Σύγχρονα Οικονομικά Εργαλεία σε υποθέσεις Πολιτικής Ανταγωνισμού

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σε μία εποχή που χαρακτηρίζεται από την ταχεία εξέλιξη των αγορών και την εμφάνιση νέων καινοτόμων επιχειρηματικών μοντέλων ο εκσυγχρονισμός των οικονομικών εργαλείων σε υποθέσεις Πολιτικής Ανταγωνισμού καθίσταται επιτακτικός.

Το σημερινό οικονομικό τοπίο που χαρακτηρίζεται από την παγκοσμιοποίηση των αγορών, τη διάχυτη επιρροή των ψηφιακών πλατφορμών και τον αυξανόμενο ρόλο των δεδομένων στην παραγωγική διαδικασία, αναδιαμορφώνει τον ανταγωνισμό δημιουργώντας πολυσχιδείς προκλήσεις για την Πολιτική Ανταγωνισμού.

Τα παραδοσιακά οικονομικά εργαλείαπου θεμελιώνονται σε απλές σχέσεις μεταξύ της δομής, της συμπεριφοράς και των αποτελεσμάτων αδυνατούν να προσφέρουν λύσεις σε αυτές τις προκλήσεις. Θα πρέπει να εκσυγχρονιστούν και να προσαρμοστούν ώστε να παρέχουν πληρέστερη κατανόησησε σχέση με τις σύνθετες αλληλοεπιδράσεις μεταξύ των οικονομικών δρώντων σε ένα όλο και περισσότερο διασυνδεδεμένο και περίπλοκο οικονομικό περιβάλλον.

Σε ανταπόκριση με τις προκλήσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω έχουν αναπτυχθεί νέα σύγχρονα οικονομικά εργαλεία για χρήση σε υποθέσεις Πολιτικής Ανταγωνισμού. Η ανάπτυξη αυτών των εργαλείων αντανακλά την προοδευτική εξέλιξη και προσαρμογή της οικονομικής θεωρίας στο συνεχώς μεταβαλλόμενο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Τα εργαλεία αυτά, όπως για παράδειγμα η ανάλυση της κριτικής απώλειας, οι δείκτες ανοδικής πίεσης τιμών, τα μοντέλα προσομοίωσης, η μηχανική εκμάθηση και η ανάλυση μεγάλων δεδομένων, ενσωματώνουν σύγχρονη οικονομική σκέψη πέραν από τα αυστηρά πλαίσια της παραδοσιακής βιομηχανικής οργάνωσης και της κλασικής οικονομικής θεωρίας.

Ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης και χρήσης σύγχρονων οικονομικών εργαλείων έχει εμπλουτιστεί η εργαλειοθήκη των υπεύθυνων χάραξης αλλά και εφαρμογήςτης Πολιτικής Ανταγωνισμού συμβάλλοντας στη λήψη πιο καλά ενημερωμένων αποφάσεων.

Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν  ορισμένα βασικά οικονομικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται σε υποθέσεις Πολιτικής Ανταγωνισμού.

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥΣ ΣΕ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Δείκτης συγκέντρωσης Herfindahl-Hirschman Index (HHI)

Μία από τις αρχικές προκλήσεις στο σχεδιασμό και την πρακτική εφαρμογή της Πολιτικής Ανταγωνισμού αποτέλεσε η μέτρηση του βαθμού συγκέντρωσης των αγορών. Η ανάγκη αυτή προέκυψε από την αναγνώριση της σημασίας που διαδραματίζει η δομή της αγοράς σε σχέση με τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και τις επιδόσεις της αγοράς, ειδικότερα όσον αφορά την ευημερία των καταναλωτών.

