Ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις ως προς το πλαίσιο συζήτησης για τις πολιτογραφήσεις σε αναμονή της δημοσιοποίησης του ενδιάμεσου πορίσματος της τετραμελούς επιτροπής Νικολάτου, Ιωάννου, Καλογήρου, Κυριάκου.
Α. Πολλά από τα δομικά προβλήματα που αφορούν στο πλαίσιο των πολιτογραφήσεων έχουν ήδη καταστεί αντιληπτά από την ανάγνωση του πορίσματος Καλογήρου που είχε προηγηθεί, καθώς και από την έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Υπήρξε δημόσια συζήτηση τις τελευταίες μέρες κατά πόσο οι εν λόγω πολιτογραφήσεις είναι πράξεις κυβερνήσεως ή διοικητικές πράξεις. Δεν είναι πράξεις κυβερνήσεως και αντιλαμβάνομαι πως αυτό είναι το συμπέρασμα και της επιτροπής. Όμως το ερώτημα δεν έχει σε κάθε περίπτωση μεγάλη σημασία. Οι εν λόγω πολιτογραφήσεις δεν έχουν προσβληθεί στο Διοικητικό Δικαστήριο και η προθεσμία έχει παρέλθει. Άλλωστε κατά κανόνα πράξεις πολιτογράφησης προσβάλλονται επί άρνησης χορήγησης πολιτογράφησης, εφόσον επί χορήγησης πολιτογράφησης δεν υπάρχει ενδιαφερόμενος για να προσφύγει. Εν προκειμένω δεν είναι όμως το ζήτημα η προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, ούτε και κατά πόσο το δικαστήριο θα είχε δικαιοδοσία προς εξέταση αυτών των υποθέσεων. Είναι γνωστή η νομολογία ότι το κράτος έχει ευρεία εξουσία σε θέματα πολιτογραφήσεων (νοουμένου φυσικά ότι υπάρχει νομοθεσία που να το επιτρέπει), και το διοικητικό δικαστήριο καλείται να εξετάσει συγκεκριμένα ζητήματα και μόνο. Αλλά δεν είναι αυτό το κύριο θέμα εδώ.
Β. Ένα από τα βασικά στοιχεία που επιβεβαιώνονται στο πόρισμα είναι πως η χορήγηση υπηκοοτήτων στα μέλη της οικογένειας των πολιτογραφηθέντων είχε γίνει καθ’ υπέρβαση του νόμου. Οι περιπτώσεις των μελών της οικογένειας των πολιτογραφηθέντων φαίνεται να καλύπτουν την πλειοψηφία των παράνομων πολιτογραφήσεων. Το νομικό κενό είχε βέβαια τελικά εντοπιστεί και μάλιστα ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ο περί Αρχείου Πληθυσμού (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμος του 2020 (Ν.113(I)/2020), με τον οποίο δόθηκε εκ του νόμου εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να πολιτογραφεί τα μέλη της οικογένειας των αλλοδαπών επιχειρηματιών και επενδυτών. Η εκ των υστέρων ψήφιση της εν λόγω νομοθεσίας υποδηλώνει ότι το θέμα αφορούσε περισσότερο σε έλλειψη νομικού πλαισίου κατά τον ουσιώδη χρόνο, παρά σε διαφωνία της Βουλής. Ως θέμα πολιτικής βέβαια το ερώτημα είναι κατά πόσο όντως είναι επιθυμητό να αποκτούν αυτόματα υπηκοότητα μέλη της οικογένειας ενός επενδυτή απλώς και μόνο διότι ο ίδιος αξιοποιεί ένα επενδυτικό σχέδιο. Προσωπικά δεν έχω πειστεί ως προς την λογική μιας παρόμοιας πολιτικής, η οποία είχε υιοθετηθεί ως θέμα πρακτικής από την κυβέρνηση και τελικά από τη Βουλή, και συμμερίζομαι σε μεγάλο βαθμό τις παρατηρήσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ως προς αυτό το σημείο. Άλλωστε μια παρόμοια ρύθμιση είναι προφανές ότι δημιουργούσε δυνατότητα λήψης υπηκοότητας από μέλη της οικογένειας χωρίς να υπόκεινται στους μηχανισμούς ελέγχου ή και παράκαμψης των μηχανισμών ελέγχου μέσα από υποβολή της αίτησης από άλλο πρόσωπο και εμφάνισης του ‘προβληματικού’ επενδυτή ως μέλους της οικογένειας. Κυρίως όμως δεν είναι σαφές γιατί θα έπρεπε να δίνονται αυτόματα διαβατήρια και στα μέλη της οικογένειας στο πλαίσιο ενός επενδυτικής φύσης προγράμματος. Το βασικό ερώτημα αφορά πάντως στην ικανότητα των μηχανισμών ελέγχου να εντοπίσουν το νομοθετικό κενό κατά τον ουσιώδη χρόνο. Προφανώς τελικά το κενό εντοπίστηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών, και για αυτό έγινε και η τροποποίηση του νόμου. Αλλά αυτό έγινε μετά από χρόνια και αφού χιλιάδες υποθέσεις είχαν τύχει αξιολόγησης σε κενό νόμου. Ακόμα και η Ελεγκτική Υπηρεσία, η οποία εντόπισε ορθά πολλά από τα προβλήματα, τα εντόπισε εκ των υστέρων σε ειδική έρευνα όταν πλέον είχαν καταστεί σαφείς οι διαστάσεις του προβλήματος, και η νομοθεσία είχε τροποποιηθεί, ενώ δεν τα εντόπισε κατά την σύγχρονη έρευνα που διεξάγει στα διάφορα υπουργεία. Φαίνεται πως υπήρχε από το 2015 γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας για το θέμα, πλην όμως αυτή δεν λήφθηκε υπόψη, χωρίς να διευκρινίζονται οι λόγοι.
