές όσο και σε τρίτα πρόσωπα, στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης, είχαν καταρτιστεί βάσει του υλικού που είχε συλλεγεί και αξιολογηθεί στο πλαίσιο της αιφνίδιας έρευνας. Κατά συνέπεια, υποστήριξαν ότι όλα τα έγγραφα και πληροφορίες που έχουν συλλεγεί στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης βάσει ερωτηματολογίων είναι μολυσμένα και επομένως η Προσβαλλόμενη Απόφαση η οποία στηρίζεται στα εν λόγω έγγραφα και πληροφορίες είναι παράνομη.
Η Καθ’ ης η Αίτηση δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι η εντολή για τη διενέργεια της αιφνίδιας έρευνας στις 10/11/2005 και 11/11/2005 λήφθηκε κατόπιν απόφασης του Προέδρου της Καθ’ ης η Αίτηση. Εντούτοις, ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω αιφνίδια έρευνα είχε αποφασιστεί από τον Πρόεδρο της Καθ’ ης η Αίτηση κατόπιν εντολής μεταβίβασης εξουσίας της Καθ΄ ης η Αίτηση στον Πρόεδρο της στις 20/10/2005. Επικαλέστηκε για σκοπούς υποστήριξης της θέσης της τον περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμο, Νόμος 24/62, καθώς και τα ισχύοντα με βάση τον Κανονισμό 1/2003 και τη σχετική νομοθεσία περί ανταγωνισμού της Ελλάδας. Περαιτέρω, η Καθ’ ης η Αίτηση υποστήριξε ότι δεν έκανε χρήση του υλικού που είχε ληφθεί στο πλαίσιο της πιο πάνω αναφερόμενης αιφνίδιας έρευνας κατά το στάδιο έκδοσης της Προσβαλλόμενης Απόφασης. Ως εκ τούτου, υπέβαλε ότι ακόμη και αν το υπό αναφορά υλικό είχε αποκτηθεί παράνομα, η νομιμότητα της Προσβαλλόμενης Απόφασης δεν επηρεάζεται, καθότι το υλικό αυτό δεν είχε χρησιμοποιηθεί από την Καθ’ ης η Αίτηση στο πλαίσιο έκδοσης της Προσβαλλόμενης Απόφασης.
Το Δικαστήριο παρατήρησε αρχικά ότι με την απόφαση της Καθ’ ης η Αίτηση ημερ. 20/10/2005 αποφασίστηκε διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας εναντίον των εταιρειών πετρελαιοειδών. Σημείωσε επίσης ότι όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό της συνεδρίασης της Καθ’ ης η Αίτηση ημερ. 20/10/2005, η Καθ’ ης η Αίτηση δεν αποφάσισε στην εν λόγω συνεδρία της την διεξαγωγή αιφνίδιας έρευνας. Σε σχέση με το θέμα αυτό το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απόφαση για εξουσιοδότηση του Προέδρου της Καθ’ ης η Αίτηση να αποφασίσει ο ίδιος κατά πόσον θα διεξαχθεί ή όχι αιφνίδια έρευνα και το χρονικό σημείο διεξαγωγής της εν λόγω έρευνας δεν συνιστά νόμιμη απόφαση βάσει του άρθρου 25(2) του Νόμου 207/89. Τόνισε σχετικά ότι το εν λόγω άρθρο προνοεί ότι η απόφαση για διεξαγωγή αιφνίδιας έρευνας λαμβάνεται από την Καθ’ ης η Αίτηση ως συλλογικό διοικητικό όργανο και όχι μεμονωμένα από τον Πρόεδρο αυτής. Περαιτέρω, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η εντολή του Προέδρου της Καθ’ ης η Αίτηση για διενέργεια αιφνίδιας έρευνας έκανε αναφορά σε πιθανολογούμενες παραβάσεις των άρθρων 4 και/ή 6 του Νόμου 207/89 παρόλο που η απόφαση της Καθ’ ης η Αίτηση για έναρξη αυτεπάγγελτης έρευνας αφορούσε μόνον πιθανολογούμενη παράβαση του άρθρου 4 του εν λόγω Νόμου.
