Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα, κι όχι μόνον, όταν συζητούν περί διεθνούς δικαίου ή/και διεθνούς πολιτικής αποδέχονται «καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος», όπως ακριβώς και οι αρχαίοι Αθηναίοι της εποχής του σοφιστή Πρωταγόρα. Ακόμη, όμως, κι έτσι είναι αναγκαίο να προσπαθήσουμε με σχετική νηφαλιότητα, αξιοποιώντας τις πηγές του νομικού δόγματος, να προσεγγίσουμε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα μιας ενδεχόμενης ( ; ), ελληνο-τουρκικής προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης (ΔΔΔ) με σκοπό την οριστική επίλυση της διαφοράς θαλάσσιας οριοθέτησης που υφίσταται μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, συμπληρώνει δε φέτος αισίως τα σαράντα έξι έτη διεθνο-πολιτικού βίου. Στο κείμενο που ακολουθεί, αφήνοντας κατά μέρος τις πολιτικές εκτιμήσεις σχετικά με το αδόκητο μιας τέτοιας κοινής προσφυγής, εξετάζονται μερικά βασικά ζητήματα διεθνούς δικαίου (δικαιοδοσίας και δικαίου της θάλασσας), με σκοπό έναν ευσύνοπτο αναστοχασμό σχετικά με τα όσα έχουν δει τους δύο τελευταίους μήνες το φως της δημοσιότητας και τη διαρκώς ενισχυόμενη δημόσια συζήτηση σχετικά με την προτιμότερη επιλογή της Χάγης.
Η δυνατότητα υπαγωγής μιας διεθνούς διαφοράς στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου θεμελιώνεται (α) στην ύπαρξη μιας ειδικής συμβατικής ρήτρας που προνοεί σχετικώς (βλ. λ.χ. το Άρθρο ΙΧ της Σύμβασης για την Πρόληψη και την Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας 1948), (β) στην προσχώρηση με μονομερή δήλωση υπό τον όρο της αμοιβαιότητας (και συγκεκριμένους, κάθε φορά, περιορισμούς κατά χρόνον και καθ’ ύλη) στην προαιρετική ρήτρα υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Άρθρου 36(2) του Καταστατικού του ΔΔΔ, (γ) στην υπογραφή μιας ειδικής δικονομικής συμφωνίας (συνυποσχετικού), δια της οποίας δύο ή/και περισσότερα κράτη αποδέχονται αναφορικά με ορισμένη υπόθεση την δικαιοδοτική εξουσία του ΔΔΔ (βλ. ειδικές συμφωνίες Σλοβακίας-Ουγγαρίας στην υποθ. Gabčíkovo-Nagymaros, Μαλαισίας-Σιγκαπούρης στην υποθ. Pedra Branca).
Αναφορικά με την πρώτη επιλογή, πρέπει να επισημάνουμε ότι η Ελλάδα είναι η μόνη από τις εμπλεκόμενες χώρες (Τουρκία και −εσχάτως− Λιβύη) που έχει επικυρώσει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας 1982 (ΣΔΘ). Μάλιστα, η Ελλάδα με τη ρηματική διακοίνωση της 24ης Νοεμβρίου 1995 (CN.290.1995, §3), επέλεξε, σύμφωνα με το Άρθρο 287 ΣΔΘ, να υπαγάγει τις διαφορές που αναφύονται κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της ΣΔΘ στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου για το Δίκαιο της Θάλασσας (ITLOS) με έδρα το Αμβούργο. Κατόπιν, βέβαια, με νεότερη ρηματική διακοίνωση της 16ης Ιανουαρίου 2015 (CN.32.2015), η Ελληνική Δημοκρατία, ασκώντας τα δικαιώματα που της παρέχει το Άρθρο 298(1) ΣΔΘ, εξαίρεσε εντελώς από κάθε μηχανισμό διευθέτησης που περιγράφει η ΣΔΘ –μεταξύ άλλων− τις διαφορές που αφορούν την ερμηνεία και εφαρμογή των Άρθρων 15 (οριοθέτηση χωρικής θάλασσας), 74 (οριοθέτηση αποκλειστικής οικονομικής ζώνης/ΑΟΖ) και 83 (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας) ΣΔΘ, ήτοι το σύνολο των διατάξεων που διέπουν την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών μεταξύ κρατών με αντικείμενες ή παρακείμενες ακτές.
