Η απόφαση της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτείων της Αμερικής με την οποία κρίνεται ότι οι Ισραηλινοί οικισμοί στην Δυτική Όχθη δεν παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο, πέραν της πολιτικής της χροιάς και των γεωπολιτικών προεκτάσεων της, αφορά ουσιώδη ζητήματα που άπτονται του διεθνούς δικαίου. Στο παρόν άρθρο εξετάζονται όχι οι πολιτικές προεκτάσεις ή τα γεωπολιτικά ζητήματα αλλά τα θέματα που αφορούν κατ’ εξοχήν το διεθνές δίκαιο και τους σχετικούς κανόνες που αφορούν στο επίμαχο θέμα.
Οι αντιδράσεις στην απόφαση των ΗΠΑ είναι εκ των πραγμάτων αμφίσημες σε πολιτικό επίπεδο, με τον Ισραηλινό Πρωθυπουργό να δηλώνει ότι η απόφαση διορθώνει ένα ιστορικό λάθος ενώ ο Γενικός Γραμματέας του Palestinian Liberation Organization δήλωσε ότι η απόφαση αντικαθιστά το διεθνές δίκαιο με το νόμο της ζούγκλας. Ποιοι είναι όμως οι κανόνες του διεθνούς δικαίου που οριοθετούν το όλο θέμα;
Εν πρώτοις, θα πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι από πλευράς Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών οι συνοικισμοί στην Δυτική Όχθη παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο. Τόσο η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, όσο και το Συμβούλιο Ασφαλείας και το Διεθνές Δικαστήριο με έδρα την Χάγη έχουν αποφασίσει ότι οι οικισμοί και ο εποικισμός της Δυτικής Όχθης από το Ισραήλ αποτελούν παραβίαση της Συνθήκης της Γενεύης Αριθμός 4 του 1949, σύμφωνα με την οποία “[…] η κατέχουσα Δύναμις δεν θα δύναται να εξορίση ή να μεταφέρη μέρος του δικού της αμάχου πληθυσμού εις το κατεχόμενον υπ’ αυτής έδαφος” (βλ. Άρθρο 49).
Σε σχέση με το καθεστώς της Δυτικής Όχθης και την 4η Σύμβαση της Γενεύης, το Ισραήλ ισχυρίζεται, και εν προκειμένω οι ΗΠΑ συμφωνούν, ότι η 4η Σύμβαση της Γενεύης δεν εφαρμόζεται de jure σε σχέση με την Δυτική Όχθη γιατί η περιοχή εκείνη τεχνικά ομιλώντας δεν είναι υπό κατοχή. Το επιχείρημα αυτό εδράζεται στο αφήγημα του Ισραήλ ότι η παρουσία του στην Δυτική Όχθη δεν είναι παράνομη στο διεθνές δίκαιο αφού βρίσκεται εκεί ως αποτέλεσμα ενός αμυντικού πολέμου που δεν οδήγησε στην στρατιωτική κατοχή εδάφους που κυριαρχείτο από άλλο κράτος, ισχυριζόμενο, κατά το ίδιο αφήγημα, ότι κατέχει το νόμιμο δικαίωμα επικυριαρχίας στην περιοχή σύμφωνα με εντολή του 1922 που δόθηκε (και μεταφέρθηκε στο καθεστώς του ΟΗΕ) από την Κοινωνία των Εθνών, προπομπό του ΟΗΕ που ιδρύθηκε το 1945 μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε σχέση με το επιχείρημα των ΗΠΑ, αναφέρεται ότι η μέχρι στιγμής στάση των ΗΠΑ αναγνώριζε την αντινομία επί των πράξεων του Ισραήλ. Υπενθυμίζεται ότι το 1978, η διακυβέρνηση του Προέδρου Κάρτερ διεκήρυξε ότι η εγκαθίδρυση πολιτικών συνοικισμών στην Δυτική Όχθη ήταν παράνομη στο διεθνές δίκαιο, ενώ το 1981 ο Πρόεδρος Ρήγκαν διετύπωσε την θέση ότι οι οικισμοί δεν ήταν εγγενείς παράνομοι. Έκτοτε, οι ΗΠΑ ακολούθησαν την ρητορική ότι οι οικισμοί στην Δυτική Όχθη δεν ήταν παράνομοι αλλά αθέμιτοι, υποβαθμίζοντας το στοιχείο της έκνομης πράξης ως ορίζεται από την σχετική Σύμβαση της Γενεύης. Το 2016 η διακυβέρνηση Ομπάμα, σε μια από τις τελευταιες της πράξεις, δεν άσκησε, ως ήταν η σύνηθης πρακτική των αμερικανικών κυβερνήσεων, το δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) σε ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που καλούσε το Ισραήλ σε τερματισμό του εποικισμού της Δυτικής Όχθης.