Σε σχέση με το επιχείρημα της Καθ’ ης η Αίτηση ότι η απόφαση για διενέργεια αυτεπάγγελτης έρευνας ήταν νόμιμη καθότι εκδόθηκε βάσει του Περί Εκχωρήσεων της Ενασκήσεως των Εξουσιών Απορρεουσών εκ τινός Νόμου (Νόμος 23/62), το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο εν λόγω νόμος δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής καθότι ο Νόμος 207/89, ο οποίος αφορά ειδικότερα την προστασία του ανταγωνισμού, δεν προβλέπει τη δυνατότητα μεταβίβασης αρμοδιοτήτων από την Καθ’ ης η Αίτηση, που αποτελεί συλλογικό διοικητικό όργανο, στον Πρόεδρο της Καθ’ ης η Αίτηση.
Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο τόνισε ότι ακόμη και αν γινόταν δεκτό το επιχείρημα της Καθ’ ης η Αίτηση ότι θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής ο Περί Εκχωρήσεων της Ενασκήσεως των Εξουσιών Απορρεουσών εκ τινός Νόμος (Νόμος 23/62), δεν υπήρχε εν προκειμένω γραπτή εξουσιοδότηση και μεταβίβαση αρμοδιοτήτων κανονιστικής φύσεως από την Καθ’ ης η Αίτηση στον Πρόεδρο της, όπως απαιτεί ο εν λόγω νόμος. Περαιτέρω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο Νόμος 207/89 που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο λήψης της απόφασης για διενέργεια αιφνίδιας έρευνας από τον Πρόεδρο της Καθ’ ης η Αίτηση δεν προέβλεπε την δυνατότητα της Καθ’ ης η Αίτηση να μεταβιβάζει αρμοδιότητες της στον Πρόεδρο της Καθ’ ης η Αίτηση. Ο Νόμος 207/89 καθόριζε ρητά τις περιπτώσεις στις οποίες η Καθ’ ης η Αίτηση είχε την δυνατότητα να μεταβιβάσει αρμοδιότητές της σε υποεπιτροπή αποτελούμενη από μέλη της (άρθρο 13Α Νόμου 207/89 – που καταργήθηκε με τον Νόμο 13(Ι)/2008). Κατά συνέπεια, και σε εναρμόνιση με τις πρόνοιες του άρθρου 17(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Νόμος 158(I)/1999), σύμφωνα με το οποίο δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση ολικά ή μερικά της εξουσίας που ανατίθεται σε ένα όργανο σε ένα άλλο όργανο, εκτός και αν υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να επιτρέπει κάτι τέτοιο, το Δικαστήριο επεσήμανε δεν υπήρχε δυνατότητα μεταβίβασης αρμοδιοτήτων σε άλλες περιπτώσεις εκτός από αυτές που ρητά προβλέπονται στον Νόμο 207/79.
Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η εξουσιοδότηση που δόθηκε στον Πρόεδρο της Καθ’ ης η Αίτηση ήταν ad hoc κατά παράβαση των νομολογιακών αρχών που δεν επιτρέπουν την ad hoc μεταβίβαση αρμοδιοτήτων συλλογικού διοικητικού οργάνου σε άλλο όργανο (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία v. Μελέτη (1991) 3 ΑΑΔ 433 και Κυπριακή Δημοκρατία v. Στυλιανίδη κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 274).
