Ο Παγκύπριος Οργανισμός Αγελαδοτρόφων (ΠΟΑ) Δημόσια Λτδ (εφεξής ο «Αιτητής») με την παρούσα Προσφυγή αιτήθηκε την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (εφεξής η «Επιτροπή» ή «Καθ’ ης η Αίτηση») με αριθμό 35/2013 και ημερομηνία 12/4/2013 (εφεξής η «Προσβαλλόμενη Απόφαση»), δυνάμει της οποίας του επιβλήθηκε συνολικό πρόστιμο ύψους €276.832 για παραβάσεις του άρθρου 6(1)(β) του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, Νόμος 13(Ι)/2008 (εφεξής ο «Νόμος»).
Στο πλαίσιο της εν λόγω Προσφυγής, o Αιτητής υπέβαλε Αίτηση με ημερομηνία 11/2/2016, με την οποία ζητούσε από το Διοικητικό Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος για την προδικαστική εξέταση του ζητήματος σε σχέση με την κακή συγκρότηση ή/και κακή σύνθεση της Καθ’ ης η Αίτηση κατά τον χρόνο εξέτασης ή/και λήψης της Προσβαλλόμενης Απόφασης ή/και προπαρασκευαστικών πράξεων αυτής.
Θέσεις εμπλεκομένων μερών
- i) Θέσεις Αιτητή
Ο Αιτητής υποστήριξε ότι η Προσβαλλόμενη Απόφαση πάσχει ακυρότητας, λόγω κακής συγκρότησης της Καθ’ ης η Αίτηση. Ειδικότερα, ο Αιτητής υποστήριξε ότι η κακή συγκρότηση της Καθ’ ης η Αίτηση οφείλετο στη συμμετοχή του κου Μελανίδη σε αυτήν ως μέλος, ο οποίος διετέλεσε ή/και διατελούσε Γενικός Γραμματέας του κόμματος των Ενωμένων Δημοκρατών (Ε.ΔΗ.). Ο Αιτητής υπέβαλε ότι ο κος Μελανίδης προτάθηκε για διορισμό ως μέλος στο Υπουργικό Συμβούλιο από την Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, η οποία στο παρελθόν είχε διατελέσει Πρόεδρος του κόμματος των Ε.ΔΗ.
Περαιτέρω, ο Αιτητής εισηγήθηκε ότι το άρθρο 9(3)(β) του Νόμου[1], σε συνδυασμό με τις αρμοδιότητες της Υπουργού Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού να προβαίνει στην έκδοση διαταγμάτων που αφορούν σε καθορισμό ανώτατων τιμών πώλησης γάλακτος, ήταν ζήτημα άρρηκτα συνδεδεμένο με την καταγγελία που είχε υποβληθεί από το Ενδιαφερόμενο Μέρος (εν προκειμένω της εταιρείας Λανίτης Α/φοι Λτδ) εναντίον του Αιτητή ενώπιον της Καθ’ ης Αίτηση, αλλά και γενικά του τομέα οικονομικής δραστηριοποίησης του Αιτητή ή/και των μετόχων του.
Ο Αιτητής υποστήριξε συναφώς ότι ο κ. Μελανίδης ήταν Γενικός Γραμματέας των Ε.ΔΗ. κατά την περίοδο υποβολής της καταγγελίας ενώπιον της Καθ’ ης η Αίτηση από το Ενδιαφερόμενο Μέρος ή κατά την έκδοση της Προσβαλλόμενης Απόφασης.
Σε συνέχεια των πιο πάνω, ο Αιτητής σημείωσε πως ακόμα και εάν αποδεικνύετο ότι ο κ. Μελανίδης δεν ήταν Γενικός Γραμματέας των Ε.ΔΗ. κατά την περίοδο υποβολής της καταγγελίας ενώπιον της Καθ’ ης η Αίτηση ή κατά την έκδοση της Προσβαλλόμενης Απόφασης, σε κάθε περίπτωση το ζήτημα του διορισμού του παρέμενε ανοικτό προς εξέταση εφόσον δεν έπρεπε ευθύς εξ αρχής να είχε διοριστεί ως μέλος της Καθ’ ης η Αίτηση, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Τέλος, ο Αιτητής υποστήριξε ότι δεν διασφαλίζετο κανένα εχέγγυο αμεροληψίας και ανεξαρτησίας του κ. Μελανίδη από την στιγμή που είχε διοριστεί μέλος της Επιτροπής κατόπιν εισήγησης της πρώην Προέδρου του κόμματος των Ε.ΔΗ., κας Αντωνιάδου. Σημείωσε σχετικά ότι, η κα Αντωνιάδου υπηρετούσε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στη θέση Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και είχε την εξουσία βάσει νόμου να προβαίνει σε έκδοση διαταγμάτων που αφορούν σε καθορισμό ανώτατων τιμών πώλησης του γάλακτος.