Σε σχέση με τις αρχές του διεθνούς δικαίου που οριοθετούν το εν λόγω ζήτημα τονίζεται η πρόνοια της 4ης Σύμβασης της Γενεύης που απαγορεύει τον εποικισμό κατεχόμενων περιοχών αλλά και η επιλειτουργία της Σύμβασης της Ρώμης για την εγκαθίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου του 1998 που αναφέρεται στις εν λόγω πράξεις ως εγκλήματα πολέμου, σύμφωνα με το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Τονίζεται επίσης, ότι το επιχείρημα του Ισραήλ που αναφέρει ότι η χώρα δεν είναι στην πραγματικότητα κατοχική δύναμη αφού ο έλεγχος της περιοχής από την Ιορδανία μεταξύ του 1948 και 1967 δεν αναγνωριζόταν από την πλειοψηφία των κρατών και ότι το Ισραήλ έχει ιστορικά παρουσία στην Δυτική Όχθη, απορρίφθηκε από το Διεθνές Δικαστήριο σε γνωμοδότηση του το 2004, με την οποία έκρινε ότι οι οικισμοί στην περιοχή παραβιάζουν αρχές του διεθνούς δικαίου.
Πέραν των άνωθεν λεχθέντων, αναφέρεται ότι τόσο το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραηλ όσο και η Κυβέρνηση της χώρας αναγνωρίζουν το ότι η εγκάτασταση πολιτών και η εγκαθίδρυση συνοικισμών σε ιδιωτικές περιουσίες Παλαιστινίων στην Δυτική Όχθη είναι παρανόμες. Πάρα ταύτα, σε γενικό πλαίσιο, η ερμηνεία της γνωμοδότησης του Διεθνούς Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2004 είναι χαρακτηριστική και αποτυπώνει το πλαίσιο που εφαρμόζεται στο διεθνές δίκαιο.
Η γνωμοδότηση της 9ης Ιουλίου 2004 αναφέρει ότι η κατασκεύη τείχους στα κατεχόμενα Παλαιστινιακά εδάφη από την κατοχική δύναμη (βλ. Ισραήλ) είναι παράνομη στο διεθνές δίκαιο, το Ισραήλ οφείλει να κάνει σεβαστούς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και να τερματίσει την κατασκευή του τείχους στα κατέχομενα Παλαιστινιακά εδάφη, συμπεριλαμβανομένης της περιοχής στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, το Ισραήλ οφείλει να αποζημιώσει για τις ζημίες που έχουν προκληθεί εκ των συγκεκριμένων ενεργειών του, τα κράτη – μέλη στην Σύμβαση της Γενεύης για την Προστασία του άμαχου πληθυσμού σε περιπτώσεις πολέμου της 12ης Αυγούστου 1949 έχουν υποχρέωση να διασφαλίσουν την εφαρμογή της από το Ισραήλ (erga omnes obligations). Επιπρόσθετα, θα πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι σύμφωνα με τις Συμφωνίες του Όσλο του 1990, τα δύο μέρη – Ισραήλ και Παλαιστιανική Αρχή – συμφώνησαν ότι το καθεστώς τον Ισραηλινών οικισμών θα επιλυθεί με διαπραγματεύσεις, οι οποίες όμως από το 2014 βρίσκονται σε τέλμα λόγω των εξελίξεων στην περιοχή.
Καταληκτικά, συμπεραίνεται από την πιο πάνω εξέταση ότι οι οικισμοί στην Δυτική Όχθη αποτελούν παραβίαση του διεθνούς δικαίου υπό το πρίσμα της αμιγούς εξέτασης των σχετικών κανόνων του διεθνούς δικαίου που αφορούν τις υποχρεώσεις κατοχικών δυνάμεων, έστω και αν το Ισραήλ ισχυρίζεται ότι δεν αποτελεί κατοχική δύναμη στην περιοχή.