Επιπρόσθετα, η Ελλάδα είναι η μόνη που έχει μονομερώς αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του ΔΔΔ (CN.30.2015, προηγούμενα CN.13.1994). Σύμφωνα δε με την πιο πρόσφατη ρηματική διακοίνωση της 15ης Ιανουαρίου 2015, η Ελλάς έχει δηλώσει ότι αποδέχεται μονομερώς τη δικαιοδοσία του ΔΔΔ για όλες τις μνημονευόμενες στο Άρθρο 36(2) του Καταστατικού διαφορές (ερμηνεία συνθήκης, οποιοδήποτε ζήτημα διεθνούς δικαίου, την ύπαρξη γεγονότος που, αν διαπιστωνόταν, θα συνιστούσε παραβίαση διεθνούς υποχρέωσης, τη φύση και την έκταση των επανορθώσεων που πρέπει να χορηγηθούν για την παραβίαση μιας διεθνούς υποχρέωσης), εξαιρώντας, όμως, (i) διαφορές που αφορούν σε στρατιωτικές δραστηριότητες και μέτρα που λαμβάνει η Ελληνική Δημοκρατία για την προστασία της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητάς της, για σκοπούς εθνικής άμυνας, όπως επίσης και για την προστασία της εθνικής της ασφάλειας· (ii) διαφορές που σχετίζονται με τα κρατικά σύνορα ή την κυριαρχία επί της επικράτειας της Ελληνικής Δημοκρατίας, περιλαμβανομένης κάθε διαφοράς για το πλάτος και τα όρια της χωρικής θάλασσας και του εναέριου χώρου αυτής· (iii) κάθε διαφορά, αναφορικά με την οποία οποιοδήποτε από τα διεστώτα μέρη αποδέχθηκε τη δικαιοδοσία του ΔΔΔ μόνον με σκοπό τη διευθέτησή της ή όπου μεταξύ της αποδοχής της δικαιοδοσίας κατ’ Άρθρο 36(2) και της προσφυγής σε αυτήν (άρα της προσφυγής ενώπιον του ΔΔΔ και εναντίον της Ελλάδας με βάση την ως άνω αποδοχή) μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των 12 μηνών.
Στρεφόμενοι, τώρα, στη νομική και πολιτική φιλολογία των τελευταίων δύο μηνών αναφορικά με τα κέρδη και τα οφέλη της διαδικασίας της Χάγης, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι –ασχέτως της νομικής βάσης− μια προσφυγή στο ΔΔΔ θα καταργούσε εν τοις πράγμασιν τη στρατηγική επιλογή της Ελλάδας να αναγνωρίσει την αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου του Αμβούργου επί των επίμαχων ζητημάτων οριοθέτησης. Η επιλογή αυτή εκφράστηκε μεταξύ των ετών 1995-2015, μέσα από τη ρηματική διακοίνωση πρόκρισης της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου του Αμβούργου ως forum εφαρμογής του δικαίου της θάλασσας (1995). Μάλιστα, η πρόβλεψη μηχανισμών διευθέτησης διεθνών διαφορών, και δη του Δικαστηρίου, εκ μέρους της ΣΔΘ αποτέλεσαν ένα από τα βασικά ελατήρια της βούλησης του Έλληνα νομοθέτη κατά την κύρωση της Σύμβασης (βλ. Πρακτικό Έκθεσης Διαρκούς Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων, Περ. Η’, Συνοδ. Β’, Συνεδρίαση 14ης Μαρτίου 1995). Μολαταύτα, στην εκπνοή της θητείας της, η τότε κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά/Ευάγγελου Βενιζέλου (2015), προέβη σε νέα διακοίνωση με αποτέλεσμα την περικοπή της δικαιοδοσίας του ITLOS, με σκοπό να «προφυλαχθεί» η Ελλάδα από τυχόν μονομερείς κινήσεις της τουρκικής πλευράς.