- ii) Θέσεις Καθ’ ης η Αίτηση
Η Καθ’ ης η Αίτηση υποστήριξε ότι κανένα ζήτημα κακής συγκρότησης δεν προέκυπτε και εισηγήθηκε ότι θα αναμένετο να αποσυρθεί αυτός ο λόγος ακύρωσης εκ μέρους του Αιτητή κατόπιν της έκδοσης της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί των Εφέσεων Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 2/2016 και 7/2016, Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού κ.ά. ν. ΑΤΗΚ, ημερομηνίας 3/3/2017, που σύμφωνα με την Καθ’ ης η Αίτηση επιλύει όλα τα επίδικα ζητήματα που έθεσε ο Αιτητής.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί μεροληψίας, η Καθ’ ης η Αίτηση σημείωσε ότι η μεροληψία θα πρέπει να αποδεικνύεται με βεβαιότητα με αναφορά στην εξέταση της συγκεκριμένης καταγγελίας εναντίον του Αιτητή.
Απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου
Το Διοικητικό Δικαστήριο επεσήμανε αρχικά ότι ο Αιτητής συγχέει τις έννοιες της κακής συγκρότησης και της κακής σύνθεσης του συλλογικού οργάνου της Επιτροπής, ενώ αποτελούν δύο διακριτές έννοιες και η νομιμότητά τους προκύπτει βάσει διαφορετικού δικαστικού ελέγχου.
Περαιτέρω, το Διοικητικό Δικαστήριο σημείωσε ότι ο Αιτητής δεν εισηγήθηκε παράβαση του Συντάγματος, ότι δηλαδή ο Νόμος ο οποίος εφαρμόστηκε για το διορισμό του Προέδρου και των Μελών του συλλογικού οργάνου της Επιτροπής ήταν αντισυνταγματικός, ώστε να ελεγχθεί το άρθρο του Νόμου που αφορά τη συγκρότηση σε αντιπαραβολή με το άρθρο του Συντάγματος που παραβιάζεται.
Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι οποιαδήποτε επιχειρηματολογία σχετίζεται εμμέσως με παράβαση του Συντάγματος απορρίπτεται, ως μη δικογραφημένη θέση, σημειώνοντας ότι στο πλαίσιο ελέγχου της «νομιμότητας» της συγκρότησης του οργάνου, δεν θα μπορούσε να εξεταστεί η αντισυνταγματικότητα του διορισμού των μελών του. Επεσήμανε σχετικά ότι, ο έλεγχος της αντισυνταγματικότητας αφορά νομοθετικές διατάξεις και όχι διοικητικές πράξεις, οι οποίες όταν εκδίδονται με βάση και σε συμμόρφωση των διατάξεων του Νόμου, τότε κατά τεκμήριο είναι πάντοτε συνταγματικές, εκτός αν κριθεί δικαστικώς το αντίθετο.
Σύμφωνα με το Διοικητικό Δικαστήριο, η αντισυνταγματικότητα του διορισμού των μελών της Επιτροπής θα μπορούσε να εξεταστεί από το Δικαστήριο, αν ο Αιτητής προσέβαλλε τις ίδιες τις πρόνοιες του Νόμου, με τον ισχυρισμό ότι παραβιάζουν το Σύνταγμα. Το Διοικητικό Δικαστήριο σημείωσε ότι στην προκειμένη περίπτωση, ο Αιτητής άφησε να νοηθεί πως η συγκρότηση της Επιτροπής πάσχει, λόγω παραβίασης της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Ως εκ των πιο πάνω, το Διοικητικό Δικαστήριο επεσήμανε ότι εφόσον στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής δεν προσέβαλε τη συνταγματικότητα νόμου, τότε η νομιμότητα της συγκρότησης του συλλογικού διοικητικού οργάνου, δηλαδή της Επιτροπής, κρίνεται βάσει των διατάξεων του Νόμου. Με αυτό το σκεπτικό το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι η κα Αντωνιάδου ως Υπουργός είχε αρμοδιότητα να προτείνει στο Υπουργικό Συμβούλιο τον διορισμό του κου Μελανίδη, σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που της εκχωρούσε ο Νόμος.
