Η έννοια της διπλότητας κατηγορίας (duplicity of charge) – ή άλλως πολλαπλότητας οσάκις η κατηγορία που εμφαίνεται στο κατηγορητήριο εμπεριέχει περισσότερα των δύο αδικημάτων – συνίσταται σε εδραιωμένη νομική αρχή καθώς έχει αποτελέσει αντικείμενο κρίσης των πλείστων ημεδαπών και αλλοδαπών ποινικών υποθέσεων.
Γενικά ομιλούντες η διπλότητα ή πολλαπλότητα – εφεξής αμφότερες θα αναφέρονται ως «πολλαπλότητα» – κατηγορίας δεν πλήττει αφ’ εαυτής την ποινική διαδικασία, εντούτοις η ύπαρξη της δυνατό να συγχύσει τον κατηγορούμενο ως προς το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται, εν τοιαύτη δε περιπτώσει αυτός θα απαλλαχθεί από την πάσχουσα κατηγορία, νοουμένου ότι το δικαστήριο εν τη ασκήσει της ευχέρειάς του, για την άσκηση της οποίας ερείδεται στην νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (δόγμα του stare decisis), δεν κρίνει πρόσφορο να τροποποιήσει την εν λόγω κατηγορία.
Η ύπαρξη πολλαπλότητας σαφώς είναι θέμα ερμηνείας του σχετικού ποινικού νομοθετήματος επί του οποίου συντάχθηκε η εμπεριεχομένη στο κατηγορητήριο κατηγορία τουτέστιν∙ κατά πόσο το αυτό νομοθέτημα αποκαλύπτει πέραν του ενός αδικήματος. Καίτοι το δικαστήριο δεν θα αναλωθεί σε μία αυστηρώς αναλυτική ερμηνεία της νομοθετικής πρόνοιας αλλά θα υιοθετήσει μία πρακτική διάθεση, υπό το φως της κοινής λογικής και του τι είναι δίκαιο υπό τις περιστάσεις (βλ. DPP v Merriman [1973] AC 584, Wilson [1979] 69 Cr App. R. 83 και Blackstone’s Criminal Practice, Lexis παράγραφος D11.48). Τονίζεται, επίσης, ότι η ύπαρξη πολλαπλότητας συναρτάται με το λεκτικό της κατηγορίας, η δε προσκόμιση μαρτυρίας δεν λαμβάνεται , κατ’ αρχήν, υπόψη δια σκοπούς απόφανσης περί την ύπαρξη πολλαπλότητας (βλ. Greenfield [1973] 3 All ER 1050 και Mintern [2004] EWCA Crim 7).
Σε περίπτωση, όμως, όπου κατά την προσκόμιση της μαρτυρίας από την κατηγορούσα αρχή, προκύψουν περισσότερα του συνταχθέντος στην συγκεκριμένη κατηγορία αδικήματα, τότε ενδέχεται, αυστηρά ομιλούντες, το κατηγορητήριο να μην θεωρηθεί πολλαπλό, εντούτοις, νοουμένου ότι το δικαστήριο δεν τροποποιήσει το κατηγορητήριο άροντας, έτσι, την προκληθείσα αναντιστοιχία, ο κατηγορούμενος θα αθωωθεί, καθότι η κατηγορούσα αρχή θα αποτύχει να αποδείξει την ενοχή του, ως προς το συνταχθέν αδίκημα (βλ. Griffiths [1966] 1 QB 589 όπου από τη μαρτυρία προέκυψαν αδικήματα συνομωσίας μεταξύ διάφορων προσώπων, αλλά όχι ένα αδίκημα συνομωσίας αφορόν το σύνολο αυτών των προσώπων ως αναφερόταν στο κατηγορητήριο) – καίτοι δεν παραγνωρίζεται η δυνατότητα καταδίκης, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, για τα προκύπτοντα εκ της δοθείσας μαρτυρίας αδικήματα (βλ. εδάφια (1), (2), (3) του άρθρου 85 κεφ. 155). Η προηγηθείσα στην Griffiths κατάσταση, έχει χαρακτηρισθεί και ως οιωνεί πολλαπλότητα, «quasi duplicity» (βλ. Blackstone’s (supra) παράγραφο D. 11.57 et seq). Το Ανώτατο Δικαστήριο με παραπομπή στις αποφάσεις R. v. Greenfield (άνω), R. v. Ballysingh [1953] 37 Cr. App. Rep. 28, Jemmison v. Puddle [1972] 56 Cr. App. Rep. 229 τόνισε ότι «αποτελεί αντικείμενο συζήτησης αν ο όρος “πολλαπλότητα” ταιριάζει μόνο στην περίπτωση που το ίδιο το κατηγορητήριο περιέχει περισσότερα του ενός αδικήματα ή αν δικαιολογείται να χρησιμοποιείται και στην περίπτωση που προκύπτει από τη μαρτυρία … ». Mολαταύτα αναγνώρισε ότι «εκείνο που τελικά έχει σημασία είναι πως και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ελάττωμα με όμοιες ενδεχομένως συνέπειες ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης». (βλ. Ηλίας Χαραλάμπους (1994) 2 Α.Α.Δ. 14).