Σε συνέχεια των πιο πάνω, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι όλες οι αποφάσεις που λήφθηκαν από την Καθ’ ης η Αίτηση, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης για διενέργεια αυτεπάγγελτης έρευνας εναντίον των εταιρειών πετρελαιοειδών, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες μεταγενέστερες αποφάσεις στις οποίες συμμετείχε ο κ. Ευσταθίου ως μέλος της Καθ’ ης η Αίτηση, είχαν ανακληθεί από την Καθ’ ης η Αίτηση ως παράνομες και δυσμενείς με άλλη συγκρότηση στις 11/1/2008, μετά την έκδοση της απόφασης της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση 3902, ΑΤΗΚ v. Δημοκρατίας ημερ. 4/12/2007. Σύμφωνα με γνωμάτευση που έλαβε η Καθ’ ης η Αίτηση από τον Γενικό Εισαγγελέα ημερ. 20/12/2007, όλες οι αποφάσεις της Καθ’ ης η Αίτηση στις οποίες συμμετείχε ως μέλος ο κ. Ευσταθίου «αποτελούν μέρος μιας σύνθετης διοικητικής πράξης και, επομένως οποιοδήποτε ελάττωμα σε οποιαδήποτε από τις ενδιάμεσες αποφάσεις επηρεάζει και οδηγεί σε ακυρότητα την τελική απόφαση». Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η αναδρομική ανάκληση (ex tunc) των αποφάσεων της Καθ’ ης η Αίτηση στις οποίες συμμετείχε ως μέλος ο κ. Ευσταθίου εξαφάνισε και την απόφαση με την οποία η Καθ’ ης η Αίτησηεξουσιοδότησε τον Πρόεδρό της να αποφασίσει εάν θα γίνει και πότε αιφνίδια έρευνα.
Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα ερωτηματολόγια που είχαν ετοιμαστεί μετά την αιφνίδια έρευνα από την Καθ’ ης η Αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 24 του Νόμου 207/89, ήταν παράνομα έγγραφα. Σημείωσε σχετικά ότι η συγκρότηση της Καθ’ ης η Αίτηση που αποφάσισε την αποστολή την εν λόγω ερωτηματολογίων κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο παράνομη και οι αποφάσεις της είχαν ανακληθεί αναδρομικά από άλλη συγκρότηση της Καθ’ ης η Αίτηση ως παράνομες και δυσμενείς.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εντολή του Προέδρου της Καθ’ ης η Αίτηση για διενέργεια αιφνίδιας έρευνας είχε ληφθεί από αναρμόδιο όργανο και ως εκ τούτου ήταν παράνομη. Επίσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ερωτηματολόγια που είχαν αποσταλεί στις εταιρείες πετρελαιοειδών καθώς και σε τρίτα πρόσωπα ήταν παράνομα λόγω του ότι η συγκρότηση της Καθ’ ης η Αίτηση που απέστειλε τα εν λόγω ερωτηματολόγια κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο παράνομη.
(ii) Μη επακριβής καθορισμός αντικειμένου και σκοπού έρευνας
Οι Αιτητές υποστήριξαν ότι η εντολή που δόθηκε από τον Πρόεδρο της Καθ’ ης η Αίτηση για διενέργεια έρευνας στα γραφεία των εταιρειών πετρελαιοειδών στις 10/11/2005 και 11/11/2005 ήταν παράνομη καθότι δεν καθόριζε επακριβώς το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, όπως απαιτούσε το άρθρο 25(3) του Νόμου 207/89.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στο κείμενο της εντολής για έρευνα γίνεται μια γενική και αόριστη αναφορά για διερεύνηση παραβάσεων των άρθρων 4 και/ή 6 του Νόμου η οποία δεν πληρούσε τις σαφείς διατάξεις του άρθρου 25(3) του Νόμου 207/89. Σχετικά, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το γράμμα του εν λόγω άρθρου προφυλάσσει από αυθαίρετες επεμβάσεις στο δικαίωμα του ασύλου της κατοικίας και διασφαλίζει τα δικαιώματα άμυνας των ελεγχόμενων επιχειρήσεων.