Οι πρώτες προσπάθειες ποσοτικοποίησης του βαθμού συγκέντρωσης των αγορών βασίστηκαν σε απλούς δείκτες που υπολογίζουν το αθροιστικό / συνδυασμένο μερίδιο αγοράς των μεγαλύτερων επιχειρήσεων (γνωστοί στην βιβλιογραφία ως Λόγοι Συγκέντρωσης – Concentration Ratios). Οι εν λόγω δείκτες δεν μπορούν ωστόσο να δώσουν μια συνολική εκτίμηση της δυναμικής του ανταγωνισμού στην αγορά, καθότι αφενός υπολογίζονται βάσει στοιχείων των μεριδίων αγοράς ενός υποσυνόλου επιχειρήσεων και αφετέρου παραγνωρίζουν την κατανομή και κατά συνέπεια τις ενδεχόμενες ασυμμετρίες στα μερίδια αγοράς των επιχειρήσεων.

Η εισαγωγή από τους οικονομολόγους Herfindahl και Hirschman τη δεκαετία του 1950 του δείκτη συγκέντρωσης Herfindahl-Hirschman Index (γνωστού στη βιβλιογραφία ως δείκτη HHI) αποτέλεσε ένα σημαντικό ορόσημο προς την κατεύθυνση της πιο ολοκληρωμένης κατανόησης της δομής μίας αγοράς. Ο εν λόγω δείκτης υπολογίζεται από το άθροισμα των τετραγώνων των μεριδίων αγοράς όλων των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε μία αγορά. Οι τιμές του δείκτη ΗΗΙ κυμαίνονται μεταξύ 0 στην περίπτωση μιας τέλειας ανταγωνιστικής αγοράς και 10000 στην περίπτωση μιας αμιγώς μονοπωλιακής αγοράς.

Ο δείκτης ΗΗΙ θεωρείται ένα πιο αξιόπιστο και ακριβές μέτρο του βαθμού συγκέντρωσης μιας αγοράς, εφόσον λαμβάνει υπόψη και τις μικρότερες επιχειρήσεις οι οποίες ενδεχομένως να ασκούν σημαντικούς ανταγωνιστικούς περιορισμούς στη συμπεριφορά των μεγαλύτερων επιχειρήσεων. Επίσης, ο δείκτης HHI λαμβάνει υπόψη την κατανομή των μεριδίων αγοράς γεγονός που τον καθιστά πιο ευαίσθητο σε ενδεχόμενες αλλαγές στη δομή της αγοράς, π.χ. ως αποτέλεσμα συγχωνεύσεων.

Ο δείκτης HHI έχει καθιερωθεί σε διάφορες δικαιοδοσίες ως ένα κοινά αποδεκτό εργαλείο προκαταρκτικής αξιολόγησης συγχωνεύσεων επιχειρήσεων από Αρχές Ανταγωνισμού.

Αναφέρεται για παράδειγμα ότι σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά τις οριζόντιες συγκεντρώσεις επιχειρήσεων, θεωρείται πιο πιθανό να προκύψουν ζητήματα ανταγωνισμού σε αγορές όπου η δείκτης ΗΗΙ κυμαίνεται μεταξύ 1000 – 2000 και η μεταβολή του δείκτη ΗΗΙ ως αποτέλεσμα της υπό αξιολόγηση συγκέντρωσης είναι μεγαλύτερη από 250 ή σε περιπτώσεις όπου ο δείκτης ΗΗΙ είναι μεγαλύτερος από 2000 ενώ η μεταβολή του δείκτη ΗΗΙ ως αποτέλεσμα της υπό αξιολόγηση συγκέντρωσης είναι μεγαλύτερη από 150.

Επιπλέον, ο δείκτης ΗΗΙ αποτελεί χρήσιμο εργαλείο όσον αφορά τον εντοπισμό αγορών που είναι πιο επιρρεπείς για ανάπτυξη αντιανταγωνιστικών συμπεριφορών ή/και τον σχεδιασμό πολιτικών που αποσκοπούν στην προαγωγή του ανταγωνισμού μέσω της άρσης εμποδίων εισόδου που συμβάλουν στην ύπαρξη ή/και τη διατήρηση αγορών με ολιγοπωλιακή ή μονοπωλιακή δομή.