Εντούτοις, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι σε μονομερείς ενέργειες είχε προβεί μερικές δεκαετίες νωρίτερα η ίδια η Ελλάδα, επιχειρώντας να διευθετήσει το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Συγκεκριμένα, η μονομερής ελληνική προσφυγή ενώπιον του ΔΔΔ στην υποθ. της Υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου (Ελλάδα κατά Τουρκίας) 1978, απέληξε σε δικονομική πανωλεθρία για την προσφεύγουσα χώρα, καθώς το Δικαστήριο θεώρησε ότι η κοινή δήλωση Καραμανλή – Ντεμιρέλ (Βρυξέλλες, 31η Μαΐου 1975), αλλά και η ελληνική επιφύλαξη στη Γενική Πράξη της Γενεύης για την Ειρηνική Διευθέτηση των Διεθνών Διαφορών 1928, που εξαιρούσε τα σχετικά με το «εδαφικό καθεστώς» από την αρμοδιότητα του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς δικαιοσύνης της ΚτΕ (τη δικαιοδοσία του οποίου κληρονόμησε το ΔΔΔ, σύμφωνα με το Άρθρο 37 του Καταστατικού του), δεν θεμελίωναν τη δικαιοδοσία του.
Υπό αυτά τα δεδομένα, η μόνη δυνατότητα θεμελίωσης βάσης διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ του ΔΔΔ για μια συνολική οριοθέτηση του καθεστώτος των θαλασσίων ζωνών Ελλάδας και Τουρκίας είναι η υπογραφή μιας ειδικής (ad hoc) και θεματικής συμφωνίας μεταξύ των δύο κρατών που θα περιγράφει τα ουσιαστικά και δικονομικά ελάχιστα του επιτευχθέντος συμβιβασμού και θα αποτελεί προϊόν της σύμπτωσης των βουλήσεων των δύο δρώντων.
Για να υπάρξει μια τέτοια συμφωνία, η οποία θα γίνει αμοιβαία αποδεκτή, αναγκαία προϋπόθεση συνιστά η ταυτότητα της νομικής γνώμης και των δύο κρατών αναφορικά με το αντικείμενο της μεταξύ τους διαφοράς. Όπως είναι γνωστό, η κατάρτιση ενός συνυποσχετικού, δηλ. μιας ειδικής συμφωνίας υπαγωγής στη δικαιοδοσία ενός διεθνούς δικαστηρίου, έχει ως άμεσο αποτέλεσμα (παγιοποιητικό) την αποκρυστάλλωση της νομικής διαφοράς και την υποχρέωση των εμπλεκόμενων με καλή πίστη να τηρήσουν τα συμπεφωνημένα, απέχοντας από ενέργειες που δύνανται να επιδεινώσουν τη νομική και πραγματική κατάσταση, τόσο προ όσο και κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας. Απαραίτητη, επίσης, είναι η βούληση για δέσμευση των δύο κρατών, η οποία πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια τόσο από το κείμενο όσο και από τις περιστάσεις που συμπροσδιορίζουν την υιοθέτησή του.
Εν προκειμένω, πρέπει να θεωρείται κάτι περισσότερο από βέβαιο ότι μια απλή συμφωνία υπαγωγής στη δικαιοδοσία του ΔΔΔ των ζητημάτων οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών θα άφηνε την Τουρκία παγερά αδιάφορη. Αυτό δε διότι στη βεντάλια των τουρκικών διεκδικήσεων εντάσσονται ζητήματα εδαφικής κυριαρχίας, αρμοδιότητας έρευνας και διάσωσης, ζητήματα δικαιοδοσίας στο πεδίο του εναερίου χώρου και, ασφαλώς, οι πανταχού παρούσες σχετικές περιστάσεις/ειδικές συνθήκες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, κατά τη ΣΔΘ, στο πλαίσιο κάθε οριοθέτησης.
Ακόμη, όμως, και αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας με σκοπό τη συνολική διευθέτηση της μόνης υπαρκτής νομικής διαφοράς των μερών, ήτοι των ζητημάτων θαλάσσιας οριοθέτησης, η Ελλάδα θα πρέπει να κληθεί να απαντήσει σε ένα σύνολο ζητημάτων, τα οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα τόσο η ρητορεία εσωτερικής κατανάλωσης όσο και ο έντονα α-νομικός σχεδιασμός της εξωτερικής πολιτικής έχουν ωθήσει στο περιθώριο του δημοσίου διαλόγου. Μεταξύ αυτών θα επικεντρωθούμε στο λιγότερο γνωστό όσο και ιδιαίτερα σημαντικό θέμα της αναντιστοιχίας μεταξύ χωρικής θάλασσας και εθνικού εναερίου χώρου.