Γ. Τέθηκε ζήτημα κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί να εξετάσει το πόρισμα καθότι έχει σύγκρουση συμφέροντος μια και διετέλεσε μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου κατά τον ουσιώδη χρόνο. Είναι βέβαια γεγονός πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν εξέταζε τους φακέλους των πολιτογραφήσεων, αλλά απλώς (όπως είναι και ευρύτερα η πρακτική) λάμβανε μια παράγραφο από το Υπουργείο Εσωτερικών ως καταληκτικό συμπέρασμα για να εγκρίνει και πως επομένως η συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα υπήρξε τυπική και μόνο. Η σύγκρουση συμφέροντος είναι εντούτοις υπαρκτή. Αυτό δεν συνεπάγεται όμως πως ο Γενικός Εισαγγελέας κωλύεται να ασκήσει τις αρμοδιότητές του, ούτε και είναι θέμα «δικαίου της ανάγκης». Όταν ένα όργανο είναι μοναδικό, ώστε μια πράξη να μην μπορεί να εκδοθεί από άλλο κατά νόμο αρμόδιο όργανο, τότε είναι γενική αρχή και του διοικητικού δικαίου (άρθρο 42 ν. 158(Ι)/99) ότι η σύγκρουση αίρεται, και αυτή η αρχή εφαρμόζεται και γενικότερα στο δίκαιο (όπως εδώ που ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είναι διοικητικό όργανο) και στα άλλα κράτη. Θεωρώ όμως πως το ζήτημα εδώ δεν είναι νομικό, αλλά έχει ευρύτερες διαστάσεις και είναι σε εκείνο το πλαίσιο που θα πρέπει να ιδωθεί. Υπάρχει σαφώς έλλειψη εμπιστοσύνης του κοινού απέναντι στους θεσμούς και θα πρέπει οι θεσμοί να καταβάλλουν προσπάθειες να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη του κοινού. Η δική μου γνώμη επομένως είναι πως θα ήταν ορθότερο αν ο Γενικός Εισαγγελέας είτε ανέθετε στους Εισαγγελείς να αξιολογήσουν δεσμευτικά το πόρισμα (ανάλογα είχε πράξει π.χ. ο Κώστας Κληρίδης όταν τον είχε κατηγορήσει αβάσιμα ο Ρίκκος Ερωτοκρίτου για πράξεις διαφθοράς) ή και σε ανεξάρτητους ιδιώτες δικηγόρους που δεν είχαν εμπλοκή στις υποθέσεις των πολιτογραφήσεων. Το φαίνεσθαι είναι πολλές φορές εξίσου σημαντικό με το είναι και είναι ουσιώδης η διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού απέναντι στους θεσμούς.
Δ. Τα δομικά προβλήματα που παρατηρήθηκαν και στο επενδυτικό πρόγραμμα των πολιτογραφήσεων, όπως και σε τόσες άλλες περιπτώσεις τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν κοινά χαρακτηριστικά: α) εισάγεται ένας μηχανισμός τόνωσης της οικονομίας (π.χ. επενδυτικό πρόγραμμα, χρηματιστήριο, χαμηλότοκα τραπεζικά δάνεια, αξιόγραφα κοκ), β) το θεσμικό πλαίσιο είναι ανεπαρκές ή δεν τηρείται, γ) η πλειοψηφία του λαού το αντιμετωπίζει ως ευκαιρία για γρήγορο πλουτισμό και στο τέλος απογοητεύεται, δ) ορισμένοι φορείς ή και ιδιώτες καταχρώνται το σύστημα αδιαφορώντας για τις συνέπειες στην ευρύτερη κοινωνία ή οικονομία, ε) ο μηχανισμός καταρρέει με οδυνηρές συνέπειες για την οικονομία και το δημόσιο συμφέρον, στ) εκείνοι που καταχράστηκαν το σύστημα προχωρούν ανενόχλητοι στην κατάχρηση του επόμενου μηχανισμού, ζ) ο λαός απογοητευμένος μηδενίζει τα πάντα, φθάνοντας συχνά και σε ακραίες διαπιστώσεις, και μετατρέποντας στη συνείδησή του τους προηγούμενους ‘ήρωες’ σε ‘απατεώνες’. Οι ‘πανέξυπνοι, πρωτοπόροι, ικανότατοι, πολύπειροι στυλοβάτες της οικονομίας’ διευθυντές τραπεζών μετονομάστηκαν σε μια νύχτα σε ανίκανα golden boys που θα έπρεπε να διωχθούν ποινικά ως ‘απατεώνες’, ενώ οι ‘πολυμήχανοι, τολμηροί, με διεθνή τεχνογνωσία και εμπειρία’ πάροχοι υπηρεσιών (δικηγόροι, ελεγκτές, εργολήπτες) αντιμετωπίστηκαν ως διεφθαρμένοι και κατ’ επάγγελμα ψεύτες που ξέρουν να κάνουν μόνο ξέπλυμα χρήματος και να διαπράττουν οποιαδήποτε ποινικά αδικήματα στο βωμό του κέρδους.