Ένα πρόσθετο σημαντικό πλεονέκτημα του δείκτη ΗΗΙ σε σχέση με τους Λόγους Συγκέντρωσης είναι η συμβατότητα του με θεωρητικά οικονομικά υποδείγματα όπως το υπόδειγμα Cournot, γεγονός που επιτρέπει την αξιολόγηση της επίδρασης διαρθρωτικών χαρακτηριστικών μίας αγοράς στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και στις επιδόσεις της αγοράς. Αυτή η αξιολόγηση είναι ιδιαίτερα σημαντική σε υποθέσεις που αφορούν την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία αλλά και σε υποθέσεις που αφορούν τον προληπτικό έλεγχο συγκεντρώσεων επιχειρήσεων.

Ελαστικότητα της ζήτησης

Ένα άλλο παραδοσιακό οικονομικό εργαλείο που χρησιμοποιείται σε υποθέσεις Πολιτικής Ανταγωνισμού είναι η ελαστικότητα της ζήτησης. Η έννοια της ελαστικότητας της ζήτησης εισήχθη από τον Alferd Marshall περί το 1890 στο βιβλίο του «Αρχές των Οικονομικών».

Η ελαστικότητα της ζήτησης μετρά την ευαισθησία της ζητούμενης ποσότητας ενός προϊόντος σε μεταβολές της τιμής του. Μία χαμηλή ελαστικότητα της ζήτησης υποδηλώνει ότι οι καταναλωτές παρουσιάζουν μικρότερη ευαισθησία σε αλλαγές των τιμών, γεγονός που δεικνύει ότι η επιχείρηση διαθέτει σε κάποιο βαθμό μονοπωλιακή ισχύ εφόσον έχει μεγαλύτερο περιθώριο αύξησης των τιμών της χωρίς τον κίνδυνο απώλειας μεγάλου όγκου πωλήσεων. Αντίθετα, μια υψηλή ελαστικότητα ζήτησης υποδηλώνει ότι οι καταναλωτές παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία σε αλλαγές των τιμών, γεγονός που δεικνύει ότι η επιχείρηση αντιμετωπίζει σημαντικούς ανταγωνιστικούς περιορισμούς στη διαμόρφωση της τιμολογιακής της στρατηγικής εφόσον η αύξηση των τιμών της σχετίζεται με υψηλό κίνδυνο απώλειας μεγάλου όγκου πωλήσεων. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτή η σχέση αντανακλάται και στον δείκτη μονοπωλιακής ισχύος Lerner.

Η ελαστικότητα της ζήτησης χρησιμοποιείται σε υποθέσεις Πολιτικής Ανταγωνισμού προκειμένου να αξιολογηθούν τα κίνητρα των επιχειρήσεων όσον αφορά την αλλαγή της τιμολογιακής στρατηγικής τους π.χ. αύξηση ή μείωση των τιμών ή εφαρμογή διακριτικών τιμών.

Η ελαστικότητα της ζήτησης είναι επίσης χρήσιμη και σε υποθέσεις που αφορούν την ποσοτικοποίηση της βλάβης των καταναλωτών ως αποτέλεσμα παραβάσεων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας. Για παράδειγμα, σε υποθέσεις καρτέλ η ελαστικότητα ζήτησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση του ύψους της υπερχρέωσης (overcharge) των καταναλωτών.

Δείκτης μονοπωλιακής ισχύος Lerner

Ένα παραδοσιακό οικονομικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την άμεση μέτρηση / ποσοτικοποίηση των ανταγωνιστικών πιέσεων που αντιμετωπίζει μια επιχείρηση, και κατ’ επέκταση του βαθμού ισχύος που κατέχει στην αγορά, είναι ο δείκτης μονοπωλιακής ισχύος Lerner. Ο εν λόγω δείκτης εισήχθη από τον οικονομολόγο Abba Lerner το 1934.