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η εξουσιοδότηση που δόθηκε στους λειτουργούς της Υπηρεσίας της Καθ’ ης η Αίτηση από τον Πρόεδρο της για διενέργεια της αιφνίδιας έρευνας, αντί από την Καθ’ ης η Αίτηση, καθώς και η εκτέλεση της εντολής για έρευνα σε συμμόρφωση με την εντολή που δόθηκε από παράνομα εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, συμπαρασύρει σε ακύρωση και την εκτέλεση της έρευνας, λόγω έλλειψης νόμιμης εξουσιοδότησης των λειτουργών της Υπηρεσίας που εκτέλεσαν την σχετική εντολή. Όπως τόνισε το Δικαστήριο, το υλικό που συλλέχθηκε κατά την αιφνίδια έρευνα, δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις να θεωρηθεί «νόμιμο στοιχείο» ή «στοιχείο που δεν έπασχε από οποιαδήποτε μεμπτότητα», όπως εσφαλμένα έκρινε η Καθ’ ης η Αίτηση στην Προσβαλλόμενη Απόφαση.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι οι μεταγενέστερες αποφάσεις της Καθ’ ης η Αίτηση υπό διαφορετική συγκρότηση με τις οποίες κρίθηκε ότι τα στοιχεία του φακέλου, συμπεριλαμβανομένων και του υλικού που συλλέγηκε κατά την αιφνίδια έρευνα, έστω και αν αφορούσαν στοιχεία που λήφθηκαν με αποφάσεις αναρμόδιων οργάνων, δεν πάσχουν από οποιαδήποτε μεμπτότητα ή αποτελούσαν αντικειμενικά στοιχεία κρίσης, ήταν παράνομες και πεπλανημένες περί τον νόμο και τα πράγματα. Σε σχέση με την υπόθεση Μπάρτζος v. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 7 την οποία είχε επικαλεστεί η Καθ’ ης η Αίτηση στην Προσβαλλόμενη Απόφαση αναφορικά με το πιο πάνω ζήτημα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται καθότι η υπό κρίση έρευνα είχε διεξαχθεί αιφνίδια και χωρίς την ύπαρξη δικαστικού εντάλματος. Συνεπώς, τόνισε το Δικαστήριο, οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις θέτουν τις προϋποθέσεις προκειμένου να είναι επιτρεπτή κατά νόμο μια αιφνίδια έρευνα, ώστε να διασφαλίζονται τα δικαιώματα άμυνας του ελεγχόμενου προσώπου από παρέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα στο άσυλο της κατοικίας ως είναι και τα γραφεία της επιχείρησης (Υπόθεση ΕΔΔΑ Nemitz v. Germany App. No. 13710/88,παρ.31 και Υπόθεση Société Colas Est and others v. France, App. No. 37971/97, 16/4/2002).
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε το Δικαστήριο στο γεγονός ότι στην εντολή για έρευνα που είχε κοινοποιηθεί στις εταιρείες πετρελαιοειδών, δεν γινόταν καμία αναφορά στη δυνατότητα που είχαν για προσβολή της νομιμότητας της εν λόγω εντολής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, σημείωσε το Δικαστήριο, οι Αιτητές δεν γνώριζαν για το δικαίωμα τους να προσβάλουν μια απόφαση που αποτελεί αυτοτελή διοικητική πράξη αλλά και μέρος μιας σύνθετης διοικητικής ενέργειας η οποία προσβάλλεται στο τέλος της διαδικασίας.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο συγκεκριμένος λόγω ακύρωσης πρέπει να επιτύχει.
(iii) Ανεπαρκής αιτιολόγηση ισχυρισμού περί μη χρήσης υλικού που συλλέγηκε στο πλαίσιο της αιφνίδιας έρευνας
Το Δικαστήριο τόνισε ότι αποτελούσε ευθύνη της Καθ’ ης η Αίτηση η αιτιολόγηση του ισχυρισμού που γίνεται στην Προσβαλλόμενη Απόφαση περί μη χρήσης υλικού που είχε συλλεγεί στο πλαίσιο της αιφνίδιας έρευνας, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία αναφορικά με την μη χρήση του «μολυσμένου από παρανομία εξασφαλισθέντος υλικού» αλλά και προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.
