Δημοσιεύτηκε, πριν λίγες εβδομάδες, μια απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου (ΔΟΔ) όπου το Εφετείο έκρινε ότι η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου ήταν ορθή, γι’ αυτό την επικύρωσε, απορρίπτοντας συνάμα την έφεση.
Η απόφαση αυτή τιτλοφορείται Κ. Κ. v. Α. Κ., Έφεση Αρ. 32/22, δόθηκε στις 21/6/2023, και αποτελεί, προφανώς, μία από τις τελευταίες αποφάσεις που εκδίδει το ΔΟΔ υπό την παλαιά του σύνθεση, καθ’ ότι έχει ήδη συγκροτηθεί νέα σύνθεση του Εφετείου που θα εκδικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων των Οικογενειακών Δικαστηρίων.
Επειδή θεωρώ ότι η νομική επιστήμη καλλιεργείται και προάγεται μέσα από την αντιπαραβολή θέσεων και επιχειρημάτων, κρίνω, ταπεινά ότι η πιο πάνω απόφαση δίνει έναυσμα για σχολιασμό και κριτική. Η καλοπροαίρετη κριτική, όχι μόνο πρέπει να γίνεται από όλους αποδεκτή, αλλά και να την επιδιώκουμε.
Εξάλλου η κριτική βασίζεται σε προσωπικές και υποκειμενικές απόψεις, όπου κι αυτή μπορεί να τύχει, κατά όμοιο τρόπο, κριτικής.
Έχοντας αυτά κατά νουν, με κάθε σεβασμό, θα παρατεθούν πιο κάτω σχόλια και παρατηρήσεις επί της απόφασης.
Στη βάση των γεγονότων που τέθηκαν στην ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης/αιτήτριας, το Δικαστήριο έκδωσε προσωρινό διάταγμα για το ποσό των €9.000 για διατροφή της ίδιας (€4.000) και για το ανήλικο τέκνο των διαδίκων (€5.000), ποσό το οποίο μείωσε στη συνέχεια μετά από ακρόαση στα €7.000 (€4.000 για το τέκνο και €3.000 για την αιτήτρια). Ο καθ’ ου η αίτηση εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας διάφορους λόγους έφεσης, χωρίς όμως επιτυχή κατάληξη εφόσον το ΔΟΔ έκρινε ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή.
Το ό,τι το Δικαστήριο, στο ενδιάμεσο στάδιο της εκδίκασης προσωρινού διατάγματος δεν αξιολογεί σε βάθος την ενώπιον του μαρτυρία ούτε προβαίνει στη εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων, έχει επισημανθεί πλειστάκις από την πλούσια νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου και δεν υπάρχει λόγος να λεχθεί οτιδήποτε επ’ αυτού.
Θα πρέπει όμως να επισημανθούν τα ακόλουθα:
1) Παρόλο που τα αιτήματα για διατροφή ανηλίκου τέκνου και συζύγου βασίζονται σε δύο διαφορετικά νομοθετήματα (στο Ν. 216/90 για το ανήλικο και στο Ν. 232/91 για τη σύζυγο), είναι δυνατόν οι δυο αξιώσεις να παρατεθούν, κατά σωρευτικό τρόπο, στο ίδιο δικόγραφο. Το ίδιο, προφανώς, δεν μπορεί να ισχύει στην περίπτωση διατροφής ενήλικου τέκνου εφόσον το παιδί, ως ενήλικο, έχει δικαιοπρακτική ικανότητα για να καταχωρήσει τη σχετική αίτηση στο δικό του όνομα.
2) Το Δικαστήριο, όταν επιλαμβάνεται ενδιάμεσης αίτησης για διατροφή συζύγου θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικό (και φειδωλό) αφού πέραν της διακρίβωσης των αναγκών του αιτούντος διατροφή συζύγου, θα πρέπει να έχει κατά νουν και άλλες παραμέτρους που αφορούν το δίκαιο διατροφής συζύγου. Ενδεικτικά επισημαίνονται οι ακόλουθες:
α) αν ο γάμος είχε μικρή διάρκεια,
β) αν ο αιτητής σύζυγος βαρύνεται με σοβαρή υπαιτιότητα στην έλευση της διάστασης, γ) αν προκάλεσε εκούσια την απορία του. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δυνατό το δικαστήριο να μην επιδικάσει προς όφελος του αιτητή οποιοδήποτε ποσό ή μπορεί να επιδικάσει χαμηλότερο ποσό.
3) Κατ’ επέκταση είναι προτιμότερο να διατάσσεται η επίδοση της μονομερούς αίτησης για να έχει το δικαστήριο τις θέσεις και των δύο πλευρών.