Ο δείκτης Lerner υπολογίζει τη διαφορά μεταξύ της τιμής και του οριακού κόστους (mark-up) ως αναλογία της τιμής. Μία υψηλότερη τιμή του δείκτη Lerner υποδηλώνει ότι η επιχείρηση δεν αντιμετωπίζει σημαντικούς ανταγωνιστικούς περιορισμούς και επομένως έχει τη δυνατότητα να τιμολογεί πολύ πιο πάνω από το οριακό της κόστος.

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο δείκτης Lerner μπορεί να εκτιμηθεί στη βάση στοιχείων που αφορούν τον δείκτη συγκέντρωσης HHI. Η εν λόγω εκτίμηση εδράζεται σε θεωρητικά οικονομικά υποδείγματα που συσχετίζουν το δείκτη ΗΗΙ με τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων μέσω της ποσοτικοποίησης των περιθωρίων κέρδους. Αυτή η σχέση παρέχει μια σχετικά απλή και ολοκληρωμένη άποψη σχετικά με την ανταγωνιστική ένταση σε μια αγορά.

Ο δείκτης Lerner χρησιμοποιείται σε υποθέσεις Πολιτικής Ανταγωνισμού ως ένδειξη της ισχύος των ανταγωνιστικών πιέσεων που αντιμετωπίζει μια επιχείρηση ή/και της έκτασης του περιορισμού των ανταγωνιστικών πιέσεων σε μία αγορά λόγω αλλαγής στη δομή της (π.χ. μέσω συγχώνευσης). Επιπλέον, ο δείκτης HHI αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την ποσοτικοποίηση της βλάβης των καταναλωτών λόγω αντιανταγωνιστικών πρακτικών (π.χ. εφαρμογή υπερβολικής τιμολόγησης).

Επιπρόσθετα, ο δείκτης Lerner αποτελεί εργαλείο για τον εντοπισμό των αγορών εντός των οποίων ο ανταγωνισμός δυσλειτουργεί και επομένως χρήζουν πρόσθετης διερεύνησης, ειδικότερα στην περίπτωση που τα περιθώρια κέρδους είναι άκαμπτα και παραμένουν διαχρονικά πολύ ψηλά.

Ανάλυση κριτικής απώλειας

Ένα σχετικά σύγχρονο οικονομικό εργαλείο για την αξιολόγηση των δυνητικών επιδράσεων συγχωνεύσεων επιχειρήσεων είναι η ανάλυση κριτικής απώλειας (Critical Loss Analysis). Αυτό το εργαλείο αξιολογεί την ευαισθησία των καταναλωτών σε αυξήσεις τιμών από συγκεκριμένη επιχείρηση, επιτρέποντας την πληρέστερη κατανόηση των ανταγωνιστικών πιέσεων που αντιμετωπίζει.

Ο πυρήνας της ανάλυσης της κριτικής απώλειας περιλαμβάνει την εκτίμηση της μέγιστης απώλειας όγκου πωλήσεων που θα μπορούσε να υποστεί η συγχωνευμένη οντότητα προτού η αύξηση των τιμών της μετά την συγχώνευση καταστεί οικονομικά ασύμφορη. Η ποσότητα αυτή καλείται κριτική απώλεια. Ακολούθως, γίνεται εκτίμηση της αναμενόμενης πραγματικής απώλειας που θα έχει η συγχωνευμένη οντότητα στην περίπτωση αύξησης των τιμών της μετά τη συγχώνευση. Όταν η κριτική απώλεια είναι μεγαλύτερη από την πραγματική απώλεια, η αύξηση των τιμών μετά τη συγχώνευση θεωρείται πιθανή, γεγονός που υποδηλώνει ενδεχόμενη εξασθένιση των ανταγωνιστικών πιέσεων και συνακόλουθη πρόκληση βλάβης στην ευημερία των καταναλωτών.