Σχετικά με το ζήτημα αυτό το Δικαστήριο επεσήμανε ότι στο καταληκτικό της Προσβαλλόμενης Απόφασης γίνεται αναφορά στο ότι η Καθ’ ης η Αίτηση αξιολόγησε και συνεκτίμησε τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης. Περαιτέρω, το Δικαστήριο ανέφερε ενδεικτικά περιπτώσεις στις οποίες γίνεται αναφορά στην Προσβαλλόμενη Απόφαση σε υλικό που είχε συλλεγεί κατά την αιφνίδια έρευνα.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο «η παράνομη λήψη μόλυνε όχι μόνο τα προκαταρκτικά στάδια της διαδικασίας με τα οποία χτίστηκε το οικοδόμημα της υπόθεσης, αλλά και το τελικό στάδιο, στο οποίο δεν απεγκλωβίστηκε η σκέψη και η διάνοια των μελών της Επιτροπής αλλά και η αιτιολογία της τελικής απόφασης από το σύνολο του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, από παράνομες προπαρασκευαστικές πράξεις που είχαν προηγηθεί».
Τέλος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι σε κανένα σημείο της Προσβαλλόμενης Απόφασης δεν διαχωρίζονται τα έγγραφα που λήφθηκαν υπόψη από την Καθ’ ης η Αίτηση στο πλαίσιο έκδοσης της Προσβαλλόμενης Απόφασης, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί η προέλευση και ο τρόπος εξασφάλισής τους. Όπως τόνισε το Δικαστήριο, η απλή αναφορά ότι δεν λήφθηκε υπόψη το υλικό που συλλέγηκε κατά την αιφνίδια έρευνα δεν επαρκεί για να διασώσει την τελική απόφαση από ακύρωση.
Κατάληξη
Καταληκτικά, το Δικαστήριο ακύρωσε την Προσβαλλόμενη Απόφαση κρίνοντας ότι πάσχει στην ολότητά της.
Σχόλια
Η Επιτροπή διαθέτει μία γκάμα εργαλείων για σκοπούς διερεύνησης υποθέσεων ανταγωνισμού. Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρειά της ποια από αυτά τα εργαλεία θα χρησιμοποιήσει και σε ποια έκταση ή/και ένταση σε κάθε υπόθεση.
Ένα από αυτά τα εργαλεία είναι οι επιτόπιες έρευνες στα γραφεία / εγκαταστάσεις επιχειρήσεων χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση (γνωστές και ως αιφνίδιες επιτόπιες έρευνες). Το πλεονέκτημα των αιφνίδιων επιτόπιων ερευνών σχετίζεται με το στοιχείο του αιφνιδιασμού το οποίο ενδεχομένως να είναι καθοριστικό για την αποκάλυψη άμεσων ενοχοποιητικών στοιχείων σε ορισμένες υποθέσεις, όπως είναι η διερεύνηση αντιανταγωνιστικών συμπράξεων.
Ένα από τα βασικά ζητήματα που απασχόλησαν το Δικαστήριο αφορούσε το κατά πόσον ήταν νόμιμη ή όχι η εξουσιοδότηση της επταμελούς Επιτροπής προς τον Πρόεδρο της να αποφασίσει εκείνος εάν θα πραγματοποιηθεί η διενέργεια αιφνίδιας επιτόπιας έρευνας στα γραφεία / εγκαταστάσεις των εταιρειών πετρελαιοειδών, καθώς και το χρονικό σημείο στο οποίο θα ελάμβανε χώρα μια τέτοια έρευνα. Σχετικά, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο Περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος (Νόμος 207/89), που ίσχυε την επίμαχη περίοδο, δεν παρείχε την εξουσία στην Επιτροπή να εξουσιοδοτήσει τον Πρόεδρο της να αποφασίσει αυτός εάν θα διεξαχθεί ή όχι αιφνίδια επιτόπια έρευνα. Σύμφωνα με το άρθρο 25(2) του Νόμου 207/89 οι επιτόπιες έρευνες «διενεργούνται από αρμόδιους λειτουργούς της Υπηρεσίας κατ’ εντολή της Επιτροπής είτε ύστερα από προειδοποίηση είτε, σε εξαιρετικές και επείγουσες ειδικά αιτιολογημένες στην εντολή περιπτώσεις, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης». Κατά συνέπεια, κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι η απόφαση της Επιτροπής να εξουσιοδοτήσει τον Πρόεδρο της να αποφασίσει εκείνος εάν θα διενεργηθεί αιφνίδια επιτόπια έρευνα, καθώς και το χρονικό σημείο διενέργειας μίας ενδεχόμενης αιφνίδιας επιτόπιας έρευνας, ήταν παράνομη καθώς δεν προβλεπόταν από τον Νόμο 207/89.