Η ως άνω τοποθέτηση του Ανωτάτου στην Χαραλάμπους, ήτοι η σκοπούμενη παράλειψη οριοθέτησης των περιστάσεων που εμπίπτουν στην έννοια της πολλαπλότητας, ενισχύεται έτι περεταίρω ένεκα της αμφίσημης χρήσης της ρηθείσας έννοιας ανά την νομολογία. Ενδεικτικά και μόνον, μνημονεύεται ότι παρόλο που η πολλαπλότητα αναγόταν στη συνένωση ή σύζευξη πέραν του ενός αδικήματος σε μία κατηγορία, η δε αβεβαιότητα (uncertainty), συνίστατο όταν δύο ή παραπάνω αδικήματα συντάσσονταν διαζευκτικά σε μία κατηγορία, έχει αναγνωριστεί ότι ένα κατηγορητήριο που διαπνέεται από αβεβαιότητα, ως ορίζεται παραπάνω, δυνατό, επίσης, να χαρακτηρισθεί ως πολλαπλό, “duplex” (βλ. Linehan v Australian Public Service [1982] FCA 198 για τις ιστορικές καταβολές της πολλαπλότητας).
Έπεται, λοιπόν, ότι η περί ης ο λόγος έννοια έχει χρησιμοποιηθεί, για κάποιους ίσως αδόκιμα, με ελαστικό τρόπο και, συνεπώς, η προσπάθεια θεσμοθέτησής της αποβαίνει, σαφώς όχι σε αδύνατο έργο, αλλά ίσως ακαδημαϊκού μόνο ενδιαφέροντος, το οποίο εκπίπτει της δικαστικής λειτουργίας. Σημειώνεται ότι, η πιο πάνω παράλειψη του Ανωτάτου, συνοδευόμενη από την επισήμανση ότι βαρύνων ρόλο ενέχουν οι συνέπειες του ελαττώματος, αναδεικνύει, για ότι ενεστώτως συζητείται, την σοφία που επέδειξε, στρέφοντας, τους επιφορτισμένους με την υπεράσπιση του κατηγορούμενου λειτουργούς της δικαιοσύνης, κυρίως, σε εκτενής επιχειρηματολογία περί την σύγχυση, ή άλλως δυσμενή επηρεασμό, στη διαμόρφωση υπεράσπισης.
Πολύ εύστοχα ο έντιμος δικαστής Πικής, ως ήταν τότε, αποτυπώνει στην 2η Αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου «Criminal Procedure Ιn Cyprus 1975», σελ. 103 την τάση της νομολογίας αναφορικά με την ύπαρξη πολλαπλότητας στις ακόλουθες γραμμές:
« … καθιστά την κατηγορία ελλαττωματική, δυνάμενη να οδηγήσει σε ακύρωση καταδίκης όπου η Υπεράσπιση επηρεάστηκε δυσμενώς εκ του γεγονότος.» Στην σελίδα 126 του εν λόγω συγγράμματος συνεχίζει ότι «τέτοιο ενδεχόμενο είναι δυνατόν να προκύψει εάν μία εντελώς νέα κατηγορία αναφύεται [η οποία] δεν θα μπορούσε εύλογα να προβλε[πτεί].»
Περί δυσμενούς επηρεασμού βλ. επίσης, μεταξύ άλλων, τις Παπαδόπουλος (2006) 2 ΑΑΔ 111, Ανδρονίκου (2008) 2 ΑΔΔ 486 και Marcos Panteli (1985) 2 ΑΑΔ 205.
Πράγματι, η θεώρηση των συνεπειών του ελαττώματος, εν προκειμένω της πολλαπλότητας, ανάγει αυτήν σε συνιστώσα εχέγγυο της συνταγματικής επιταγής «ου δις δικάζειν» (βλ. άρθρο 12(2) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας), ως η τελευταία εκφαίνεται, μεταξύ άλλων, στα δόγματα του autrefois acquit ή convict (βλ. Ακκελίδου (2005) 2 ΑΑΔ 249 και Ανδρονίκου για τα τελευταία).
Εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο, ως τονίστηκε σε παραπάνω σημεία, διατηρεί, το δικαίωμα να τροποποιήσει τις πάσχουσες κατηγορίες (βλ. άρθρο 83 και 85(4) κεφ. 155), δυνατότητα συνάδουσα με την ανάγκη διαφύλαξης της ποινικής δίκης και όχι με την ετεροβαρή αντιμετώπιση των διαδίκων. Όσο, όμως, η ποινική διαδικασία προχωράει, απομακρύνεται η πιθανότητα τροποποίησης του κατηγορητηρίου, καθότι εντείνεται το ενδεχόμενο δυσμενούς επηρεασμού της υπεράσπισης (βλ. R v Johal (1972) AII ER 449). Τονίζεται, ειρήσθω εν παρόδω, ότι η δυνατότητα παραχώρησης περαιτέρω λεπτομερειών όπου παρατηρείται ανεπάρκεια στις λεπτομέρειες του εκτιθέμενου στο κατηγορητήριο αδικήματος (βλ. Lanitis (1995) 2 ΑΔΔ 226) ίσως να αποτελέσει ενναλακτική οδό από αυτήν της τροποποίησης της ανεπαρκούς κατηγορίας (βλ. Criminal Procedure In Cyprus (supra) σελ. 127).
Η δυνατότητα ένστασης ένεκα πολλαπλότητας δυνατό να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (βλ. μεταξύ άλλων Φώτης Παπαφώτης (1989) 3 Α.Α.Δ. 1302 και Α. Σ. Κοιλιάρης Λτδ (1998) 2 Α.Δ.Δ 194). Πολλάκις δε συνήγοροι υπεράσπισης, προσηκόντως των δοθέντων της Johal, ηθελημένα παρέλειπαν να εγείρουν την αυτή ένσταση παρά μόνο σε κατοπινό στάδιο της ποινικής δίκης, ούτως ώστε να αυξήσουν τις πιθανότητες άρνησης τροποποίησης του κατά τα άλλα πάσχοντος κατηγορητηρίου, νομιζόμενοι ότι θα «εργαλειοποιούσαν» την ποινική διαδικασία δια ίδιον όφελος, ή ορθότερα του εντολέα τους. Παρόλα αυτά, η νομολογία, ως αενάως διαμορφώνεται, κλήθηκε να τοποθετηθεί επί αυτών των πρακτέων (βλ. Asif (1982) 82 Cr App R 123). Σε αυτή την υπόθεση το αγγλικό ποινικό δικαστήριο υπογράμμισε την απαρέσκεια του εν σχέσει με τον χειρισμό της υπόθεσης από την υπεράσπιση, καθότι «[the councel] had deliberately postponed his application to quash the indictment until the end of the case for the prosecution. He did this because if he had applied at the outset of the trial and had been successful, then the likelihood, would have been that the indictment would have been amended.»
(σε ελεύθερη μετάφραση):
« [ο συνήγορος] σκόπιμα καθυστέρησε την αίτηση του για παραμερισμό του κατηγορητηρίου μέχρι το τέλος της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή. Το έκανε αυτό επειδή εάν είχε κάνει την αίτηση εξ υπαρχής της δίκης και ήταν επιτυχής, τότε θα ήτο πιθανό, το κατηγορητήριο να τροποποιηθεί.»
Σημειωτέο ότι, τα σχόλια του Archbold 2009 επί της ρηθείσας υπόθεσης υιοθετήθηκαν από κυπριακά δικαστήρια (βλ. τις πρωτόδικες υποθέσεις 1646/2015, 10260/08 και 4405/11).
Ο συλλογισμός της Asif επιρρωνύεται από την απόφαση του εφετείου του Χονγκ Κονγκ στην υπόθεση AG v Yeung Kwok Sang [1998] HKCA 76, όπου ο δικάσας την υπόθεση δικαστής, υιοθετώντας τα λόγια αδελφού δικαστή, αναφέρει:
«This Court can see no justification for the tactical postponement of a motion to quash an indictment, the only result of which would be to incur unnecessary public expense and hardship to the accused involved in the abortive trial. Such a practice ought, in our judgment, firmly to be discouraged.»
(σε ελεύθερη μετάφραση):
«Αυτό το δικαστήριο δεν βλέπει αιτιολογία περί την τακτική της καθυστέρησης μίας αίτησης για παραμερισμό του κατηγορητηρίου, το μόνο αποτέλεσμα θα ήτο να επιφέρει μη αναγκαία σπατάλη του δημοσίου χρήματος και δυσκολία στον συμπεριληφθέντα στην ανεπιτυχώς εξελιχθείσα δίκη, κατηγορούμενο. Τέτοια πρακτική πρέπει, κατά την κρίση μας, ακράδαντα να αποθαρρύνεται.»
Καταληκτικά, οι ως άνω γενικές αρχές, οι οποίες δεν εξαντλούν την εδώ συζήτηση , φρονώ, αφενός μεν, ότι διαδραματίζουν εργαλεία της ποινικής δικαιοσύνης σκοπούμενα να διασφαλίσουν την ανεπηρέαστη για τα δικαιώματα του κατηγορούμενου δίκη, αφετέρου δε, ότι αναδεικνύουν την ελαστικότητα της νομολογίας η οποία πάντοτε προσπαθεί να επιβάλλει στα θεσμικά μέρη της δίκης όπως εμφορούνται με τα οικεία και αποδεκτά προς την ποινική διαδικασία ελατήρια.