Ένα σημαντικό πλεονεκτήματα της ανάλυσης κριτικής απώλειας είναι ότι βασίζεται σε ένα διαισθητικά εύληπτο πλαίσιο ανάλυσης παρέχοντας ένα σαφές ποσοτικό κατώφλι για την αξιολόγηση της επίδρασης της αύξησης των τιμών. Σχετικό είναι και το ότι η διενέργεια της ανάλυσης κριτικής απώλειας δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητική σε δεδομένα. Ως εκ τούτου,η εφαρμογή της μπορεί να συμβάλει σε μία γρήγορη και έγκαιρη προκαταρκτική αξιολόγηση υποθέσεων Πολιτικής Ανταγωνισμού ακόμη και όταν η διαθεσιμότητα δεδομένων είναι σχετικά περιορισμένη.

Η ανάλυση κριτικής απώλειας χρησιμοποιείται ευρέως και για την οριοθέτηση των σχετικών αγορών, συμβάλλοντας στον εντοπισμό του μικρότερου συνόλου προϊόντων / γεωγραφικών περιοχών όπου ένας υποθετικός μονοπωλητής θα μπορούσε να εφαρμόσει επικερδώς μια μικρή και μη παροδική αύξηση στις τιμές (small-but-significant non-transient increase in prices). Αναφέρεται σχετικά ότι στην περίπτωση που η πραγματική απώλεια όγκου πωλήσεων είναι χαμηλότερη από την κριτική απώλεια πωλήσεων που απαιτείται προκειμένου η αύξηση τιμών να καταστεί οικονομικά ασύμφορη, τότε η σχετική αγορά θεωρείται ότι έχει καθοριστεί ορθά.

Δείκτες εκτροπής πωλήσεων

Ένα άλλο σχετικά σύγχρονο οικονομικό εργαλείο για την αξιολόγηση των ανταγωνιστικών επιδράσεων συγχωνεύσεων επιχειρήσεων είναι οι δείκτες εκτροπής πωλήσεων (Diversion Ratios). Η χρήση των εν λόγω δεικτών καθιερώθηκε περί τις αρχές του 2000 με τις εργασίες των οικονομολόγων Carl Shapiro and Hal Varian στην προσπάθεια τους να δημιουργήσουν ένα πιο ακριβές εργαλείο για την μέτρηση της στενότητας του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων που προσφέρουν διαφοροποιημένα προϊόντα.

Οι δείκτες εκτροπής συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση των προτιμήσεων και κατ’ επέκταση της συμπεριφοράς των καταναλωτών,ποσοτικοποιώνταςτην εκτροπή της ζήτησης από ένα προϊόν σε εναλλακτικά προϊόντα ως αποτέλεσμα μεταβολής στις σχετικές τιμές. Ένας υψηλός δείκτης εκτροπής μεταξύ δύο προϊόντωνυποδηλώνει την ύπαρξησημαντικών ανταγωνιστικών πιέσεωνμεταξύ των εν λόγω προϊόντων, λόγω της στενής υποκατάστασης που υπάρχει μεταξύ τους.

Οι δείκτες εκτροπής χρησιμοποιούνται για την οριοθέτηση της σχετικής αγοράς. Συγκεκριμένα, εάν ένα σημαντικό μέρος της ζήτησης στραφεί από το προϊόν Α στο προϊόν Β, τότε τα προϊόντα Α και Β θεωρείται ότι ανήκουν στην ίδια σχετική αγορά.

Οι δείκτες εκτροπής είναι επίσης χρήσιμοι και κατά την αξιολόγηση πιθανών πρακτικών καταχρηστικού αποκλεισμού, όπως για παράδειγμα επιθετικής τιμολόγησης. Όταν οι καταναλωτές είναι διατεθειμένοι να στραφούν σε εναλλακτικά προϊόντα που θεωρούνται στενά υποκατάστατα με το προϊόν της δεσπόζουσας επιχείρησης του οποίουη τιμή μειώνεται, τότε οι πρακτικές επιθετικής τιμολόγησης καθίστανται λιγότερο αποτελεσματικές όσον αφορά τον αποκλεισμό ανταγωνιστικών προϊόντων λόγω της περιορισμένης πιθανότητας ανάκτησης των απολεσθέντων κερδών στο μέλλον.