Συνακόλουθα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εντολή του Προέδρου της Επιτροπής προς τους αρμόδιους λειτουργούς της Υπηρεσίας της Επιτροπής καθώς και η ίδια η διενέργεια της αιφνίδιας επιτόπιας έρευνας στα γραφεία / εγκαταστάσεις των εταιρειών πετρελαιοειδών ήταν παράνομη.
Ενδιαφέρον έχει η απόφαση του Δικαστηρίου σχετικά με το ότι τα ερωτηματολόγια που είχαν αποσταλεί μετά την πραγματοποίηση της αιφνίδιας επιτόπιας έρευνας, τόσο στις εταιρείες πετρελαιοειδών όσο και σε άλλα πρόσωπα, ήταν επίσης παράνομα καθώς για την ετοιμασία τους η Επιτροπή είχε βασιστεί σε υλικό που είχε συλλεγεί κατά την παράνομη αιφνίδια επιτόπια έρευνα. Όπως επεσήμανε το Δικαστήριο, με βάση τον Νόμο 207/89, την εξουσία συλλογής στοιχείων από επιχειρήσεις ή/και φυσικά πρόσωπα μέσω ερωτηματολογίων έχει η Επιτροπή.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ερωτηματολόγια ήταν παράνομα και για ένα πρόσθετο λόγο. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι οι σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής για αποστολή των εν λόγω ερωτηματολογίων προς τις εταιρείες πετρελαιοειδών και τρίτα πρόσωπα είχαν ανακληθεί από άλλη συγκρότηση της Επιτροπής λόγω κακής συγκρότησης της Επιτροπής που αποφάσισε την αποστολή τους. Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι τα εν λόγω ερωτηματολόγια αποτελούσαν στοιχεία αντικειμενικής κρίσης αυτό δεν επαρκούσε, σύμφωνα με το Δικαστήριο, για να θεραπεύσει το γεγονός ότι αυτά είχαν αποφασιστεί να αποσταλούν στις εταιρείες πετρελαιοειδών και σε τρίτα πρόσωπα από Επιτροπή της οποίας η συγκρότηση κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ως μη νόμιμη.
Σε σχέση με το κατά πόσον η απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής και η εντολή που δόθηκε από αυτόν προς αρμόδιους λειτουργούς της Υπηρεσίας της Επιτροπής για διενέργεια της αιφνίδιας επιτόπιας έρευνας ήταν σύμφωνη με το γράμμα του άρθρου του 25(3) του Νόμου 207/89, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι απαιτήσεις που καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απλή και γενική αναφορά που γίνεται σε διερεύνηση πιθανολογούμενων παραβάσεων των άρθρων 4 ή/και 6 του Νόμου 207/89 ήταν ασαφής και δεν ικανοποιούσε την απαίτηση του άρθρου του 25(3) του Νόμου 207/89 για επακριβή καθορισμό του αντικειμένου και του σκοπού της έρευνας.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 25(3) του Νόμου 207/89 η «εντολή της Επιτροπής είναι γραπτή και καθορίζει επακριβώς το αντικείμενο και το σκοπό της έρευνας, ορίζει την ημερομηνία έναρξης της έρευνας, τη διάταξη πάνω στην οποία στηρίζεται η εξουσία αυτή της Επιτροπής και τις ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης της επιχείρησης να συμμορφωθεί προς την εντολή της Επιτροπής».