Ακόμη, λοιπόν, και αν η τουρκική πλευρά συνομολογούσε κάθε ελληνική προϋπόθεση για την κοινή προσφυγή στο ΔΔΔ, η Ελλάδα θα καλείτο άμεσα να αντιμετωπίσει το ακανθώδες νομικό ζήτημα της αναντιστοιχίας μεταξύ πλάτους της χωρικής θάλασσας και πλάτους του εθνικού εναέριου χώρου. Επεξηγηματικά, σύμφωνα με το Άρθρο 3 ΣΔΘ, το μέγιστο πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης ενός παρακτίου κράτους είναι τα 12 ν.μ. Τόσο η εν λόγω θαλάσσια περιοχή όσο και η υπερκείμενη αυτής εναέρια ζώνη αποτελούν χώρους πλήρους κυριαρχίας, κατ’ αρχήν συγκρίσιμους από την άποψη των κρατικών εξουσιών και δικαιοδοσιών με το ηπειρωτικό έδαφος (Άρθρο 2(1)-(2) ΣΔΘ, Άρθρα 1-2 της Σύμβασης του Σικάγο για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία 1944, όπως ισχύει). Σύμφωνα δε με την απολύτως κρατούσα η γνώμη, η κυριαρχία επί του αέρα θεμελιώνεται στην αντίστοιχη κυριαρχία επί της υποκείμενης περιοχής, δηλαδή του χερσαίου εδάφους, των εσωτερικών υδάτων ή της χωρικής θάλασσας.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον ΑΝ 230/1936 περί «Καθορισμού Αιγιαλίτιδος Ζώνης της Ελλάδας» και το Άρθρου 139 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ΝΔ 187/1973), η χωρική θάλασσα της Ελλάδας εκτείνεται στα 6 ν.μ. από τη φυσική ακτογραμμή, την ίδια στιγμή που ο εθνικός εναέριος χώρος φτάνει, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία (ΠΔ της 6ης/18ης Σεπτεμβρίου 1931, ΦΕΚ Α’ 325), τα 10 ν.μ. Επομένως, στην περίπτωση της Ελλάδας απαντάται η νομική ανορθοδοξία η εξουσία επί του αέρα να υπερκαλύπτει την εξουσία επί των υποκειμένων περιοχών, εν προκειμένω της χωρικής θάλασσας.
Οι απόψεις που προτείνονται παγίως από την ελληνική θεωρία δύσκολα μπορούν να γίνουν αποδεκτές, ιδίως ενόψει των πραγματικών δεδομένων. Σύμφωνα με μια γνώμη, η ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη κανονικά εκτείνεται στα 10 ν.μ., αλλά η Ελλάδα έχει λάβει την κυριαρχική απόφαση να μην ασκεί την κυριαρχία και δικαιοδοσία της επί του όλου της εν λόγω ζώνης, αλλά επί τμήματος αυτής, και συγκεκριμένα του χώρου που ξεκινά από τέλος της φυσικής ακτογραμμής και φτάνει μέχρι τα 6 ν.μ. σε πλάτος. Η άποψη αυτή παραγνωρίζει ότι τόσο στο πεδίο της εσωτερικής νομοθεσίας όσο και ενώπιον του ΔΔΔ (βλ. ενδεικτικά δηλώσεις ενός εκ των νομικών παραστατών της Ελλάδας ενώπιον του ΔΔΔ το 1976, του καθηγητή D. P. O’Connel, Πρακτικά σελ. 88-89), η Ελλάδα έχει επιβεβαιώσει ότι η αιγιαλίτιδα ζώνη της δεν υπερβαίνει τα 6 ν.μ.