Μοντέλα προσομοίωσης

Τα μοντέλα προσομοίωσης συνιστούν ένα πρόσθετο οικονομικό εργαλείο που χρησιμοποιείται τις τελευταίες δεκαετίες σε υποθέσεις Πολιτικής Ανταγωνισμού. Αρχικά, αυτά τα μοντέλα ήταν σχετικά απλά και βασίζονταν σε απλοποιημένες παραδοχές. Εντούτοις, με την πρόοδο της οικονομικής θεωρίας και την βελτίωση της υπολογιστικής ισχύος λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης, τα εν λόγω μοντέλα εξελίχθηκανκαι έγιναν πιο πολύπλοκα, ενσωματώνοντας δυναμικά στοιχεία, όπως οι στρατηγικές αλληλεξαρτήσεις των επιχειρήσεων και η πιθανότητα νέας εισόδου στην αγορά. Αυτά τα στοιχεία είναι ιδιαίτερα σημαντικά καθότι συμβάλλουν στην πληρέστερη και ακριβέστερηαξιολόγηση των επιδράσεων που δύναται να έχειμία πιθανή αλλαγή στη δομή της αγοράς ή μία επιχειρηματική πρακτική στο επίπεδο του ανταγωνισμού.

Σημειώνεται ότι η επιλογή του μοντέλου προσομοίωσης γίνεται κατά περίπτωσηανάλογα με τα συγκεκριμένα ερωτήματα που χρήζουν απάντησης,τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αγοράς που εξετάζεται και τη διαθεσιμότητα δεδομένων.

Τα μοντέλα προσομοίωσης χρησιμοποιούνται σεδύσκολεςυποθέσεις συγχωνεύσεων επιχειρήσεων προκειμένου να μοντελοποιηθούν οι συνθήκες του ανταγωνισμού πριν και μετά την συγχώνευση. Αυτό συνακόλουθα επιτρέπει την εκτίμηση των ενδεχόμενων επιδράσεων της συγχώνευσηςσε κρίσιμες παραμέτρους άσκησης ανταγωνισμού, όπως είναι οι τιμές, το επίπεδο της παραγωγής, η ποικιλία και ποιότητα των προϊόντων και οι καινοτομίες.

Τα μοντέλα προσομοίωσης παρέχουν επίσης χρήσιμες πληροφορίες για το σχεδιασμό διορθωτικών μέτρων (π.χ. εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, μέτρα συμπεριφοράς), εφόσον μέσω αυτών μπορούν να προσομοιωθούν οι τρόποι με τους οποίους επιδρούν στη δυναμική του ανταγωνισμού διάφορα διορθωτικά μέτρα.

Περαιτέρω, τα μοντέλα προσομοίωσης χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων με δεσπόζουσα θέση και την αναγνώριση επιβλαβών για τους καταναλωτές πρακτικών. Για παράδειγμα, σε υποθέσεις που διερευνάται η ύπαρξη επιθετικής τιμολόγησηςτα μοντέλα προσομοίωσης προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες για την αντίδραση της δεσπόζουσας επιχείρησης σε ενδεχόμενη είσοδο μίας νέας επιχείρησης στην αγορά.

Δείκτης ανοδικής πίεσης των τιμών

Ένα σημαντικό σύγχρονο οικονομικό εργαλείο για την προκαταρκτική αξιολόγηση των επιδράσεων συγχωνεύσεων επιχειρήσεων στη λειτουργία του ανταγωνισμού είναι οι δείκτες ανοδικής πίεσης τιμών. Οι εν λόγω δείκτες αναπτύχθηκαν περί το 2010 από τους οικονομολόγους Joseph Farell και Carl Shapiro. Σε αντίθεση με ταμοντέλα προσομοίωσης, οι εν λόγω δείκτες συνιστούν ένα απλό και γρήγορα εφαρμόσιμο εργαλείο που δεν απαιτεί μεγάλο όγκο πληροφοριών ή υπολογιστική ισχύ.