Το Δικαστήριο ενδεχομένως να μπορούσε να τονίσει και την ειδική αιτιολόγηση που απαιτεί η απόφαση με την οποία εντέλλεται η Υπηρεσία της Επιτροπής να πραγματοποιήσει αιφνίδια επιτόπια έρευνα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 25(2) του Νόμου 207/89. Μία τέτοια ειδική αιτιολόγηση δεν φαίνεται να περιλαμβάνεται στις αποφάσεις της Επιτροπής ή/και του Προέδρου της Επιτροπής.
Σύμφωνα με τη νομολογία των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η απόφαση για τη διενέργεια αιφνίδιας επιτόπιας έρευνας πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να αναφέρονται στη σχετική απόφαση με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια οι υποθέσεις και οι εικασίες των οποίων τη βασιμότητα επιθυμεί να εξακριβώσει η Επιτροπή μέσα από την πραγματοποίηση αιφνίδιας επιτόπιας έρευνας (βλ. Υπόθεση C-94/00, Roquette Frères SA v Directeur général de la concurrence, de la consommation et de la répression des frauds, σκέψη 55, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T 289/11, T 290/11 and T 521/11, Deutsche Bahn AG και άλλοι v Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκέψεις 75 και 169, Υπόθεση Τ-135/09, Nexans SA, Nexans France v. Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκέψη 45 και Υπόθεση C-37/2013, Nexans SA, Nexans France v. Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκέψης 43).
Συναφώς, δεν επιτρέπεται στην Επιτροπή να αποφασίζει τη διεξαγωγή αιφνίδιων επιτόπιων ερευνών με σκοπό την αλίευση μαρτυρίας (fishing exhibition) χωρίς να έχει ενώπιόν της σοβαρά στοιχεία και ουσιαστικές ενδείξεις που να δημιουργούν υπόνοιες για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Περαιτέρω, η Επιτροπή έχει υποχρέωση να περιγράφει στην απόφασή της το σκοπό και το αντικείμενο της αιφνίδιας επιτόπιας έρευνας ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος αναφορικά με το κατά πόσον οι υπό αναφορά ενδείξεις είναι επαρκείς για τη διενέργεια αιφνίδιας επιτόπιας έρευνας. Επίσης, η καταγραφή του σκοπού και του αντικειμένου θα επιτρέψει τον δικαστικό έλεγχο της σχετικότητας και αναλογικότητας της απόφασης για την διενέργεια αιφνίδιας επιτόπιας έρευνας.
Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη νομολογία των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η καταγραφή του σκοπού και του αντικειμένου της αιφνίδιας επιτόπιας έρευνας στη σχετική απόφαση της Επιτροπής είναι αναγκαία και προκειμένου να αντιληφθούν ή/και αξιολογήσουν οι υπό διερεύνηση επιχειρήσεις την έκταση των υποχρεώσεων που υπέχουν για συνεργασία με τους ερευνώντες λειτουργούς της Υπηρεσίας της Επιτροπής. Ταυτόχρονα, η ακριβής καταγραφή του σκοπού και του αντικειμένου της αιφνίδιας επιτόπιας έρευνας δια τα δικαιώματα άμυνας των υπό διερεύνηση επιχειρήσεων τα οποία ενδεχομένως να διακυβεύονταν σοβαρά αν η Επιτροπή μπορούσε να επικαλεστεί σε βάρος τους αποδείξεις οι οποίες συλλέγηκαν κατά την αιφνίδια επιτόπια έρευνα οι οποίες ωστόσο είναι άσχετες προς το αντικείμενο και τον σκοπό της εν λόγω έρευνας (Βλ. Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 46/87 και 227/88, HOECHST AG v. Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σκέψεις 29 και 41, T-66/99, Minoan Lines v. Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σκέψη 55, Υπόθεση C-94/00, Roquette Frères SA v Directeur général de laconcurrence, de la consommation et de la répression des frauds, σκέψεις 48 και 55, και Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T 289/11, T 290/11 and T 521/11, Deutsche Bahn AG και άλλοι v Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκέψεις 170-172).
Η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου βρίσκεται εδώ.