4) Στη διατροφή ανηλίκων, σαφώς, δεν τίθενται αυτές οι παράμετροι εφόσον στην επιδίκαση ποσού διατροφής προς όφελός του, δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε η διάρκεια του γάμου τον γονέων του, ούτε ότι το ίδιο προκάλεσε την απορία του.
5) Φαίνεται πως ένας από τους λόγους έφεσης (3ος λόγος) ήταν και το γεγονός ότι στην (ενδιάμεση) αίτηση δεν παρατέθηκαν τα άρθρα 4-7 του Ν.232/91. Τα άρθρα αυτά αποτελούν τη πεμπτουσία του δικαίου της διατροφής συζύγου αφού καταπιάνονται με τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος, με τις περιπτώσεις αποκλεισμού ή περιορισμού της αξίωσης, με την οριοθέτηση των κονδυλίων διατροφής και το ύψος τους. Περαιτέρω, λαμβάνεται υπόψη κατά πόσο η περίπτωση αφορά συζύγους που βρίσκονται σε διάσταση ή πρώην συζύγους.
6) Το ΔΟΔ φαίνεται να παράκαμψε, κατά ασυνήθιστο τρόπο, αυτό τον λόγο έφεσης, αναφέροντας ότι το ουσιαστικό δίκαιο (δηλ. το δίκαιο διατροφής συζύγου, συμπεριλαμβανομένων και των προαναφερόμενων άρθρων) «αναμφίβολα ήταν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθοδηγώντας την κρίση του, στα επιτρεπτά πλαίσια».
Η λέξη «αναμφίβολα». παραπέμπει σε απόλυτη σιγουριά του ΔΟΔ επί του θέματος, χωρίς όμως αυτό να στοιχειοθετείται. Περαιτέρω, η φράση «στα επιτρεπτά πλαίσια», αποτελεί γενική και αόριστη έννοια και θα ήταν ορθότερο να είχαν οριοθετηθεί αυτά τα πλαίσια για σκοπούς ασφάλειας του δικαίου.
7) Σε συνέχεια των πιο πάνω, περαιτέρω, προβληματισμό προκαλεί και η τοποθέτηση του ΔΟΔ ότι δεν ήταν αναγκαία η παράθεση των προαναφερόμενων άρθρων στην επίδικη αίτηση. Το ΔΟΔ ανάφερε επ΄ αυτού, τα εξής: «Τα περιστατικά που δόθηκαν ως υφιστάμενα για να καταδειχθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ότι υπήρχε πιθανότητα επιτυχίας στήριζαν εκ πρώτης όψεως την αξίωση. Δεν υπήρχε ανάγκη παράθεσης, ειδικά των άρθρων ή των προϋποθέσεων της τελικής θεραπείας».
8) Αυτή η τοποθέτηση του Εφετείου είναι δυνατό να εκληφθεί ως εκτροπή από την ισχύουσα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία υπαγορεύει όπως στις ενδιάμεσες αιτήσεις θα πρέπει να παρατίθεται η ορθή νομική βάση επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση (Αναφ. FANCOSO CORP. LTD, Πολ. Αιτ. Αρ. 249/2021, 30/12/2021). Στην υπόθεση KOZA MICHAEL DAVID κ.α. ν. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 208/2012, 24/11/2017, επισημάνθηκαν τα ακόλουθα:
«Η Δ.48, θ.2 προνοεί ότι οι ενδιάμεσες αιτήσεις πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζουν τις νομικές διατάξεις πάνω στις οποίες βασίζονται. Η αναφορά στα άρθρα και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης με βάση το οποίο η αίτηση θα αποφασιστεί, όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί από τη νομολογία, αποτελεί απαράβατο όρο της εγκυρότητας του δικονομικού πλαισίου της αίτησης, (βλ. Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965 και Kozinskaya River Limited κ.ά (ανωτέρω)). Επομένως, ορθά κρίθηκε από το
πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η διαταγή αυτή θα έπρεπε να καταγράφεται στο σώμα της αίτησης και ότι η παράλειψη αναγραφής της ισοδυναμούσε με παρατυπία».
Στη Γουότς κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. Π.Ε.319/08, ημερ.7.7.2014, αναφέρθηκαν και τα εξής: «Στο σύστημα του Κοινού Δικαίου, η αρχή της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων ως μια από τις πηγές δικαίου αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους πυλώνες και συναρτάται άμεσα με τη βεβαιότητα του δικαίου και την επικράτηση του κράτους δικαίου» (ΧΕΥΣ ν. ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ, Έφεση αρ.41/2015, ΔΟΔ, 18/2/2020).
9) Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι στην εκδίκαση ενδιάμεσων αιτήσεων δεν θα πρέπει να γίνεται σε βάθος ανάλυση της μαρτυρίας. Όμως σε ένα δικόγραφο όπου υπάρχουν σωρευτικές αξιώσεις με νομικές ιδιαιτερότητες ως έχουν επισημανθεί πιο πάνω, το δικαστήριο (πρωτόδικο και εφετείο) θα πρέπει να είναι πιο συγκεκριμένο για το τι ακριβώς έλαβε υπόψη του στην τελική του ετυμηγορία.
Επ΄ αυτού, το ΔΟΔ στη σελ. 6 της απόφασής του αναφέρει: «Η ανάγκη ικανοποίησης των αναγκών του ανήλικου παιδιού του ζεύγους και της εν διαστάσει συζύγου του ήταν δεδομένη εφόσον η Εφεσίβλητη κατέδειξε ικανοποιητικά πως δεν εργάζετο και δεν είχε δικά της εισοδήματα. Πολλές δε από τις ανάγκες τους δεν αμφισβητήθηκαν.»
Το ότι υπήρχε ανάγκη για ικανοποίηση των αναγκών των αιτητών, ότι η αιτήτρια δεν εργαζόταν και ότι κάποιες από τις ανάγκες δεν είχαν αμφισβητηθεί δεν απολήγει ότι παρόμοιες αιτήσεις θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές και να εκδίδονται, μονομερώς, προσωρινά διατάγματα.
10) Προκύπτει από την σελίδα 3 της απόφασης ότι ο εφεσείων πρόσβαλε με διάφορους λόγους έφεσης, το σύνολο των πρωτόδικων προσεγγίσεων.
Αναφέρονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:
«Όταν προσεχθούν οι λόγοι έφεσης και η συναφής αιτιολογία τους, διαφαίνεται πως στο σύνολο τους αναφέρονται και πλήττουν την όλη δικαστική διεργασία σκέψης τόσο αναφορικά με τον τρόπο αντιμετώπισης μαρτυρίας, όσο και στη νομική πτυχή αυτής. Προσθέτως, πλήττεται τόσο η αιτιολογία όσο και η δομή της απόφασης ως μη ανταποκρινόμενη στο επίπεδο μιας συγκροτημένης απόφασης.»
Επίσης στη σελίδα 4 της απόφασης καταγράφονται τα εξής:
«Στην κρινόμενη περίπτωση, η πλευρά του Εφεσείοντα στους λεπτομερείς λόγους έφεσης και την μακροσκελή αιτιολογία τους φαίνεται να παραβλέπει ότι πρόκειται για μια ενδιάμεση αίτηση διατροφής στην οποία εξεδόθη προσωρινό διάταγμα δυνάμει του ΄Αρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60.»
11) Το ΔΟΔ, ωστόσο, φαίνεται να είχε επιληφθεί μόνο μερικούς από τους λόγους που εγέρθηκαν στην ειδοποίηση έφεσης και παράβλεψε άλλους. Αναφέρει επί τούτου το ΔΟΔ στη σελίδα 7 της απόφασης του:
«Δεν θα ακολουθήσουμε τη λογική της έφεσης αναλύοντας επιμέρους θέματα. Αυτό θα ήταν αντινομικό με το σκοπό της ενδιάμεσης θεραπείας.»
Αναμφίβολα, η πιο πάνω προσέγγιση του Εφετείου δεν είναι δόκιμη. Το γεγονός ότι η έφεση στρέφεται κατά απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου επί ενδιάμεσης αίτησης δεν δικαιολογεί και την μη ενασχόλησή του με όλους τους λόγους έφεσης αν αυτοί πλήττουν αυτή καθ’ αυτή την πρωτόδικη απόφαση.
Ούτε, ασφαλώς, θα ήταν «αντινομικό» να καταπιαστεί το Εφετείο με όλους τους λόγους έφεσης. Αντινομικό, μάλλον, είναι να αρνηθείς να τους εξετάσεις.
12) Η ασφάλεια δικαίου υπαγορεύει όπως παρατίθενται στη απόφαση οι συγκεκριμένοι και νομικά αποδεκτοί λόγοι που οδηγούν στη δικαστική ετυμηγορία. Αυτό θα ικανοποιεί όχι μόνο τον διάδικο, αλλά και τον οποιοδήποτε αναγνώστη και μελετητή της απόφασης.
Η αιτιολόγηση δικαστικής απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας. (WHITE KNIGHT HOLDINGS LTD ν. NEW WORLD INVESTMENTS LTD, Πολιτική Εφεση Αρ. 454/2011, 6/12/2019).
13) Σε συνέχεια των πιο πάνω, μπορεί να θεωρηθεί ως άστοχη η υπόδειξη του Εφετείου (σελίδα 5 της απόφασης) ότι «στην υπό κρίση υπόθεση η έφεση είναι δομημένη ως να επρόκειτο για έφεση επί τελικής απόφασης.»