Οι δείκτες ανοδικής πίεσης τιμών αξιολογούν την επίδραση που μπορεί να έχει μια συγχώνευση στα κίνητρα των υπό συγχώνευση επιχειρήσεων να αυξήσουν τις τιμές τους. Η σχετική απλότητα των εν λόγω δεικτών επιτρέπει το πρώιμο φιλτράρισμα των συγχωνεύσεων που είναι πιθανόν να προκαλέσουν σημαντική παρακώληση στον ανταγωνισμό.

Η εκτίμηση των δεικτών ανοδικής πίεσης των τιμών βασίζεται σε δεδομένα που αφορούν τους δείκτες εκτροπής μεταξύ των προϊόντων των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγχώνευση καθώς και δεδομένων που αφορούν τα περιθώρια κέρδους.

Πέραν από την αξιολόγηση των κινήτρων αύξησης των τιμών των επιχειρήσεων που συμμετέχουν σε μια συγχώνευση, οι δείκτες ανοδικής πίεσης τιμών αποτελούν πολύτιμο εργαλείο και για τον σχεδιασμό διορθωτικών μέτρων για την άμβλυνση των επιβλαβών επιδράσεων μιας συγχώνευσης, εφόσον συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση των παραγόντων που οδηγούν στις αυξήσεις των τιμών.

Επιδράσεις δικτύου

Η ανάλυση των επιδράσεων δικτύου αποτελεί ένα σημαντικό οικονομικό εργαλείο για την αξιολόγηση του ανταγωνισμού, ιδιαίτερα σε ψηφιακές αγορές όπως είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα οικοσυστήματα λογισμικού. Στην Πολιτική Ανταγωνισμού η ανάλυση των επιδράσεων δικτύου ήρθε στο προσκήνιο τη δεκαετία του 1980 με τις εργασίες των οικονομολόγων Michael Katz και Carl Shapiro.

Επιδράσεις δικτύου υπάρχουν όταν το όφελος που απολαμβάνει ο χρήστης ενός προϊόντος / υπηρεσίας συναρτάται θετικά με τον συνολικό αριθμό των χρηστών του εν λόγω προϊόντος / υπηρεσίας.

Η ανάλυση των επιδράσεων δικτύου είναι κρίσιμης σημασίας σε υποθέσεις που αφορούν ψηφιακές αγορές καθότι συμβάλλει στην πληρέστερη κατανόηση των σύνθετων αλληλεπιδράσεων μεταξύ διαφορετικών ομάδων χρηστών στο πλαίσιο δίπλευρων ή πολύπλευρων αγορών. Η εν λόγω ανάλυση μπορεί να αποκαλύψει πρόσθετους παράγοντες που συμβάλλουν στην ύπαρξη ισχύος από μέρους μιας επιχείρησης. Επιπρόσθετα, η ανάλυση επιδράσεων δικτύου μπορεί να αποκαλύψει την ύπαρξη σημαντικών εμποδίων εισόδου στην αγορά λόγω ισχυρών επιδράσεων δικτύου που απολαμβάνει μία υφιστάμενη επιχείρηση μέσω ανάφλεξης μηχανισμών ανάδρασης.

Για την ποσοτικοποίηση των επιδράσεων δικτύου υπάρχουν διάφορες μεθοδολογίες, που βασίζονται σε μοντέλαπροσομοίωσης (π.χ. επιδράσεις αλλαγής συνολικού αριθμού χρηστών / μεγέθους δικτύου, επιδράσεις εισόδου στην αγορά), ανάλυση ιστορικών δεδομένων τιμών και συσχετίσεων του οφέλους των χρηστών με τον συνολικό αριθμό των χρηστών, έρευνες αγοράς για αποκάλυψη των προτιμήσεων των καταναλωτών βάσει υποθετικών σεναρίων, ανάλυση διαστρωματικώνδεδομένων ή δεδομένων πάνελ από διαφορετικές αγορές ή που αφορούν διαφορετικές χρονικές περιόδους.