Ε. Η ουσία είναι πως χρειαζόμαστε άλλη προσέγγιση γενικά Σε ένα άλλο πόρισμα, το πόρισμα Πολυβίου, ο Πολυβίου κατέληγε στις ευρύτερες διαπιστώσεις του (ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης περίπτωσης) πως το βασικότερο πρόβλημα ήταν πως το κράτος αντιμετωπίζεται πλέον από τον πολίτη με επιφύλαξη, αν όχι εχθρικά και πως η άποψη των πολιτών είναι πως το κράτος, αντί να επιλύει προβλήματα, τα δημιουργεί διότι έχει αλωθεί από τα κόμματα και άλλα οργανωμένα συμφέροντα ώστε να μετατραπεί σε όμηρο των συμφερόντων αυτών. Αυτό παραμένει το θεμελιώδες πρόβλημα, ανεξαρτήτως αντικειμένου συζήτησης, και δεν είναι θέμα παρούσας κυβέρνησης ή παρούσας αντιπολίτευσης, αλλά διαχρονικό. Πώς θα πετύχουμε την άλλη προσέγγιση; Δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές, ούτε και έχει πετύχει οποιοδήποτε κράτος να επιλύσει πλήρως παρόμοια προβλήματα. Περιορίζομαι όμως σήμερα σε τρία βασικά συστατικά:
α) Διαφάνεια. Έχω ξανά αναφερθεί στην ανάγκη άμεσης υλοποίησης ενός προγράμματος Διαύγειας για διαφάνεια της δημόσιας διοίκησης. Ακόμα και στο απλό επίπεδο των γνωματεύσεων της Νομικής Υπηρεσίας, που αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι παράλογο το 2021 να δημοσιεύονται ακόμα και στην Ελλάδα αμέσως όλες οι γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αλλά οι γνωματεύσεις της Νομικής Υπηρεσίας να παραμένουν μυστικές,
β) Επιστροφή στον πρωταρχικό συνταγματικό κανόνα ότι όλοι οι θεσμοί και η δημόσια διοίκηση καλούνται να υπηρετήσουν το κοινό καλό ως θέμα ουσιαστικής συνειδητοποίησης του τρόπου καθημερινής δράσης και δημόσιου λόγου. Αυτό επηρεάζει τρόπους συμπεριφοράς και τον δημόσιο λόγο και δράση κυβέρνησης, θεσμών και κομμάτων, τρόπο αντιμετώπιση του πολίτη από τη δημόσια διοίκηση, αλλά και την προσέγγιση του πολίτη απέναντι σε αυτούς που εκλέγει.
γ) Τιμωρία των ενόχων όπου υπάρχουν και αποφυγή ισοπέδωσης: η ισοπέδωση είναι το ίδιο προβληματική με την ατιμωρησία. Αν όλοι φταίνε, τότε δεν φταίει κανένας. Δεν είναι όλοι όσοι ασχολήθηκαν με πολιτογραφήσεις απατεώνες, ούτε όλοι οι πολιτικοί διεφθαρμένοι, ούτε όλοι οι δικαστές ανίκανοι, ούτε όλες οι πράξεις ή παραλείψεις δημοσίων λειτουργών λόγος παραίτησης του αρμόδιου διευθυντή, υπουργού κοκ. Με την ατιμωρησία χάνουμε την εμπιστοσύνη και καταλήγουμε αναπόφευκτα στην ισοπέδωση, συντηρώντας ένα φαύλο κύκλο που δεν μπορεί ποτέ να θεραπευθεί.
Είναι ίδια η ευθύνη πολιτείας/κράτους/κομμάτων/θεσμών με αυτή των πολιτών; Προφανώς και όχι. Οι θεσμοί είναι εκείνοι που δίνουν το παράδειγμα, που θέτουν το πρότυπο. Αν οι θεσμοί δώσουν το παράδειγμα ότι η ζωή είναι αυτοσκοπός και ο βίος φιλοτομάρης, τότε ‘πως να μην κλέψει ο Κοσκωτάς, αφού ένα όραμα κονόμας και ευζωίας και ανόδου ήταν το μέτρο ολονών μας’.