Αυτό, μάλιστα, δεν ισχύει σε κάθε περίπτωση, διότι υπάρχουν περιοχές της ελληνικής επικράτειας όπου η χωρική θάλασσα έχει έκταση κατώτερη των 6 ν.μ. Για παράδειγμα, στις εκβολές του Έβρου, το πλάτος της ελληνικής χωρικής θάλασσας είναι μόνον 3 ν.μ., ακολουθώντας τη συνοριακή γραμμή του Πρωτοκόλλου Συμπερασμάτων της Επιτροπής Οροθέτησης των Ελληνοτουρκικών Συνόρων, το οποίο υπεγράφη στις 3 Νοεμβρίου 1926 και βασίζεται στη Συνθήκη της Λωζάννης της 24ης Ιουλίου 1923. Περιττό, επίσης, να αναφερθεί ότι στις περιοχές που δεν καλύπτονται από ειδική συμβατική ρύθμιση, π.χ. περιοχές Βορειοανατολικού Αιγαίου στις οποίες η απόσταση μεταξύ των δύο παρακτίων κρατών δε φτάνει τα 6 ν.μ., η Ελλάδα εφαρμόζει τον κανόνα της μέσης γραμμής, δηλ. ασκεί την κυριαρχία της μέχρι το μέσο της θαλάσσιας απόστασης που χωρίζει τα δύο κράτη.
Σύμφωνα με μια δεύτερη άποψη, το γεγονός ότι η Τουρκία, ως κράτος με ειδικά συμφέροντα, δε διαμαρτυρήθηκε έναντι της ελληνικής πρακτικής για μεγάλο χρονικό διάστημα (1944-1974), θεμελιώνει βάσει της αρχής του estoppel την αδυναμία της χώρας αυτής (απώλεια δικαιώματος) να επικαλεστεί τη σχετική ανορθοδοξία. Είναι πραγματικά ζήτημα προς διερεύνηση εάν η τουρκική αδράνεια ιδίως μέχρι το 1958 (οπότε και υιοθετείται η Σύμβαση της Γενεύης για τη Χωρική Θάλασσα και τη Συνορεύουσα Ζώνη) είναι αξιολογήσιμη, δεδομένου το ότι η Σύμβαση για τη διεθνή αεροπλοΐα 1944, που λαμβάνεται συνήθως ως χρονικό ορόσημο, αναφερόταν μεν σε χωρική θάλασσα, αφήνοντας όμως το εθιμικό διεθνές δίκαιο να την ορίσει. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι από το 1934 έως και το 1982, και παρά τη διεθνή πρακτική που παρουσιάζεται μάλλον αντίθετη, η Ελλάδα διατηρούσε (τουλάχιστον βάσει νόμου) εθνικό εναέριο χώρο 10 ν.μ., χωρίς να οχληθεί στην άσκηση του δικαιώματος αυτού.
Μάλιστα, η ελληνική πρακτική θα μπορούσε να θεωρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα αντίθετη στο τότε ισχύον διεθνές δίκαιο, οπότε η μη εναντίωση αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Ωστόσο, η δογματική συνέπεια μας αναγκάζει να υπογραμμίσουμε ότι καθ’ ον χρόνο τα ειδικά συμφέροντα της Τουρκίας άρχισαν να ενεργοποιούνται (πρακτικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, οπότε και υιοθετείται η Σύμβαση για την Έρευνα και Διάσωση στη Θάλασσα/SAR και οπωσδήποτε μετά την υπογραφή της ΣΔΘ το 1982), οι τουρκικές αντιδράσεις στην ελληνική πρακτική βαίνουν κλιμακούμενες.
Επομένως, ένα από τα πρώτα ζητήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η χώρα σε μια ενδεχόμενη προσφυγή (ακόμα και αν η συμφωνία προσφυγής στο ΔΔΔ υιοθετήσει στο έπακρο τις ελληνικές θέσεις — κάτι που δε φαντάζει πολύ πιθανό) σχετίζεται ακριβώς με αυτήν την ιδιάζουσα ελληνική πρακτική. Αξίζει, τέλος, να σημειώσουμε ότι σημαντικές αποκλίσεις από τους κανόνες της ΣΔΘ, ιδίως όταν θεμελιώνουν πλεονασματικά κρατική κυριαρχία ή δικαιοδοσία, εύλογα εγείρουν προβληματική σχετικά με την αντιταξιμότητά τους. Για παράδειγμα, στην υποθ. της Νότιας Σινικής Θάλασσας (§576), το Διαιτητικό Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν θεσμοί της ΣΔΘ χρησιμοποιούνται με «δημιουργική ελευθερία» από τα παράκτια κράτη με τρόπο ώστε οι διατάξεις της Σύμβασης να χάνουν το βασικό τους νόημα, η ανάδυση ενός ειδικού εθιμικού κανόνα που να νομιμοποιεί αυτές τις αποκλίσεις υπόκειται, τουλάχιστον, σε αυξημένες αποδεικτικές απαιτήσεις.