Μηχανική εκμάθηση και μεγάλα δεδομένα

Ένα από τα πιο σύγχρονα οικονομικά εργαλεία που χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο σε υποθέσεις Πολιτικής Ανταγωνισμού είναι η μηχανική εκμάθηση και η ανάλυση μεγάλων δεδομένων. Αυτά τα εργαλεία, που είναι συνυφασμένα με τις τεχνολογικές εξελίξεις, προσφέρουν νέους τρόπους ανάλυσης των συνθηκών ανταγωνισμού σε δυναμικές αγορές, διενέργειας προβλέψεων επιχειρηματικών συμπεριφορών και ρυθμιστικής εποπτείας των αγορών.

Συγκεκριμένα, η μηχανική εκμάθηση και τα μεγάλα δεδομένα χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση των αγορών και τον εντοπισμό πιθανών ανωμαλιών μέσω αναγνώρισης προτύπων συμπεριφοράς που αποκλίνουν από τα αναμενόμενα ανταγωνιστικά πρότυπα, ειδικότερα σε δυναμικές αγορές με συχνές αλλαγές των τιμών (π.χ. ψηφιακά καταστήματα, διαδικτυακές κρατήσεις ξενοδοχείων / αεροπορικών εισιτηρίων) ή/και αγορές με επιδράσεις δικτύου. Για παράδειγμα, μέσω αλγόριθμων για την παρακολούθηση δεδομένων τιμολόγησης μπορεί να διαπιστωθεί η πιθανή ανάπτυξη σύμπραξης στην αγορά ή η εφαρμογή επιθετικής τιμολόγησης από δεσπόζουσα επιχείρηση.

Ένα πλεονέκτημα της μηχανικής εκμάθησης είναι η ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων σε πραγματικό χρόνο, κάτι το οποίο μπορεί να συμβάλει στον πιο έγκαιρο εντοπισμό αντιανταγωνιστικών πρακτικών.

ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Συμπερασματικά, διαπιστώνεται ότι τα οικονομικά εργαλεία που δύνανται να χρησιμοποιηθούν σε υποθέσεις Πολιτικής Ανταγωνισμού έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, επιτρέποντας στους υπεύθυνους χάραξης ή/και εφαρμογής της Πολιτικής Ανταγωνισμού να έχουν μια πιο εκλεπτυσμένη και ακριβή κατανόηση  των σύγχρονων αγορών και κατ’ επέκταση να λαμβάνουν πιο καλά ενημερωμένες και αποτελεσματικές αποφάσεις.

Ομιλία του Δρ. Παναγιώτη Αγησιλάου στο πλαίσιο της εναρκτήριας ημερίδας του του ερευνητικού έργου «LΑw ProfessionalsEconomics Training» (LAPET) που πραγματοποιήθηκε στις 11/3/2024 στο Θεμιστόκλειο Συγκρότηματου Πανεπιστημίου Πειραιώς.

Το LAPET είναι ένα διετές ερευνητικό πρόγραμμαμε θέμα την αναβάθμιση των οικονομικών γνώσεων σε επαγγελματίες παροχής νομικώνυπηρεσιών (δικηγόροι, νομικοί σύμβουλοι, δικαστές, εισαγγελείς, συμβολαιογράφοι, βοηθοίδικηγορικών γραφείων, κ.λ.π). Το έργο υλοποιείται από το Πανεπιστήμιο Πειραιώς, με τησυνεργασία του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς και της συμβουλευτικής εταιρείας ΤrojanEconomics. Χρηματοδοτείται από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας(ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ) στο πλαίσιο της Δράσης «Ενίσχυση Βασικής και Εφαρμοσμένης Έρευνας» τουΤαμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

 Για περισσότερες πληροφορίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επισκεφθούν την ιστοσελίδατου έργου https://lapetunipi.freshid.gr/

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: ,