Ο τρόπος, το εύρος και η έκταση της προσβολής της ορθότητας μιας απόφασης δεν είναι κάτι που αφορά το Εφετείο. Αν ο διάδικος αμφισβητεί κάθε πτυχή της πρωτόδικης απόφασης, αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά του και το Εφετείο δεν μπορεί να υπαγορεύσει στο διάδικο σε ποια έκταση να το πράξει.
14) Σε συνέχεια και σε συνάρτηση των πιο πάνω, αναφέρεται ότι η παράθεση αποσπάσματος από άλλη απόφαση έκτασης περίπου δύο σελίδων (σελ. 4-5), στην απόφαση του ΔΟΔ, ειδικότερα σε μία ολιγοσέλιδη απόφαση, δεν είναι και ό,τι καλύτερο, τη στιγμή μάλιστα που η υπό αναφορά απόφαση καταπιάνεται με ένα περιορισμένο θέμα. Στην απόφασή του, το ΔΟΔ παραπέμπει στην υπόθεση Κυριακίδης στην οποία απόφαση αναφέρεται ότι σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να προβαίνει σε τελικά συμπεράσματα. Ναι, αλλά το ΔΟΔ βασίστηκε στην υπόθεση Κυριακίδης για να καταδείξει και να ψέξει το γεγονός ότι οι λόγοι έφεσης, ήταν «λεπτομερείς», είχαν «μακροσκελή αιτιολογία» και η έφεση ήταν «δομημένη ως να επρόκειτο για έφεση επί τελικής απόφασης.»
Η γενική παράθεση νομολογίας δεν προσθέτει οτιδήποτε. Η αναφορά νομολογίας θα πρέπει να γίνεται στα σημεία όπου αυτή είναι σχετική και επιλύει το εξεταζόμενο υπό του Δικαστηρίου ζήτημα. (ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΛΤΔ v. ΠOΥΓΙΟΥΚΚΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 16/14, 17/2/2021).
15) Αποτελεί συνταγματική υποχρέωση όπως οι δικαστικές αποφάσεις είναι δεόντως αιτιολογημένες. Αυτό ανεξάρτητα αν είναι απόφαση σε ενδιάμεση ή σε εναρκτήρια αίτηση.
Το καθήκον αιτιολόγησης δικαστικών αποφάσεων εδράζεται σε θεμελιώδη διάταξη του Συντάγματος, ως επιβεβλημένο από το Άρθρο 30.2 και συνιστά αναπόσπαστο στοιχείο δίκαιης δίκης. Κατά συνέπεια, απουσία αιτιολόγησης πλήττει τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου και συνιστά ουσιώδη απόκλιση από τα διαλαμβανόμενα στην προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη (WHITE KNIGHT HOLDINGS LTD ν. NEW WORLD INVESTMENTS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 454/2011, 6/12/2019).
Μια δικαστική απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη όταν παρέχει στο Εφετείο τη δυνατότητα να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην εκκαλούμενη απόφαση (Neophytou v. Police (1981) 2 C.L.R. 195). (ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXX GEORGIOU ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI, Πολιτική Aίτηση Αρ. 122/2021, 24/6/2021).
Στην Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 CLR, 540 λέχθηκε πως μια δικαστική απόφαση για να είναι δεόντως αιτιολογημένη θα πρέπει να περιέχει:
«(a) An analysis of the evidence adduced in the light of the issues as arising and defined by the pleadings;
(b) Concrete findings as the necessary prelude to the judgment of the Court; and,
(c) A clear judicial pronouncement indicating the outcome of the case. (Theodora Ioannidou v. Charilaos Dikeos, (1969) 1 C.L.R. 235).» (N. ΝΑΟΥΜ v. CHRIS CASH & CARRY LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 291/2013, 20/7/2021).
Η απόκλιση από τη συνταγματική υποχρέωση αιτιολόγησης της δικαστικής κρίσης, αναπόδραστα οδηγεί στην ακύρωση της απόφασης (WHITE KNIGHT HOLDINGS LTD ν. NEW WORLD INVESTMENTS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 454/2011, 6/12/2019).
Το περί δικαίου συναίσθημα επιβάλει επαρκή αιτιολόγηση της δικαστικής κατάληξης, κατά τρόπο που όχι μόνο ο διάδικος αλλά και ο αναγνώστης της να κατανοούν γιατί μια αίτηση είχε επιτυχή ή όχι κατάληξη, χωρίς να αφήνονται ασάφειες επί νομικών θεμάτων. Σε τέτοια περίπτωση ο τριτοβάθμιος έλεγχος είναι αναπόφευκτος…