Σε συνέχεια των πιο πάνω, το Διοικητικό Δικαστήριο σημείωσε ότι η Υπουργός όφειλε να προτείνει υπό την ιδιότητα γνωμοδοτικού οργάνου ως μέλη της Επιτροπής, πρόσωπα που κατά την κρίση της πληρούσαν τα προσόντα που απαιτούνται στο άρθρο 9(2)(β) του Νόμου[2]. Περαιτέρω, επισήμανε ότι βάσει του εν λόγω άρθρου, οι απαιτήσεις του νομοθέτη περιορίζονται στην κατοχή ειδικευμένης γνώσης και πείρας στα αντικείμενα που περιγράφονται και στην ικανότητα τους να συμβάλουν στην πραγμάτωση των σκοπών του Νόμου. Σημείωσε επίσης ότι, δεν προβλέπονται στο Νόμο κωλύματα ή ασυμβίβαστα για την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους της Επιτροπής.
Ωστόσο, το Διοικητικό Δικαστήριο επεσήμανε ότι η έλλειψη νομοθέτησης άλλων κωλυμάτων ή ασυμβιβάστων ως προς την ιδιότητα του μέλους, δεν σημαίνει πως για την εξασφάλιση της νόμιμης σύνθεσης δεν ισχύουν οι κανόνες του διοικητικού δικαίου περί της αρχής της αμεροληψίας και την επίδραση της στη σύνθεση των συλλογικών οργάνων.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο ακύρωσης που σχετιζόταν με το ζήτημα της κακής σύνθεσης της Καθ’ ης η Αίτηση, το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο Αιτητής απέτυχε να συνδέσει τα συγκεκριμένα δεδομένα της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Καθ’ ης η Αίτηση με την σχέση που υποστήριξε πως είχε ο κος Μελανίδης με την Υπουργό, που δεν του επέτρεπε να λάβει μέρος στη διαδικασία. Περαιτέρω, το Διοικητικό Δικαστήριο σημείωσε ότι το βάρος απόδειξης της προκατάληψης ή έλλειψης αμεροληψίας το φέρει βάσει της πάγιας νομολογίας αυτός που το επικαλείται.
Τέλος, το Διοικητικό Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο λόγος ακυρώσεως για παράνομη σύνθεση της Καθ’ ης η Αίτηση πρέπει να συγκεκριμενοποιείται, με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και τη διασύνδεση των εμπλεκομένων προσώπων με αυτά, εν προκειμένω του κου Μελανίδη και της κας Αντωνιάδου.
Κατάληξη
Το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε και τους δύο λόγους ακύρωσης που περιλαμβάνονταν στην Αίτηση του Αιτητή.
Σχόλια
Το Διοικητικό Δικαστήριο διασαφηνίζει στην απόφασή του τη διάκριση των εννοιών της «συγκρότησης» και της «σύνθεσης» ενός διοικητικού οργάνου, παραπέμποντας στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 2/2016 και 7/2016 Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού και Άλλος ν. ΑΤΗΚ, ημερομηνίας 3/3/2017.
Σε σχέση με το θέμα της συγκρότησης του διοικητικού οργάνου, το Διοικητικό Δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι δεν θα μπορούσε να εξεταστεί υπό το πρίσμα της ενδεχόμενης παράβασης του Συντάγματος, καθότι ο διορισμός μελών της Επιτροπής γίνεται με διοικητικές πράξεις, οι οποίες όταν εκδίδονται βάσει Νόμου θεωρούνται κατά τεκμήριο συνταγματικές.
Σε σχέση με το θέμα της σύνθεσης του διοικητικού οργάνου, το Διοικητικό Δικαστήριο ανέδειξε με την απόφασή του ότι το μέρος που επικαλείται την κακή σύνθεση διοικητικού οργάνου φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης. Περαιτέρω, η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επιβεβαιώνει το υψηλό πρότυπο απόδειξης σε σχέση με την ύπαρξη κακής σύνθεσης ενός διοικητικού οργάνου.
[1] Σύμφωνα με το άρθρο 9(3) του Νόμου: «Δεν επιτρέπεται στον Πρόεδρο, στα άλλα τέσσερα μέλη ή στα αναπληρωματικά μέλη να έχουν οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον, δυνάμενο να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης τους κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της Επιτροπής».
[2] Σύμφωνα με το άρθρο 9(2)(β) του Νόμου: «Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει τέσσερα άλλα μέλη της Επιτροπής, προτεινόμενα από τον Υπουργό, πρόσωπα με ειδικευμένη γνώση και πείρα περί τα νομικά ή τα οικονομικά ή τον ανταγωνισμό ή τη λογιστική ή το εμπόριο ή τη βιομηχανία, ικανά να συμβάλουν στην πραγμάτωση των σκοπών του παρόντος Νόμου».